Η “Γαλάζια Πατρίδα” του Κεμάλ και το δόγμα Βενιζέλου
13/10/2021Μια από τις συμφωνίες που υπεγράφησαν, με ελληνική πρωτοβουλία, ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Πασά (Ινονού), τον Οκτώβριο του 1930, ήταν και το Πρωτόκολλο περιορισμού των ναυτικών εξοπλισμών. Προέβλεπε ότι «εις ουδεμίαν παραγγελίαν προσκτήσεως ή ναυπηγήσεως πολεμικών μονάδων ή εξοπλισμών προβαίνουσιν, άνευ προηγουμένης ειδοποιήσεως του ετέρου συμβαλλομένου μέρους, εξ μήνας πρότερον, επί τω σκοπώ όπως παρέχεται εις τας δυο Κυβερνήσεις η ευκαιρία να προλαμβάνουν ενδεχομένην άμιλλαν ναυτικών εξοπλισμών, δια της φιλικής ανταλλαγής απόψεων και της παροχής εξηγήσεων υπό του ενός και του ετέρου μέρους εν πνεύματι πλήρους ειλικρινείας».
Με άλλα λόγια, η κάθε πλευρά έπρεπε να ενημερώσει την άλλη για κάθε παραγγελία νέων σκαφών έξι μήνες πριν. Είναι η περίοδος που κυριαρχούσε μια γενικότερη τάση αφοπλισμού ή περιορισμού των στρατιωτικών δαπανών, απόρροια και του φιλειρηνικού κλίματος της Κοινωνίας των Εθνών. Είχαν προηγηθεί, σε διεθνές επίπεδο, οι ναυτικές Συνδιασκέψεις της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, οι οποίες προώθησαν, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα, το ζήτημα του αφοπλισμού.
Πώς, όμως, φτάσαμε στην υπογραφή του συγκεκριμένου συμφώνου; Για την Ελλάδα, ο περιορισμός της κούρσας των στρατιωτικών εξοπλισμών ήταν εκ των ων ουκ άνευ, λόγω της δυσχερούς δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, απόρροια τόσο εσωτερικών προβλημάτων (βλ. προσφυγικό) όσο και της διεθνούς οικονομικής κρίσης του προηγούμενου έτους.
Επίσης, η εξωτερική πολιτική της τετραετίας 1928-1932 είχε διαφορετικό, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, προσανατολισμό. Επεδίωκε την περιφερειακή συνεργασία, ως θεμέλιο της ασφάλειας και της ειρήνης στην περιοχή. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν αντίθετος με την απόκτηση βαρέων σκαφών, προτιμούσε η χώρα να αποκτήσει ελαφρά σκάφη, όπως τα αντιτορπιλικά τύπου “Κουντουριώτης”.
Σε αγόρευσή του στη Βουλή, τον Φεβρουάριο του 1930, τόνισε την ανάγκη το ελληνικό πολεμικό ναυτικό να αποκτήσει ελαφρές μονάδες και ισχυρή αεροπορία. Ο Κρητικός πολιτικός πίστευε ότι το αεροπλάνο ήταν το όπλο που θα έκρινε τις πολεμικές συγκρούσεις του μέλλοντος, ενώ δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει το ενδιαφέρον για αυτό. Στις 22 Οκτωβρίου 1930, μάλιστα, επιβιβάστηκε σε ένα “Γιούνκερς G-38”, το μεγαλύτερο αεροπλάνο της εποχής, και πέταξε πάνω από την Αθήνα. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο το γεγονός, ότι επί Βενιζέλου ιδρύθηκε το υπουργείο Αεροπορίας, με πρώτο υπουργό τον Αλέξανδρο Ζάννα.
Η “Γαλάζια Πατρίδα” του Κεμάλ
Την ίδια περίοδο, στην Τουρκία τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Με σημερινά δεδομένα, θα λέγαμε ότι η Τουρκία του Κεμάλ ήθελε να μετατρέψει το Αιγαίο σε τουρκική λίμνη, σε μια μεσοπολεμική “Γαλάζια Πατρίδα”.
Σύμφωνα με αναφορά του Γ. Πανά, αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, προς το υπουργείο Ναυτικών, τον Μάιο του 1929, γινόταν λόγος ότι η Άγκυρα είχε παραγγείλει στα ιταλικά ναυπηγεία αντιτορπιλικά, υποβρύχια και ανθυποβρύχια, κάτι που θα δημιουργούσε τεράστια ναυτική ανισορροπία μεταξύ των δυο κρατών.
Επίσης, η επισκευή ενός πρώην γερμανικού θωρηκτού, του “Goeben”, το οποίο βρισκόταν στα χέρια της τουρκικής κυβέρνησης, αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για το ελληνικό πολεμικό ναυτικό. Το πλοίο θα έπαιρνε το όνομα “Γιαβούζ” (Yavuz) (όπως το σημερινό τουρκικό γεωτρύπανο) και οι δυνατότητές του ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές του “Αβέρωφ”. Να σημειώσουμε μόνο ότι είχε το διπλάσιο εκτόπισμα από το ελληνικό θωρηκτό (20.000 τόνοι).
Ακόμη, το γεγονός ότι θα συνοδευόταν από τα παραγγελθέντα ελαφρά σκάφη καθιστούσε, σύμφωνα με τον Πανά, αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης του, από τα ελληνικά υποβρύχια. Η αναφορά έκλεινε, ζητώντας την άμεση ενίσχυση του ελληνικού στόλου με νέα αντιτορπιλικά. Τότε, ήρθε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της αγοράς της “Σαλαμινίας”, ενός θωρηκτού το οποίο είχε παραγγελθεί από την Ελλάδα, πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ποτέ δεν παρελήφθη, διότι ακυρώθηκε η παραγγελία του.
Το να προχωρήσει, όμως, η υπόθεση της “Σαλαμινίας” δεν ήταν εύκολο λόγω των εμποδίων που υπήρχαν, όπως ο αρκετά βαρύς προϋπολογισμός για τον εκσυγχρονισμό του πλοίου. Επίσης, η εταιρεία κατασκευής του πλοίου είχε καταγγείλει τη σύμβαση με το ελληνικό δημόσιο. Ως εκ τούτου, η ιδέα της “Σαλαμινίας” εγκαταλείφθηκε γρήγορα.
Το “Γιαβούζ” στο Αιγαίο
Στα τέλη Μαΐου του 1929, σε πρακτικά συνελεύσεως αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού, σχετικά με το ελληνική ναυτική στρατηγική και τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης του “Γιαβούζ”, γινόταν λόγος για την εκτέλεση ενός νέου πακέτου ναυτικών εξοπλισμών, χωρίς όμως υπερβολικές δαπάνες. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο πρότεινε η χώρα να αποκτήσει ελαφρά σκάφη, αλλά και να επενδύσει για πρώτη φορά στο όπλο της αεροπορίας.
Έτσι, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1930, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, όταν ενημερώθηκε, μέσω τηλεγραφήματος του ναυτικού ακολούθου της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, ότι το “Γιαβούζ” προέβη σε δοκιμαστική λειτουργία των μηχανών του, η οποία στέφθηκε από επιτυχία. Επομένως, η ισορροπία δυνάμεων, σε επίπεδο ναυτικών δυνάμεων, μεταξύ των δυο χωρών, είχε ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας.
Ελαφρά υπεροπλία της Τουρκίας
Η υπογραφή του συμφώνου, λίγους μήνες μετά, ήρθε να “παγώσει” το –αρνητικό για την Ελλάδα– ισοζύγιο ισχύος, αν και ο Βενιζέλος πίστευε ότι καθιέρωνε μια «ελαφράν» υπεροπλία της Τουρκίας. Σύμφωνα με την άποψη του τότε Τούρκου υπουργού των Εξωτερικών, Τεφβήκ Ρουσδή Μπέη, για πρώτη φορά οι δυο χώρες προχωρούσαν στη σύναψη ενός τέτοιου συμφώνου, «έχον μεγίστην σημασίαν δια την ιστορίαν της Ευρώπης γενικώς και γενικώτερον της Ανατολικής Μεσογείου», ενώ απέκλειε τον ναυτικό ανταγωνισμό μεταξύ των δυο χωρών.
Ακόμη, «αποκλείονται τα περιττά έξοδα εκ της αμίλλης των ναυτικών εξοπλισμών και ανακουφίζονται οι προϋπολογισμοί μας». Η ελληνική πλευρά, μέσω του Έλληνα πρωθυπουργού, λίγες μέρες πριν την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου, δήλωνε ότι «το ναυτικόν σύμφωνον είναι απαραίτητον προς στερέωσιν της φιλίας. Κατόπιν της χθεσινής μου μετά του Μουσταφά Κεμάλ συνεννοήσεως, είμαι βέβαιος ότι η υπογραφή του είναι περιττή. Αρκεί δι’ ημάς η ειλικρίνειά του».
Επομένως, για τον Κρητικό πολιτικό ήταν μια συμφωνία που δεν κατοχύρωνε την ισοπλία, αλλά την κατάπαυση του ναυτικού ανταγωνισμού. Αυτός άλλωστε ήταν και ο στόχος του. Εξάλλου, η κυβέρνηση Βενιζέλου, ούτε μπορούσε για δημοσιονομικούς λόγους, ούτε ήθελε να ακολουθήσει την Τουρκία σε έναν εξοπλιστικό μαραθώνιο.
Επρόκειτο για στρατηγική απόφαση, η οποία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη μέχρι τότε αντίληψη ενός νησιωτικού κράτους για την ασφάλειά του. Για πρώτη φορά, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα άφηνε “γαλάζιο χώρο” στο Αιγαίο στην Τουρκία, λόγω τουρκικής ναυτικής υπεροπλίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο τουρκικός στόλος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος στα ελληνικά νερά. Τη διαφορά μεταξύ των δυο στόλων την έκανε το “Γιαβούζ”.
Κλείνοντας να ξεκαθαρίσουμε ότι σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να προτείνει την αντιγραφή της πολιτικής του Βενιζέλου έναντι της Τουρκίας, στο ζήτημα των ναυτικών εξοπλισμών, ως λύση στη σημερινή επιθετικότητα της Τουρκίας. Η τρέχουσα συγκυρία μεταξύ των δυο κρατών δεν έχει καμία σχέση με τη μεσοπολεμική πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι εντελώς διαφορετική.
Αρκεί να πούμε, ότι βασική προϋπόθεση των συμφωνιών του 1930 ήταν η αμοιβαία αναγνώριση του εδαφικού καθεστώτος, έτσι όπως αυτό καθορίστηκε στη Λωζάννη. Αυτό σήμερα δεν ισχύει. Η Τουρκία του Ερντογάν αντιλαμβάνεται τον γεωπολιτικό χώρο στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με οθωμανικούς όρους, παρακάμπτοντας το διεθνές δίκαιο και τις διακρατικές συμφωνίες του παρελθόντος.
Η αναγκαία εξισορρόπηση
Μόνο τυχαίο δεν είναι το δόγμα “Γαλάζια Πατρίδα”. Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι πρέπει, απέναντι σε κάθε προσπάθεια της Τουρκίας να καταστεί ναυτική δύναμη του Αιγαίου και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου, να υπάρχει η ελληνική απάντηση-αντίδραση, ώστε να λειτουργεί το ισοζύγιο ισχύος.
Το 1930, η τουρκική “Γαλάζια Πατρίδα” εξισορροπήθηκε εν μέρει με το ναυτικό σύμφωνο και με την ενίσχυση του ρόλου της αεροπορίας, η οποία εντέχνως έμεινε έξω από την ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση. Όπως έγραφε η “Ακρόπολις” της 5ης Νοεμβρίου 1930, «η πολεμική ναυτική αεροπορία πάντως δεν περιλαμβάνεται εις την συμφωνίαν». Ίσως υπήρχε η σκέψη στο μυαλό του Βενιζέλου να μεταφέρει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό των εξοπλισμών από τη θάλασσα στον αέρα, γιατί όπως έλεγε το «αεροπλάνον ενδείκνυται ως όπλον των αδυνάτων».