Ιστορία και εθνική αυτογνωσία
02/06/2021«Επειδή όλα όσα γίνονται και όσα θα γίνουν ακολουθούν τα παρόντα, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα και συνάπτονται μεταξύ τους κατά τρόπο διεξοδικό από την αρχή ως το τέλος, αυτός που γνωρίζει να συνδέει τις αιτίες στο ίδιο σημείο αναφοράς και να συμπλέκει τα φαινόμενα μεταξύ τους, κατά τρόπο φυσικό, αυτός γνωρίζει και να προλέγει» (Πλούταρχος)
Ο εορτασμός των 2.500 χρόνων από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το (480 π.Χ.) καταδεικνύει με τον πιο εναργή τρόπο αφενός μεν το χρέος των σύγχρονων Ελλήνων στη θυσία των αρχαίων Ελλήνων και αφετέρου τη συνειδητοποίηση της αξίας της ιστορικής γνώσης στην επιβίωση του έθνους.
Κι αν μεν το χρέος των νεότερων προς τη θυσία των παλαιοτέρων θεωρείται αυτονόητο (έστω και με τη μορφή κάποιων επετειακών εκδηλώσεων), δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη συνειδητοποίηση του ρόλου της ιστορικής γνώσης τόσο για την ανθρώπινη αυτογνωσία όσο και για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Σχετικά ο ιστορικός Σ. Ασδραχάς σημειώνει: «Αν είναι αλήθεια πως η αυτογνωσία είναι κάτι απαραίτητο στον άνθρωπο, η ιστορική γνώση είναι ο καλύτερος δρόμος για να οδηγηθούμε σ’ αυτήν την αυτογνωσία».
Η αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου και ιδιαίτερα του Έλληνα για τη συλλογική αυτογνωσία βαδίζει παράλληλα με την αναγκαιότητα της ιστορικής μνήμης ως προϊόν της ιστορικής γνώσης. Κατά καιρούς διεξάγονται έρευνες που πιστοποιούν το φαινόμενο του ιστορικού αναλφαβητισμού. Βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν έχει μόνο ελληνικό χρώμα. Είναι παγκόσμιο και σχετίζεται με άλλα δεδομένα της εποχής μας που αδυνατίζουν ή αλλοιώνουν την ιστορική μνήμη.
Ιστορικός αναλφαβητισμός
Ο σύγχρονος άνθρωπος και φυσικά ο Έλληνας αν και υπέρ-δικτυωμένος παραμένει στο επίπεδο της ιστοριογνωσίας ένας επικίνδυνος ιστορικά αναλφάβητος. Μπορεί η επικοινωνία στις μέρες μας να διευκολύνεται, ωστόσο αυτή η ευκολία δεν συνοδεύεται κι από τον ανάλογο βαθμό ιστορικής γνώσης. Κι αυτό γιατί οι προτεραιότητες και το αξιακό σύστημα των νεοελλήνων, και όχι μόνο, στρέφουν σε άλλα πεδία τα ενδιαφέροντά τους.
«Αναρίθμητες σκόρπιες εικόνες, διαφημίσεις, ειδήσεις και υποσχέσεις, “προσφορές” και δυνατότητες μας κατακλύζουν, αλλά πολλές φορές δεν έχουμε τα στοιχειώδη θεωρητικά εργαλεία για να τις αξιολογήσουμε, ούτε ένα ιστορικό πλαίσιο αναφοράς για να τις εντάξουμε και να τις ερμηνεύσουμε. Ο υποκειμενικός χρόνος εκτοπίζει τον ιστορικό χρόνο και συχνά καταλήγουμε σε ένα στυγνό συμφεροντολογισμό, συχνά πασπαλισμένο και με ψηφιακή μεταφυσική» (Μαριάννα Τζιαντζή, «Καθημερινή»).
Ο Έλληνας, αν και έχει μία καλή βιωματική σχέση με το παρελθόν, δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για την ιστορική γνώση. Εύκολα εξιδανικεύει το παρελθόν και οδηγείται στην ιεροποίησή του. Τα επιτεύγματα του παρελθόντος ανακηρύσσονται σε εθνικά θέσφατα και συμβάλλουν καταλυτικά τόσο στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης όσο και στην κοινωνική συγκρότηση.
Ιστορία και μέλλον
Ωστόσο η ιστορική γνώση διακονεί ένα βαθύτερο στόχο. Υπερβαίνει τη βιωματική σχέση, απομυθοποιεί κάποια επιτεύγματα του παρελθόντος και υποχρεώνει το υποκείμενο σε μία ορθολογική ερμηνεία της ιστορίας. Οι εθνικές πληγές και οι ελπίδες, οι πόνοι, οι πόθοι, τα οράματα και οι εξάρσεις συνθέτουν ως ένα βαθμό την εθνική και ιστορική μας ταυτότητα, αλλά στο μέτρο που αποτυπώνουν και την ιστορική αλήθεια. Κι αυτό γιατί χωρίς την ιστορική γνώση-αλήθεια, εύκολα ο πολίτης διολισθαίνει στις υπερβολές και υποτάσσεται στα συνθήματα.
Το ζητούμενο, όμως, είναι η ιστορική γνώση και η μνήμη να λειτουργήσουν ως ανατρεπτικές δυνάμεις που να διεγείρουν τη συλλογική συνείδηση με στόχο τη διαπαιδαγώγηση της εθνικής κοινότητας. Ο ιστορικός ορθολογισμός ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ατομικής και εθνικής αυτοσυνειδησίας θεμελιώνεται στην αντικειμενική έρευνα, στην ιστορική παιδεία και όχι σε ανιστόρητα δόγματα και εθνικιστικές ψυχώσεις. Γιατί για ένα λαό δεν είναι επικίνδυνη μόνο η άγνοια της ιστορίας «Λαοί που δεν γνωρίζουν την ιστορία τους είναι υποχρεωμένοι να την ξαναζήσουν» αλλά και η λανθασμένη γνώση της ιστορίας του ή η σκόπιμη παραποίησή της.
«Η ιστορία του παρελθόντος είναι η ιστορία του παρόντος» (Croce)
Σκοπός, λοιπόν, των επετειακών εκδηλώσεων και της ιστορικής γνώσης είναι να καταδείξει την ιστορική συνέχεια του λαού μας και να λειτουργήσει ως δίαυλος για την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας. Αυτό καθίσταται σήμερα πιο επιτακτικό γιατί οι σειρήνες της διαφήμισης, της υπερκατανάλωσης, του εφησυχασμού, της ημιμάθειας και μιας κακώς εννοούμενης πολυ-πολιτισμικότητας λειτουργούν διαβρωτικά στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και επιταχύνουν την άμβλυνση της εθνικής συνείδησης.
Ο πολιτισμός των λαών
«Εξάλλου τα βήματα του παρόντος είναι και αυτά που είναι, διότι συνεχίζουν το βηματισμό του παρελθόντος» (Β.Ν. Τατάκης). Όσα, δηλαδή, επιτεύγματα έχουμε να επιδείξουμε στο παρόν το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό και στην προσφορά-δημιουργία των προγόνων μας. Η πορεία ενός λαού είναι μία αλυσίδα αδιάσπαστη πολιτιστικής συνέχειας από το χθες στο σήμερα.
Κανένας λαός δεν δημιούργησε πολιτισμό από το μηδέν, αλλά στηρίχτηκε στην πολιτισμική του κληρονομιά, αξιοποίησε την αποθησαυρισμένη γνώση και την εμπειρία του παρελθόντος και εμπλούτισε τα έργα του χθες με τις ανάγκες του σήμερα. Η ιστορική πορεία ενός λαού συνιστά μία συνέχεια. Βέβαια υπερβάσεις και ενίοτε ρήξεις με το χθες εμφανίζονται κατά καιρούς (και είναι αναγκαίες), αλλά στο βάθος ένα αόρατο υπόγειο ρεύμα ενώνει τις δύο διαστάσεις του χρόνου (παρελθόν-παρόν).
Κάθε προσπάθεια, λοιπόν, που ενισχύει το ριζικό σύστημα ενός έθνους ή λαού είναι επαινετή, σε μία εποχή που οι ιδεοληψίες της παγκοσμιοποίησης τείνουν να υποβιβάσουν ως αξία την πατρίδα και τον υγιή πατριωτισμό. Ένα έθνος ή λαός χωρίς ρίζες είναι ένα μόρφωμα συγκυριακό και επιρρεπές στην αλλοίωση. Χωρίς ταυτότητα και συνείδηση των πηγών της ύπαρξής του νιώθει μετέωρο στο χάος του χώρου και του χρόνου. Εύκολα εξαϋλώνεται και χάνεται αφού εκλείπουν οι μηχανισμοί άμυνας.
Τα “άρριζα” έθνη
Ωστόσο, ο γρήγορος θάνατος χαρακτηρίζει όχι τόσο τα “άρριζα” έθνη όσο εκείνα που συνειδητά αποκόπτονται από εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τη βαθύτερη ουσία του. «Πεθαίνουν πάντοτε τα άρριζα έθνη και γρηγορότερα πεθαίνουν εκείνα που κόβουν από μόνα τους τις ρίζες τους» (Παν. Φωτέας).
Κάθε, λοιπόν, ενασχόληση με την Ιστορία προϋποθέτει μία βαθιά γνώση του ρόλου και της δυναμικής της. Το σωστό δρόμο τον δείχνουν οι επισημάνσεις του Νίτσε που διακρίνει τρεις τεχνοτροπίες ιστοριογραφίας και τρεις αντίστοιχους σκοπούς: Τη μνημειακή που προσφέρει παραδείγματα εκλεκτών ηρώων, την παλαιογραφική που εκφράζει μεγάλες στιγμές του παρελθόντος και την κριτική που παρέχει λυτρωτική διέξοδο από το βάρος του παρελθόντος.
Εναπόκειται σε εμάς να επιλέξουμε μία από τις τρεις τεχνοτροπίες-χρήσεις του ιστορικού παρελθόντος. Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να αποδεχτούμε την θέση του Μαρξ: «Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών».