Κανιβαλίζουν την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης
09/05/2020«Ούτ’ εδύνατο να πιστεύση [ο Κιουταχής] το, όπου συναθροισμένοι άνθρωποι έχοντες τον πατριωτισμόν οδηγόν, τίποτις δεν τους δαμάζει…» Στρατηγός Σπηρομίλιος
Η ιστορική επιστήμη, όταν και εφόσον ασχολείται με ζητήματα τα οποία από την έποψη της ιστορικής έρευνας είναι στρατηγικά, όπως η Ελληνική Επανάσταση, απολήγει εξ αντικειμένου στο πεδίο της πολιτικής. Αλλά σε καμία περίπτωση σε εκείνο κάποιας κυβερνητικής, κομματικής πολιτικής, γκρούπας η πολιτικής ιδεολογίας.
Διότι η ιστορία παραμένει μια επιστήμη ανεξάρτητη, όπως όλες, με δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και όπως όλες οι επιστήμες, ως στόχο έχει την ανακάλυψη μιας πραγματικότητας, εν προκειμένω του παρελθόντος. Για την θεμελίωση των πορισμάτων της η ιστορική επιστήμη διαθέτει πηγές και αυτοτελείς αποδεικτικές μεθόδους και οτιδήποτε έξω από αυτά αποτελεί εικασία, γνώμη, άποψη. Εντέλει, και η ιστορική επιστήμη προχωράει με υποθέσεις, επιβεβαιώσεις, αναιρέσεις, αποδείξεις, διαμάχες και σε κάθε περίπτωση ισχύει η ρήση «και όμως κινείται», είτε αρέσει το συμπέρασμα σε οποιονδήποτε είτε όχι.
Έχοντας ως ιστορικό δεδομένο ότι το εθνικό μας κράτος συγκροτήθηκε με επανάσταση, θα πρέπει να γνωρίζουμε, όπως, ελπίζω, οι επαγγελματίες, ότι αυτό το γενέθλιο μείζον πολιτικό γεγονός είναι δυνατόν να το γνωρίσουμε επιστημονικά και ορθολογικά με αφετηρία τον μεγάλο όγκο των αρχείων που έχουν διασωθεί και είναι ελεύθερα για όλους. Ωστόσο, τι ακριβώς συμβαίνει και πάρα πολλοί συμπολίτες μας αποφεύγουν να καταβάλλουν την παραμικρότερη προσπάθεια ώστε να μάθουν σε γενικές γραμμές την ιστορία τους ενώ ταυτόχρονα παριστάνουν ότι γνωρίζουν;
Για ποιο λόγο ορισμένοι επαγγελματίες ιστορικοί ή επισκέπτες, όπως πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί, αποφεύγουν συστηματικά την επιστημονική έρευνα, επιλέγοντας να αναπαράγουν παραπομπές τρίτων; Ακόμη να αποσπούν από το ιστορικό πλαίσιο ένα-δυο μεμονωμένα έγγραφα, να τα ερμηνεύουν κατά γράμμα (θα ήταν κολακεία να τους αποδώσω το λάθος του θετικισμού), ώστε σε αυτή την κοινωνία του θεάματος και της δημόσιας επίδειξης να διατυπώσουν ισχυρισμούς θορυβώδεις αλλά άνευ αξίας.
Αρνήσεις ιστορικής γνώσης και κανιβαλισμός
Αυτές και άλλες πράξεις γεννούν ένα είδος κανιβαλισμού της ιστορικής γνώσης. Και ο κανιβαλισμός πολλαπλασιάζεται, καθώς ασκείται από πάμπολλους άσχετους, όπως αξιωματούχους της εκκλησίας, πολιτικούς υποστάθμης, δημοσιογράφους, ελληναράδες, τουρκοφάγους και άλλα είδη. Αυτές οι αρνήσεις της ιστορικής γνώσης εμπλέκονται εξ αντικειμένου με παλαιότερες μορφές κανιβαλισμού, που προέρχονται από την παλαιά χρήση της ιστορίας από τα ποικίλα έκτακτα πολιτικά καθεστώτα, αλλά και με την συμβολή ενός μαρξισμού, πολύ διάχυτου στις ελληνικές αριστερές, επιπέδου τρίτης γυμνασίου.
Συνήθως, η σκέψη αυτού του είδους συρρικνώνεται σε διλημματικά στερεότυπα. Πήδηξαν ή δεν πήδηξαν οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο; Έφτιαξε ή όχι κράτος ο Ι. Καποδίστριας; Υπήρξε ή δεν υπήρξε το κρυφό σχολειό; Τα διλήμματα γεννάνε ψευδείς ρόλους καλών και κακών. Έφταιγαν οι ξένοι γενικώς για τα κακά των Ελλήνων ή όχι; Ποιος ήταν ο καλός, ο Α. Μαυροκορδάτος ή ο Θ. Κολοκοτρώνης; Οι πολιτικοί ή οι στρατιωτικοί; Οι κοτζαμπάσηδες εναντίον του λαού; Αλλά και γενικότερα όπως το καταγόμαστε από τους αρχαίους ή όχι; Υπάρχει έθνος πριν το 1821 ή όχι; Ήταν ή όχι το Βυζάντιο ελληνικό;
Πιστεύω πως όλα αυτά, εκτός από προφανείς εκδηλώσεις πνευματικής οκνηρίας, εκκινούν από αθέλητες εκφράσεις μιας κακής σχέσης την οποία διατηρούν οι περισσότεροι συμπολίτες μας με τις απολύτως αλληλένδετες πραγματικότητες, την σύγχρονη και την ιστορική. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να μάθουν, αν και δεν αποφεύγουν να παριστάνουν ότι ξέρουν.
Αλυσιδωτές διαψεύσεις
Ας μου επιτραπεί να προτείνω μια σκέψη σχετικά με τις αιτίες αυτής της στάσης, χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Διατείνομαι ότι πολλοί σημερινοί Έλληνες, η πλειονότητα, αποτελούν κοινωνικές ομάδες ηττημένες επί τρεις γενιές. Πρώτα κατά την περίοδο του τριακονταετούς εμφυλίου (1944-1974), και όχι μόνο οι αριστεροί. Ακολούθως κοινωνικές ομάδες ηθικά ηττημένες κατά την περίοδο της ευμάρειας, επειδή παρά την εργατικότητα και την ευφυΐα τους, το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα απαιτούσε εξ αντικειμένου να ενσωματώσουν ηθικές μειώσεις, αναξιοπρέπεια και προσβολή για να επιτύχουν. Και τέλος, όλοι μαζί υποστήκαμε τις συνθλιπτικές οικονομικές πραγματικότητες των μνημονίων, μαζί και τις βαριές προσβολές σε βάρος μιας ολόκληρης κοινωνίας, της χώρας.
Πρόκειται για αλυσιδωτές διαψεύσεις και ακυρώσεις με βασική πολιτισμική συνέπεια η πολιτική, το κράτος και ό,τι σχετικό αναφέρεται στην ιστορία, να γίνονται αντιληπτά με αφετηρία την καχυποψία, να έχουν καταστεί πρωτίστως ύποπτα. Μήπως ξεπερασμένοι από αυτήν την ιστορικά σωρευμένη αφόρητη πραγματικότητα αποσύρονται στον κυνισμό, στην καχυποψία σαν πρώτη άμυνα; Μήπως, υπεραναπληρώνουν την ήττα του παρόντος με λαμπρές νίκες των προγενέστερων Ελλήνων;
Μήπως για αυτούς η σημασία της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης δεν συνιστά παρά φαντασιακό υποκατάστατο μεγαλείου στα μέτρα μιας ενσωματωμένης έκπτωσης; Δηλαδή μια αυθόρμητη και κοινωνικά διάχυτη χρησιμοθηρική χειραγώγηση της ιστορίας. Από το σύνδρομο της χειραγώγησης της ιστορίας φαίνεται ότι πάσχει και η Επιτροπή Ελλάδα 2021, εκφραζόμενο, όμως, συνειδητά με μεταμοντέρνους όρους. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι τα ερείπια των κτηρίων των ολυμπιακών αγώνων είναι ακόμη ορατά δια γυμνού οφθαλμού.
Υστερόγραφο για τον Καποδίστρια
Υστερόγραφο για τον Ι. Καποδίστρια: Προκειμένου να δεχτεί το αξίωμα του Κυβερνήτη, ο Ι. Καποδίστριας απαίτησε να ακυρωθεί το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) και να διαλυθεί το Βουλευτικό σώμα. Οι ηγεσίες της Επανάστασης το δέχτηκαν, με την προϋπόθεση ότι θα ξεκινούσαν διαδικασίες εκλογών σε τρεις μήνες για νέα Εθνοσυνέλευση και ψήφιση νέου Συντάγματος. Τελικά ξεκίνησαν με καθυστέρηση μετά από αντιδράσεις Υδραίων, Μανιατών, διανοουμένων κ.ά. και κατέληξαν τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1829 στην Δ’ Εθνοσυνέλευση στο Άργος.
Πριν, ο Καποδίστριας με προσωπική απόφαση είχε αλλάξει τον εκλογικό νόμο, εισάγοντας οικονομικά και περιουσιακά κριτήρια, μάλιστα ισχυρά, γεγονός που απέκλεισε πολλούς Έλληνες από τα πολιτικά δικαιώματα. Από εκεί ξεκίνησε η αντιπολίτευση να σκληραίνει την στάση της. Ωστόσο, στην Δ’ Εθνοσυνέλευση όλοι οι παραστάτες, καποδιστριακοί, ουδέτεροι και συνταγματικοί, ψήφισαν ομόφωνα δύο ρήτρες αντίθετες με τις πολιτικές του Κυβερνήτη.
Πρώτον ότι η οποιαδήποτε λύση που θα έδιναν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις για τους Έλληνες θα την ενέκριναν τελικά, ή θα την απέρριπταν οι παραστάτες της Εθνοσυνέλευσης. Και δεύτερον θα συντασσόταν Σύνταγμα, το οποίο θα περιλάμβανε όλες τις θεμελιώδεις αρχές που είχαν ψηφιστεί στα τρία συντάγματα της Επανάστασης, εν προκειμένω το δημοκρατικό πολίτευμα.