Κυπριακό: Πως η Γραμματεία του ΟΗΕ παραβιάζει τις αρχές του ΟΗΕ
20/11/2018Συνεκτιμώντας τη διαπραγματευτική πρακτική όλων των κρατών στις διαπραγματεύσεις των διακρατικών διενέξεων, εάν και όταν διακοπούν, η νέα συνάντηση γίνεται από μηδενική βάση και όχι από εκεί όπου εξαρχής στέκεται αμετακίνητος ο επιτιθέμενος και δράστης παράνομων τετελεσμένων. Στο Κυπριακό αυτή είναι η Τουρκία. Ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας ορίζεται ρητά στον Χάρτη ότι είναι η αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και ασφάλειας. Πάντα βέβαια όταν συμφωνούν οι μεγάλες δυνάμεις που διαθέτουν δικαίωμα βέτο, εξ ου και οι αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι σπάνιες. Κανένα δικαίωμα δεν έχει, λοιπόν, οποιοδήποτε όργανο του ΟΗΕ να παρέμβει ή να υποδείξει το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους.
Ακόμη πιο τραγικό είναι όταν εμείς οι ίδιοι στις εσωτερικές συζητήσεις μας, τις οποίες όλοι ακούνε, θεωρούμε τις κατά βάση εκβιαστικές και παράνομες καταγραφές σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας ως γεγονός που παράγει νέα δεσμευτική νομιμότητα. Απλά το θύμα υπό εκβιασμό δέχθηκε να καταγραφούν θολοί και αποδεδειγμένα ανύπαρκτοι όροι όπως δικοινοτική, μετά διζωνική και μετά μια πρωτοφανής «ομοσπονδία με πολιτική ισότητα» σε εθνική βάση.
Τελευταία ακούμε και χειρότερα, δύο δηλαδή χαλαρά συνδεδεμένα κράτη που δεν αναιρούν φυσικά τα παράνομα τετελεσμένα ή την επικυριαρχία της Τουρκίας διαμέσου των εποίκων.
Είναι περίεργο το γεγονός πως στην Κύπρο και στην Ελλάδα αναρίθμητοι φορείς πολιτικής εξουσίας και φορείς επιστημονικών τίτλων δεν γνωρίζουν τις καταστατικές διατάξεις του ΟΗΕ, τις Υψηλές Αρχές του καθεστώτος κρατικής κυριαρχίας, την αυστηρή οριοθέτηση του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας (Κεφάλαιο Ι) και την υποχρεωτικά και ρητά περιορισμένη δικαιοδοσία του να αποκαταστήσει την διεθνή τάξη και ασφάλεια!
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την παραμικρή πολιτική ή νομική υποχρέωση να δεχθεί εκτροπή του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ως κυρίαρχο κράτος και μέλος του ΟΗΕ έχει απόλυτο δικαίωμα να υποδείξει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στον εντολοδόχο Γενικό Γραμματέα ότι ο ίδιος ο ΟΗΕ εξαρχής όρισε ποιος και πως παρανόμησε. Επίσης, ότι για συγκεκριμένους νομικούς και πολιτικούς λόγους απαιτείται να περιοριστεί στην αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και της διεθνούς νομιμότητας.
Το μείζον
Το μείζον είναι να γίνει κατανοητό ότι οι Υψηλές Αρχές και ο Χάρτης είναι υπέρτερες χαλαρών και θολών ερμηνειών ή παράνομης αυτονόμησης του Γενικού Γραμματέα και άλλων υπαλλήλων του ΟΗΕ. Το θέσφατο του καθεστώτος των σύγχρονων διεθνών σχέσεων είναι η κρατική κυριαρχία, η διακρατική ισότητα, η μη επέμβαση στα εσωτερικό των κρατών, η μη απειλή χρήσης ή χρήση βίας και η αυστηρή οριοθέτηση των δικαιοδοσιών των οργάνων του ΟΗΕ (συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου Ασφαλείας) στην διαφύλαξη της διεθνούς τάξης και της ασφάλειας και ακεραιότητας των κρατών.
Στο δε Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 παρά. 7 του Χάρτη του ΟΗΕ, όπου αναφέρονται οι υπέρτερες Υψηλές Αρχές του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας, ξεκαθαρίζεται εξαρχής ότι: «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δε θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη. Η αρχή όμως αυτή δεν πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή των εξαναγκαστικών μέτρων που προβλέπονται από το Κεφάλαιο 7».
Σημειώνουμε πρώτον, ότι ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι πολύ σημαντικός. Δεύτερον, ότι σπάνια υπάρχουν τόσο σαφείς και ξεκάθαρες αποφάσεις, όπως αυτές του 1974 και του 1983. Τρίτον, οι αποφάσεις αυτές ισχύουν πλήρως και αποτελούν ισχυρό διαπραγματευτικό, νομικό και πολιτικό έρεισμα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ρητά ζητούν την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης.
Οι αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983 είναι ξεκάθαρες: Αφού καλούν για τον σεβασμό της κυριαρχίας της Κυπριακή Δημοκρατίας ως του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, ρητά ζητούν την «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης», θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Εξίσου ρητά ζητούν «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» και όπως ήδη αναφέρθηκε γίνεται σαφές ότι στις διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης “δεν θα επηρεαστούν” από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις.