Λογοκρισία και social media στις ΗΠΑ – Οι υποθέσεις αποκαλύπτουν τις προθέσεις
21/03/2024Πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στην κατάργηση περιεχομένου και χρηστών για λόγους “παραπληροφόρησης”, εστιάζοντας σε συγκεκριμένες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ; Η πρώτη σειρά υποθέσεων αφορά νομοθεσίες που υιοθέτησαν η Φλόριντα και το Τέξας. Οι δυο Πολιτείες ψήφισαν παρόμοιους νόμους που απαγορεύουν στις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, να χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες τους με βάση τις δικές τους πολιτικές απόψεις και να προβαίνουν σε δυσμενή διάκριση μεταξύ των απόψεων των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, λογοκρίνοντας δημοσιεύματα και κλείνοντας λογαριασμούς των τελευταίων.
Οι εταιρείες social media υποστήριξαν ενώπιον του δικαστηρίου, πως το φιλτράρισμα περιεχομένου, είναι μια μορφή συντακτικής κρίσης, που προστατεύεται από την Πρώτη Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος και, πως «όπως η κυβέρνηση δεν μπορεί να αναγκάσει μια εφημερίδα να δημοσιεύσει κάτι, δεν μπορεί να αναγκάσει τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να επιτρέπουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στις πλατφόρμες τους».
Το Εφετείο έκρινε, ότι οι εταιρείες social media είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, που έχουν δικαίωμα από την Πρώτη Τροποποίηση να εποπτεύουν και να επιμελούνται το περιεχόμενο που διαδίδουν στις πλατφόρμες τους. Δηλαδή, στην ουσία, το δικαστήριο χαρακτήρισε αυτές τις εταιρίες ως εταιρίες που εμπίπτουν στην έννοια του “Τύπου”, κάτι που είναι πρωτάκουστο, μιας και παραδοσιακά, οι τελευταίες χαρακτηρίζονται από το δίκαιο, ως πάροχοι περιεχομένου.
Ευτυχώς, λίγους μήνες αργότερα, το 5ο Εφετείο των ΗΠΑ ακύρωσε μια προκαταρκτική διαταγή από ένα τοπικό δικαστήριο που είχε εμποδίσει την θέση σε εφαρμογή του παρόμοιου νόμου του Τέξας, με το σκεπτικό, ότι οι εταιρείες social media λειτουργούν ως “κοινοί πάροχοι”, όπως μια εταιρεία τηλεφωνίας, και ως εκ τούτου, είναι δυνατή η ρύθμιση με νόμο των διακρίσεων που διαπράττουν. Απέρριψε δε, «την ιδέα ότι οι εταιρείες έχουν ένα ελεύθερο δικαίωμα στην Πρώτη Τροποποίηση να λογοκρίνουν αυτά που λένε οι πολίτες» στις πλατφόρμες τους. Στην ουσία, ο λόγος και η έκφραση των πολιτών είναι που τυγχάνουν της προστασίας της Πρώτης Τροποποίησης στο πεδίο των social media, και όχι η δραστηριότητα των εταιριών.
Η υπόθεση του Ρόμπερτ Κένεντι
Η δεύτερη υπόθεση αφορά την προκαταρκτική διαταγή υπέρ του Ρόμπερτ Κένεντι Jr, (RFK Jr) υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ, που εκδόθηκε από ομοσπονδιακό δικαστήριο, σχετικά με την αγωγή του εναντίον του Λευκού Οίκου και άλλων ομοσπονδιακών υπηρεσιών, καθώς ο ομοσπονδιακός δικαστής έκρινε, ότι η κυβέρνηση «διαπλέκεται με τη λειτουργία των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και θολώνει τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής δράσης».
Η αγωγή αφορούσε λογοκρισία επικριτικών δηλώσεων του Ρόμπερτ Κένεντι Jr, για τα εμβόλια του COVID-19 στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η διαταγή απαγόρευσε στους κατηγορούμενους (Λευκό Οίκο, Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων –CDC– και το FBI) – να αναλάβουν ενέργειες για να εξαναγκάσουν τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να αφαιρέσουν ή να καταστείλουν περιεχόμενο που περιέχει προστατευμένη ελευθερία του λόγου.
Στην αγωγή του ο μεν Κένεντι υποστήριξε ότι οι κατηγορούμενοι τον έβλαψαν, λογοκρίνοντάς τον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εμποδίζοντάς τον να συλλέγει ειδήσεις σχετικά με το εμβόλιο και να τις μεταδίδει στους εκατοντάδες χιλιάδες ακολούθους του, ενώ η οργάνωση Children’s Health Defense, ο έτερος ενάγων, ότι τα μέλη της στερήθηκαν πληροφορίες και ιδέες, σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών θεραπειών για τον COVID-19.
Ο δικαστής στην απόφασή του καθόρισε, επίσης, ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης Μπάιντεν αντιπροσώπευαν «ουσιαστικό κίνδυνο βλάβης» για τον Κένεντι και τους άλλους ενάγοντες, «διότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους πάνω σε εκατομμύρια ανθρώπους για να καταστείλουν εναλλακτικές απόψεις ή μετριοπαθές περιεχόμενο, με το οποίο δεν συμφωνούν, επηρεάζοντας μέχρι και τα αποτελέσματα των επερχόμενων εθνικών εκλογών του 2024».
Δήλωσε δε, ότι ο Κένεντι έχει αποδείξει (σε συνδυασμό και με μια δεύτερη υπόθεσή του, την υπόθεση Missouri vs. Biden – για την οποία επίσης εκδόθηκε προσωρινή διαταγή υπέρ του για παρόμοια περιστατικά, τον Ιούλιο του 2023), ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δείξει «προθυμία να εξαναγκάσει» ή τουλάχιστον να δώσει σημαντική ενθάρρυνση στις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, να καταστείλουν την ελευθερία του λόγου όσον αφορά τα εμβόλια για τον COVID-19, τις εθνικές εκλογές, τις τιμές του φυσικού αερίου, την κλιματική αλλαγή, το φύλο – τα ασφαλιστικά μέτρα παραμένουν σε εκκρεμότητα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης Missouri vs Biden, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.
Λογοκρισία στα social media
Η επιδίωξη όμως καταστολής της ελευθερίας του λόγου για τα παραπάνω θέματα, όπως ανιχνεύεται από τον Αμερικανό δικαστή, δηλαδή για θέματα ουσιώδη της δημοκρατικής λειτουργίας, της δημόσιας υγείας, της κοινωνικής οργάνωσης και εν γένει για θέματα που βρίσκονται στην καρδιά της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης την οποία διερχόμαστε, υποδηλώνει ακριβώς ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτή έχει σχεδιαστεί και προωθείται, εγείρει σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.
Προκύπτει μάλιστα από τις αποφάσεις αυτές, κάτι το οποίο μας είναι ιδιαίτερα γνώριμο, στην παρούσα συγκυρία, και φαίνεται πως αφορά σε μεγάλο βαθμό τον δυτικό κόσμο συνολικά: παρατηρείται ένας αδιάκοπος σφετερισμός εξουσίας (hi jacking), μέσα από την συστηματική απομάκρυνση των απανταχού πολιτικών εξουσιών, από τους συνταγματικούς κανόνες και λειτουργίες και την κατάλυση του Κράτους Δικαίου.
Μήπως λοιπόν, οι συνεχείς συνταγματικές εκτροπές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, από τις παρακολουθήσεις μέχρι την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων κατά παράβαση του άρθρου 16 toυ Συντάγματος κι από την λίστα Πέτσα, μέχρι τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην δικαστική εξουσία και στον τρόπο διαχείρισης των ευθυνών της από το έγκλημα των Τεμπών δεν είναι κάτι συγκυριακό, αλλά κάτι πολύ πιο σοβαρό στο οποίο θα έπρεπε κάθε πολίτης να ενσκήψει με προσοχή, πέρα από στενά πολιτικές και κομματικές πεποιθήσεις; Και μήπως η ευθεία βολή κατά της ελευθερίας του λόγου, ως προπύργιου των υπολοίπων ελευθεριών, δεν είναι τυχαία;