Λοιμός και κορονοϊός – Βίοι παράλληλοι
18/03/2020«Σα να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας»).
Οι ανθρωπολόγοι μελετώντας την ανθρώπινη φύση στην πορεία του χρόνου διαπιστώνουν πως αυτή εκδηλώνεται και χαρτογραφείται εναργέστερα σε οριακές στιγμές. Μία από αυτές τις στιγμές – ίσως η κορυφαία – είναι και ο φόβος ενός πιθανολογούμενου θανάτου. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο εκφράζει σκέψεις και διαμορφώνει συμπεριφορές που συγκροτούν το βαθύτερο “είναι” του ανθρώπου. Το ένστικτο της ζωής ενεργοποιείται και όλα τα άλλα (λογική, ηθική..) θυσιάζονται στο βωμό ικανοποίησής του. Τα βιολογικά βάθρα της ανθρώπινης φύσης καθορίζουν κάθε λεπτομέρεια της σκέψης και της δράσης του.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις βρήκαν έκφραση και δικαίωση από τη στάση πολλών συνανθρώπων μας απέναντι στην έλευση του κορονοϊού. Ένας ιός που δοκιμάζει όχι μόνο τις ψυχικές αντοχές μας, αλλά και το κοινωνικό μας “είναι”, όπως και την ηθική και τη θρησκευτική μας πίστη.
Ένας ιός που ήταν αρκετός να καταδείξει όχι μόνο το εύθραυστον της ανθρώπινης ζωής αλλά και το μικρό “ύψος” του πολυδιαφημιζόμενου πολιτισμού μας. Ένας ιός που όταν φύγει θα μας αναγκάσει ως άτομα και κοινωνία να ξαναδούμε διαφορετικά τα πεπερασμένα όρια της ζωής μας, τις αξίες, τα ιδανικά μας και τις κοινωνικές προτεραιότητες.
Ο Λοιμός των Αθηνών
Το αιφνίδιον και απρόβλεπτον της εμφάνισης του κορονοϊού, η ταχύτητα της εξάπλωσης του και οι συνέπειές του μας παραπέμπουν στο Λοιμό των Αθηνών, ή το «σύνδρομο του Θουκυδίδη», όπως έχει καταγραφεί. Πρόκειται για την καταστροφική επιδημία που έπληξε την Αθήνα, κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ. τη στιγμή που η πόλη πολιορκούνταν από τη Σπάρτη.
Θύμα του λοιμού ο Περικλής και ο ίδιος ο Θουκυδίδης που επέζησε και μας παρέδωσε με λεπτομέρειες τα συμπτώματά του, όπως πονοκέφαλος, πυρετός, σωματικά ερεθίσματα, φλόγωση οφθαλμών, αιματώδης φάρυγξ και δυσώδης γλώσσα και εκπνοή. Ακολουθούσαν τα φτερνίσματα, η βραχνάδα, ο βήχας, η ναυτία, εμετοί…
Μπροστά σε αυτά τα συμπτώματα και στην αδυναμία των γιατρών για θεραπεία οι ασθενείς, βλέποντας το ανώφελο των παρακλήσεων προς τους θεούς και τα μαντεία, βάδιζαν προς το θάνατο μόνοι και αβοήθητοι – παραιτημένοι, «τελευτώντές τε αυτών απέστησαν υπό του κακού νικώμενοι».
Η αντίδραση του πάσχοντα
Εκείνο, όμως, που προκαλεί το ενδιαφέρον του μελετητή δεν είναι η συμπτωματολογία του λοιμού, όσο οι συνέπειες που επέφερε στη συμπεριφορά των ασθενούντων και όχι μόνο. Συνέπειες που ανιχνεύτηκαν, τόσο στο πεδίο της καθημερινότητας (το άγχος της επιβίωσης), όσο στην κοινωνική τους συμπεριφορά (απειθαρχία στους νόμους), αλλά και στη στάση τους απέναντι στον πάσχοντα συνάνθρωπο και κυρίως στους θεούς της πόλης.
Μία γρήγορη καταγραφή των επιπτώσεων του λοιμού, ίσως θα μας βοηθούσε να βρούμε τις αναλογίες με τη δική μας στάση απέναντι στον κορονοϊό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε. Αν και πέρασαν περίπου 2.500 χρόνια, οι αντιδράσεις σε γενικές γραμμές είναι ίδιες, στοιχείο που επιβεβαιώνει τις εισαγωγικές μας εκτιμήσεις για την ανθρώπινη φύση.
Σε ανθρώπινο επίπεδο επισημαίνεται η απελπισία και η παραίτηση των ασθενών «προς γαρ το ανέλπιστον ευθύς τραπόμενοι τη γνώμη πολλώ μάλλον προΐεντο σφας αυτούς και ουκ αντείχον» (παραδίδονταν στην απελπισία και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας). Το χειρότερο όλων ήταν η μόλυνση όλων εκείνων που βοηθούσαν τους πάσχοντες. Αποτέλεσμα ο μαζικός θάνατος «ώσπερ τα πρόβατα έθνησκον».
Στις μέρες μας τέτοιες εικόνες είναι οριακές λόγω της πρόβλεψης, της πρόληψης και του οργανωμένου κράτους πρόνοιας. Αν όμως ο κορονοϊός φθάσει στα έσχατα όριά του ποιος μπορεί να αποκλείσει ανάλογα φαινόμενα; Σε αυτές τις περιπτώσεις δοκιμάζεται ο ανθρωπισμός μας και όχι σε πλατωνικές διακηρύξεις περί αλληλεγγύης.
Κοινωνική ανομία και ηθικές εκπτώσεις
Σε επίπεδο κοινωνικής συμπεριφοράς και βιοθεωρίας ο λοιμός εισήγαγε μορφές ανομίας και μία απολυτοποίηση της αξίας του “παρόντος”. Αυτός ο παροντισμός ως βιοθεωρία βοήθησε στην καλλιέργεια μιας φλήδονης στάσης, χωρίς όρια και ηθικές αναστολές. Το εγώ κατέλαβε τη θέση του εμείς και η φιληδονία κατέστη νόμος της ζωής τους.
Κι αυτό γιατί η αβεβαιότητα και το εφήμερον της ζωής άλλαξαν τα βάθρα της βιοθεωρίας τους «ώστε ταχείας τας επαυρέσεις και προς το τερπνόν ηξίουν ποιείσθαι, εφήμερα τα τε σώματα και τα χρήματα ομοίως ηγούμενοι» (αποφάσιζαν να χαρούν τη ζωή όσο μπορούσαν ταχύτερα επιδιδόμενοι στις απολαύσεις…) Κάποιες εικόνες των αντιδράσεών μας προς τον κορονοϊό δεν διαφέρουν και πολύ από τις παραπάνω (παράδειγμα, η εισβολή σε super market…).
Οι ανομίες και η αδιαφορία προς τους νόμους – απαγορεύσεις, θυμίζει τις αντιδράσεις των Αθηναίων του 430 π.Χ. «πρώτον τε ήρξε και εις τάλλα τη πόλει επί πλέον ανομίας το νόσημα». Όπως τότε, έτσι και τώρα σε στιγμές οριακές η ηθική υποχωρεί και απελευθερώνονται τα πιο πρωτόγονα ένστικτα. Το ευμετάβλητον της ανθρώπινης ύπαρξης ωθεί πολλούς στην αποδέσμευσή τους από τους ηθικούς κανόνες.
Οι ηθικές αναστολές αποχρωματίζονται και ο φόβος της τιμωρίας χάνεται μπροστά στο επικείμενο βέβαιο τέλος. Η “ηθική λογοδοσία” παύει να λειτουργεί ανασταλτικά στο εσωτερικό μας “θηρίο”. Κίνητρο κάθε πράξης πλέον είναι η ευχαρίστηση της στιγμής «ότι δε τε ηδύ πανταχόθεν τε ες αυτό κερδαλέον, τούτο καλόν και χρήσιμον κατέστη» (Ό,τι παρείχε άμεση απόλαυση θεωρούνταν χρήσιμο).
Η θρησκευτική αβεβαιότητα
Στην απειλή του κορονοϊού – όπως και στον λοιμό – και παρά τις υποκριτικές διακηρύξεις για την πίστη στην αρωγή του θεού, το πλήθος των ανθρώπων αναζητά προσωπικούς δρόμους αντίδρασης. «Θεών δε φόβος ή ανθρώπων νόμος ουδείς απείργε». Όλοι συνειδητοποιούν σε τέτοιες στιγμές ότι η μοίρα είναι κοινή και η επίκληση της ευσέβειας προς τους θεούς, είναι ατελέσφορη μπροστά στην επέλαση του ιού και στη βεβαιότητα του μοιραίου.
Αυτό φαίνεται σκληρό, αλλά αποτυπώνεται με καθαρότητα και από τον ορθολογιστή Θουκυδίδη. «Το μεν κρίνοντες εν ομοίω και σέβειν και μή εκ του πάντας οράν εν ίσω απολλυμένους», (έκριναν ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσέβειας και ασεβείας και βλέποντας πως όλοι εξίσου θα πέθαιναν). Από το «πάντα πλήρη θεών» (Θαλής ο Μιλήσιος) περάσαμε στο «Έρρει τα θεία», και το «Ιώ γενεαί βροτών ως υμάς ίσα και το μηδέν ζώσας εναριθμώ» (Σοφοκλής, «Οιδίπους Τύραννος»).
Ένας ιός, λοιπόν, στάθηκε ικανός να γελοιοποιήσει τις ανθρώπινες βεβαιότητες, να “αναβιώσει” πρωτόγονες συμπεριφορές, να επανοηματοδοτήσει τη ζωή μας και να μας συμφιλιώσει με τη θνητότητά μας. Η “Πανούκλα” του Καμύ και η “Αποκάλυψη του Ιωάννη” δεν θα μάς φωτίσουν περισσότερο, από ό,τι η αναφορά του Θουκυδίδη: