ΙΣΤΟΡΙΑ

Με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας τα Χριστούγεννα του 1919

Με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας τα Χριστούγεννα του 1919, Βασίλης Κολλάρος

Τα Χριστούγεννα του 1919, πριν από 102 ακριβώς χρόνια, υπήρξαν τα τελευταία, ή τουλάχιστον αυτό πίστευε τότε ο ελληνικός κόσμος, μιας “μικρής” χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1919, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας δεν ήταν πια μια αφηρημένη έννοια, μια ιδεολογία για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά, γεγονός που είχε ξυπνήσει τα πιο ενθουσιώδη αντανακλαστικά του Ελληνισμού, σε σημείο που αναδύθηκαν ξανά στην επιφάνεια οι μύθοι του μαρμαρωμένου βασιλιά και της ολοκληρωτικής αναγέννησης του Γένους. Κατά μια έννοια, όχι άδικα.

Η Ελλάδα του 1919 ήταν μια χώρα που βρισκόταν εξαιρετικά κοντά στην πραγμάτωση των εθνικών της πόθων. Είχε διαλέξει, χάρη στο πείσμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, το σωστό στρατόπεδο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και περηφανευόταν ότι βρισκόταν στο πλευρό των νικητών. 102 χρόνια πριν, στο Παρίσι του 1919, κρινόταν, σε πραγματική πια βάση, τα ελληνικά εθνικά οράματα. Ήταν η στιγμή που οι προηγούμενες εύστοχες διπλωματικές αποφάσεις έπρεπε να μετουσιωθούν σε οφέλη, τα οποία θα δημιουργούσαν μια εδαφικά και εθνολογικά διαφορετική Ελλάδα.

Τύχη αγαθή, το γεγονός ότι το τιμόνι της ελληνικής διπλωματίας το κρατούσε ένας πολιτικός, ο οποίος ήξερε να χειρίζεται με δεξιοτεχνία το διπλωματικό παιχνίδι. Μέχρι το καλοκαίρι του 1920, οπότε και υπεγράφη η Συνθήκη των Σεβρών, ο Κρητικός πολιτικός μαχόταν για αυτά που στην Ελλάδα θεωρούνταν αυτονόητα, αλλά για τους Συμμάχους ήταν σε εκκρεμότητα. Η ενσωμάτωση στο ελληνικό βασίλειο της Θράκης και της Σμύρνης αποτελούσε τον βασικό κορμό των ελληνικών διεκδικήσεων, για τις οποίες ο Βενιζέλος έπρεπε να δώσει τη μητέρα των μαχών.

Τέλη Δεκεμβρίου του 1919, η ελληνική διπλωματία είχε προχωρήσει σε σημαντικά βήματα για την εκπλήρωση των στόχων της. Έξι μήνες πριν, ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στην προκυμαία της Σμύρνης και είχε οριστεί τοποτηρητής των συμμάχων στην περιοχή, ενώ η προέλαση προς την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, παρ’ όλη την τουρκική αντίσταση, υπήρξε συνεχής.

Τον Οκτώβριο του 1918, με την ανακωχή του Μούδρου, η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτοκρατορία περνούσε ουσιαστικά υπό τον έλεγχο των συμμάχων, κυρίως των Άγγλων, οι οποίοι έβλεπαν με καλό μάτι τα ελληνικά αιτήματα. Απόρροια της παραπάνω συνθήκης, ήταν η διέλευση ελληνικών πολεμικών πλοίων από τα Στενά των Δαρδανελλίων και η αγκυροβόλησή τους απέναντι από την Αγιά Σοφιά. Αρχές του 1919, η Ελλάδα συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε στην Κριμαία για την ενίσχυση των συμμαχικών επιχειρήσεων κατά των μπολσεβίκων.

1919: Οι προσδοκίες δεν δικαιώθηκαν

Όλα τα παραπάνω συνέθεταν ένα σκηνικό ραγδαίων διεθνών εξελίξεων, εντός του οποίου η ελληνική εξωτερική πολιτική διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο. Το τέλος του 1919 προοιώνιζε ότι το επόμενο έτος, όπως και έγινε, θα αποτελούσε σταθμό για την πορεία και το μέλλον του Ελληνισμού. Όλα συνέκλιναν, ότι το όραμα της Μεγάλης Ιδέας θα λάμβανε εδαφική υπόσταση, ενώ η γεωστρατηγική αξία της χώρας θα αποκτούσε πολλαπλάσια αξία.

Παρόλο που η ιστορική εξέλιξη δεν δικαίωσε τους πόθους της ελληνικής διπλωματίας, οι Έλληνες που γιόρτασαν τα Χριστούγεννα του 1919 περίμεναν τη “γέννηση” μιας νέας εθνικής πραγματικότητας. Πράγματι, το κλίμα αυτό αποτυπώνεται στις εφημερίδες της περιόδου, τα πρωτοσέλιδα των οποίων περιγράφουν μια ατμόσφαιρα εθνικής απολύτρωσης.

Η ολοκληρωτική εξασθένηση της, επί πολλά έτη, ασθμαίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδωσε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να ψηλαφήσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Αντιθέτως, οι (Νεο)Τούρκοι πάλευαν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από ένα αναχρονιστικό πολυεθνικό μόρφωμα, του οποίου το (αμφίβολο) μέλλον, το όριζαν άλλοι. Επίσης, το εσωτερικό μέτωπο είχε διασπαστεί ανάμεσα σε αυτούς που κατευθύνονταν από τους συμμάχους και σε εκείνους που σήκωσαν τα λάβαρα της αντίστασης με πρωτεργάτη τον Μουσταφά Κεμάλ. Ακόμη, η ίδια η πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, η Κωνσταντινούπολη, βρισκόταν υπό συμμαχικό έλεγχο και ο Σουλτάνος δεν ήταν παρά ένα εκτελεστικό όργανο των Άγγλων.

Η σημερινή Τουρκία 

Επιστρέφοντας στο σήμερα, 102 χρόνια μετά την πρόσκαιρη πραγμάτωση του ελληνικού οράματος, τα δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά. Η σημερινή Τουρκία απέχει παρασάγγας από το ύστερο αυτοκρατορικό της παρελθόν. Είναι μια χώρα που ζει τη δική της “Μεγάλη Ιδέα”, η οποία στρέφεται σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων των γειτόνων της. Στην περίπτωση της Συρίας, καταπατά την εδαφική ακεραιτότητα ενός κράτους, με πρόσχημα τη δημιουργία ζωνών ασφαλείας, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη διεθνή κατακραυγή για τις πράξεις της.

Το ίδιο συμβαίνει και με την Κύπρο, όπου συμπεριφέρεται ως κράτος-πειρατής εντός της κυπριακής ΑΟΖ, απειλώντας να ξαναστείλει ερευνητικά σκάφη, συνοδεία πολεμικών πλοίων, με σκοπό να διεξάγουν παράνομες γεωτρήσεις. Αλλά και με την Ελλάδα, η Τουρκία εφαρμόζει επί χρόνια μια αναθεωρητική πολιτική, βασικά στοιχεία της οποίας είναι οι απειλές, οι τσαμπουκάδες, η προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, καθώς και η αναμόχλευση του ιστορικού παρελθόντος των δυο λαών, με σκοπό τον υπερτονισμό της τουρκικής ανωτερότητας.

Η Τουρκία σκέφτεται, λειτουργεί και δρα με ανεξαρτησία στην εξωτερική της πολιτικής, γεγονός που θα ζήλευαν και οι πιο ισχυρές χώρες του πλανήτη. Έχει αποθρασυνθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν υπολογίζει ούτε τις συνέπειες από τη σύγκρουσή της με τους μεγάλους παίκτες του διεθνούς συστήματος, όπως οι ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, εγκαταλείπει, φαινομενικά τουλάχιστον, τον δυτικό της προσανατολισμό και ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία του Πούτιν. Ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός έχει “φουσκώσει” σε τέτοιο βαθμό που απειλεί την ασφάλεια και την ισορροπία της περιοχής μας.

Παράλληλα, η ανακάλυψη των ενεργειακών κοιτασμάτων, στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, έχει δώσει νέο νόημα στην τουρκική “Μεγάλη Ιδέα”. Με άλλα λόγια, αποτελεί για την Άγκυρα ένα ακόμα πεδίο σύλληψης και εφαρμογής επεκτατικών σχεδίων σε βάρος τρίτων κρατών. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν ζει μέσα στην παραζάλη καμιάς “Μεγάλης Ιδέας”. Για τη χώρα μας, αυτά είναι “παιδικές αρρώστιες” που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και που θεωρητικά μας έκαναν εθνικά ώριμους.

Έχοντας, λοιπόν, μια εντελώς διαφορετική εθνική ψυχολογία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τον εξ ανατολάς γείτονα που εδώ και πενήντα χρόνια (αρχές της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε η ιστορία των διεκδικήσεων) αμφισβητεί συστηματικά την εδαφική κυριαρχία της χώρας μας σε ένα πλήθος ζητημάτων που αφορούν τις διμερείς σχέσεις των δυο κρατών. Αν εφαρμόσουμε κατευναστική πολιτική, θα ζήσουμε μια νέα «”Συμφωνία του Μονάχου” σε επίπεδο ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η αποτροπή αποτελεί μια αποτελεσματική λύση, αρκεί αυτοί που την εφαρμόζουν να έχουν διαβάσει Θουκυδίδη.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx