Μένουμε Ευρώπη – Οι δικές τους ψευδαισθήσεις, τα δικά μας οράματα
26/02/2019Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με το θέμα της σχέσης μας με την Ευρώπη. Παίρνω θάρρος, όμως, από μερικούς καλούς φίλους, οι οποίοι συχνά μου λένε ότι είμαι αθεράπευτα ρομαντικός και ονειροπόλος. Γι’ αυτό μου λένε, δεν έκανες για πολιτικός. Τους απαντώ, συνήθως, ότι μάλλον γρήγορα κατάλαβα πως ούτε πια μπορούσα και μάλλον δεν ήθελα να γίνω επαγγελματίας πολιτικός. Προτιμώ να διεκδικώ το μέρισμα της όποιας αξίας της διαδρομής μου ως διπλωμάτη.
Συμπλήρωσα 37 συνολικά χρόνια ως κρατικός λειτουργός και συγκαταλέγομαι μεταξύ εκείνων –είναι σίγουρα περισσότεροι απ’ ό,τι φαντάζεστε– που η Πατρίδα μάς τίμησε, δίνοντάς μας την ευκαιρία και τη δυνατότητα να την υπηρετήσουμε. Εκείνο που περίμενε από εμάς ήταν να έχουμε το «γνώθι σαυτόν». Επίσης, την αίσθηση του μέτρου και του προσωρινού. Να θυμόμαστε, επίσης, ότι ανήκουμε στην κατηγορία των «αναντικατάστατων», οι οποίοι, κατά κανόνα, εύκολα μπορούν να αναπληρωθούν.
Έχω την ακλόνητη πίστη ότι η θέση της Ελλάδας διασφαλίζεται καλύτερα μέσα στην Ευρωζώνη και μέσα στην ΕΕ. Η ομολογία αυτή πίστεως γνωρίζω και αναγνωρίζω σήμερα, ότι μπορούσε να μου επιφυλάξει άσχημη μεταχείριση το καλοκαίρι του 2015, όταν ήμουν στο Σύνταγμα, ενώνοντας τη σιωπή μου με τις φωνές εκείνων που πίστευαν ότι η θέση της Ελλάδος και τα εθνικά της συμφέροντα εξασφαλίζονται μέσα στην Ευρωζώνη.
Για κάποιους από εμάς, η θεμελιώδης αυτή επιλογή ταυτότητας ξεκίνησε πολύ νωρίς. Στα χρόνια της δικτατορίας. Η στοχοποίησή σου ως φιλοευρωπαίου από το Σπουδαστικό της Ασφάλειας σήμαινε και την αυτόματη ταυτοποίησή σου ως «εχθρού και ύποπτου προς την Εθνική Επανάσταση». Για τη γενιά μας, η Ευρώπη ήταν σταθερά ο τρίτος δρόμος. Δεν οδηγούσε στη Γη της Επαγγελίας. Οδηγούσε, όμως, σίγουρα, σε μια κοινότητα αξιών και ιδεών, μια κοινότητα κρατών και εθνών που είχαν ορισμένα, διακριτά σε σχέση με τη χούντα, στοιχεία: Δημοκρατία, Ελευθερία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Βουλή, Βουλευτές, Ελευθεροτυπία.
Το πάγωμα της Συμφωνίας Σύνδεσης
Η Ευρώπη είχε για εμάς δύο πόλους έλξης. Μιας γλυκιάς έλξης που έδινε την αίσθηση –ή αν θέλετε την ψευδαίσθηση– μιας λύτρωσης που άξιζε την προσωπική θυσία. Η μία Ευρώπη, το Συμβούλιο της Ευρώπης, με έδρα το Στρασβούργο. Η άλλη, η τότε ΕΟΚ, στις Βρυξέλλες. Θυμίζω σε εκείνους που ο πολιτικός τους αντίπαλος είναι η γνώση, η ιστορία και ο πολιτισμός, ελληνικός και ευρωπαϊκός, ότι:
Πρώτον, οι Βρυξέλλες πάγωσαν τη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδος με την ΕΟΚ μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος. Ένα απολυταρχικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς ήταν ασυμβίβαστο τόσο με το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας των Αθηνών (6-9 Ιουλίου 1961), όσο και με το Προοίμιο της Ιδρυτικής της ΕΟΚ Συνθήκης της Ρώμης (25 Μαρτίου 1957).
Μετέπειτα προσπάθειες, που κορυφώθηκαν το 1971-1972, ορισμένων πολιτικών για «απόψυξη» της Συμφωνίας Σύνδεσης απέτυχαν. Ναι, αυτή η Ευρώπη και οι θεσμοί της στάθηκαν απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς. Γνωρίζω ότι οι Jean Rey και Sicco Mansholt, Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όχι μόνο αντιτάχθηκαν ανοιχτά στο στρατιωτικό καθεστώς, αλλά ήλθαν στην Αθήνα για να υπογραμμίσουν αυτήν ακριβώς την κοινότητα αξιών.
Δεύτερον, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έδωσαν το ισχυρότερο ράπισμα στο ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό καθεστώς των Αθηνών. Η «εθελουσία αποχώρηση» της Ελλάδος από το Συμβούλιο της Ευρώπης –τον παλαιότερο Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διακυβερνητικής Συνεργασίας– έγινε μία ημέρα πριν από την επίσημη αποπομπή της. Να θυμίσω ότι τον «θριαμβευτή» του Στρασβούργου, τότε υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη, υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο ο δικτάτορας-πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Η διαδικασία λήψης καταθέσεων στην Ελλάδα για βασανιστήρια και απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, καθώς και η οργάνωση μετάβασης στο Στρασβούργο ορισμένων μαρτύρων υπό καθεστώς παρανομίας και μυστικότητας, ήταν ένας πραγματικός άθλος. Έρχονται στο μυαλό μου δύο ονόματα, των αρχιτεκτόνων της διαδικασίας του Στρασβούργου: ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Γιάγκος Σιώτης και η Μαρία Μπέκετ.
Προσανατολισμός στην Ευρώπη
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στη διάρκεια της δικτατορίας, πέραν των γνωστών παράνομων αντιστασιακών οργανώσεων, ιδρύθηκαν δύο σύλλογοι-οργανώσεις στα όρια της νομιμότητας. Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. Πρωτεργάτες της ΕΜΕΠ οι Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Γεώργιος Κουμάντος, Ρόδης Ρούφος, Σάκης Πεπονής, Ανέστης Παπαστεφάνου, Αλέκος Ξύδης, Βιργινία Τσουδερού, Χριστόδουλος Κουρούκλης, Νίκος Κυριαζίδης και πολλοί άλλοι.
Η πρώτη μεγάλη δημόσια εκδήλωση της Εταιρείας έγινε στις 29 Απριλίου 1971 στην αίθουσα του «Παρνασσού». Ένα μήνα αργότερα, στις 31 Μαΐου 1971, ο Jean Rey ήταν ο κύριος ομιλητής σε δημόσια εκδήλωση της ΕΜΕΠ στην Αθήνα. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός ήταν ο υψηλότερος κοινός μας παρονομαστής.
Ταυτόχρονα, και σε συντονισμό με τους πρωτεργάτες της ΕΜΕΠ, ιδρύθηκε η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. Τα διαδοχικά γραφεία, αποτέλεσαν τον καταλύτη των ανοικτών αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Πρωτεργάτες οι Γιώργος Βερνίκος, Παναγιώτης Κανελλάκης, Ξενοφώντας Γιαταγάνας, Αντώνης Φραντζεσκάκης, Μάκης Παρασκευόπουλος και Νίκος Μεγγρέλης.
Θυμάμαι ότι, στο πρώτο ενημερωτικό δελτίο την ΕΚΙΝ που κυκλοφόρησε το 1970, τονιζόταν ότι αποτελούσε «ένα χώρο όπου κάθε φορέας ιδεών και απόψεων θα μπορεί να παρουσιάζεται, να ζυμώνεται και να καρποφορεί». Η κορυφαία εκδήλωση της ΕΚΙΝ σίγουρα ήταν η οργάνωση δύο διαλέξεων της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, Joan Robinson.
Την ομιλία της στην Αθήνα, που έγινε στο θέατρο «Μπρόντγουεη» στις 20 Μαρτίου 1972, παρακολούθησαν πάνω από 500 φοιτητές. Ήταν μια ανοικτή αντιδικτατορική εκδήλωση. Έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι η ομιλία της στη Θεσσαλονίκη, που επρόκειτο να γίνει στις 21 Μαρτίου 1972, ματαιώθηκε. Οι αιθουσάρχες και ξενοδόχοι «συμμορφώθηκαν προς τις υποδείξεις».
Διάλυση φιλοευρωπαϊκών οργανώσεων
Στις 9 Μαΐου 1972, η Χούντα ανακοίνωσε την διάλυση των δύο φιλοευρωπαϊκών Οργανώσεων και την εκτόπιση των πρωτεργατών τους. Μένω έκπληκτος, ξαναδιαβάζοντας σήμερα, τις επίσημες ανακοινώσεις της 10ης Μαΐου 1972. Χρησιμοποιούν ορολογία που με λύπη και οδύνη άκουσα το καλοκαίρι του 2015. Θλίψη. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εφημερίδα Το Βήμα (10/05/1972):
«[…] Εκινήθη ήδη η διαδικασία δια την διάλυσιν των ανωτέρω αναφερομένων οργανώσεων, αι οποίαι εκτραπείσαι του εκ του καταστατικού των προβλεπομένου σκοπού, επιδιώκουν διά πραγματοποιουμένων συγκεντρώσεων και άλλων εκδηλώσεων, ανεπίτρεπτον προπαγάνδα κατά της Συνταγματικής τάξεως και της Εθνικής Οικονομίας της χώρας, προς κλονισμόν της εμπιστοσύνης του κοινού και δημιουργίας αναταραχής».
Πολλοί από τη γενιά μου ανήκουμε στους ρομαντικούς ευρωπαϊστές. Οφείλω, όμως, να είμαι ρεαλιστής. Δέχομαι αναμφίβολα, και υποστηρίζω συνάμα, ότι η σημερινή Ευρώπη έχει χάσει τη θέση της ως ισχυρός πόλος έλξης. Η σταθερή επιλογή των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες φαίνεται να έχουν περιθωριοποιηθεί πολιτικά, ήταν να μετακυλήσουν στην ΕΕ και στους θεσμούς της την ευθύνη της δημιουργίας και της κακοδιαχείρησης του λεγόμενου «Ελληνικού Ζητήματος».
Ήταν και είναι η πολιτική-κομματική επιλογή εύκολη. Η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων και πολιτικής αυταπάτης δεν περιορίζεται μόνο σε εκείνους τους λαϊκιστές και δημαγωγούς που εκ των υστέρων ομολογούν την προτίμησή τους προς την κατεύθυνση αυτή. Τα δημαγωγικά και λαϊκιστικά κόμματα είτε όταν είναι στην εξουσία είτε όταν έρχεται η στιγμή να περάσουν στην αντιπολίτευση, επιλέγουν να ρίχνουν την ευθύνη στους Ευρωπαίους, ή στους εντός συνόρων ευρωπαϊστές.
Πολιτική ευθύνη
Η ευθύνη για τη βαθιά κρίση, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια, είναι κατεξοχήν πολιτική. Πολιτική όμως είναι, ή μάλλον θα έπρεπε να ήταν, και η επίπονη και οδυνηρή διαδικασία εξόδου από την κρίση. Όταν λέγω πολιτική, δεν εννοώ μόνο των πολιτικών. Η σημερινή Ελλάδα και ειδικότερα η νέα γενιά έχει ανάγκη προτύπων. Έχει ανάγκη ηγετών, τους οποίους μπορεί να κοιτάζει στα μάτια, λέγοντάς τους: «Σας εμπιστεύομαι». Αυτό επέλεξα να κάνω τη συγκεκριμένη στιγμή.
Η έξοδος από την κρίση δεν μετριέται μόνο με το πρωτογενές πλεόνασμα, τις επιδοματικές πολιτικές, την εχθρότητα στις δομικές μεταρρυθμίσεις και τους ρυθμούς χαλαρής ανάπτυξης. Μετριέται, κυρίως, με την άρση όλων εκείνων των παθογενειών, των γενεσιουργών ενδογενών παραγόντων που σωρευτικά αποτέλεσαν τα αίτια και τις αφορμές μετεξέλιξης της πολιτικής κρίσης, της κρίσης αξιών, θεσμών και προσώπων σε οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική.
Ήλθε η στιγμή να αντιληφθούμε όλοι –οραματιστές και αναθεματιστές– ότι δεν έχουμε πολλές επιλογές. Ή μάλλον δεν έχουμε πολλές καλές επιλογές. Όπως κι αν είναι, η σημερινή ΕΕ, που βρίσκεται στην δίνη της μακρύτερης, μεγαλύτερης υπαρξιακής σίγουρα κρίσης, εξακολουθεί να αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Μία χώρα, όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται σε κρίση, έχει απόλυτη ανάγκη ενέσεων ισχύος και αυτοπεποίθησης. Οι δόσεις, στις οποίες έχουμε πλέον εθιστεί, εδώ και τόσα χρόνια, μας δίνουν τη δυνατότητα να επιβιώνουμε. Το αντίτιμο είναι οι θυσίες. Κυρίως, όμως, η θυσία των νέων για να επιβιώνουμε εμείς. Αυτή είναι η πιο σκληρή αλήθεια.