Μεσμερισμός και ομοιοπαθητική – Μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης
30/04/2025
Η θετική επιστήμη αναγνωρίζει ως υπαρκτά τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την ορθή περιγραφή μετρήσιμων δεδομένων, ενώ διαφοροποιείται ριζικά από τον μυστικισμό και την ψευδοεπιστήμη. Μέσα από ιστορικά παραδείγματα, όπως ο Μεσμερισμός και η ομοιοπαθητική, αναδεικνύεται πώς η επιστημονική μέθοδος εξελίχθηκε για να διαχωρίζει την αυθεντική γνώση από την πλάνη. Η εφαρμογή πειραμάτων, όπως οι μονά και διπλά τυφλές δοκιμές, αποτέλεσε τομή στην ιστορία της επιστημονικής σκέψης.
Στη θετική επιστήμη χαρακτηρίζουμε κάτι ως “πραγματικό” αν αποτελεί ένα απαραίτητο συστατικό στοιχείο μιας θεωρίας η οποία περιγράφει ορθώς αυτό που παρατηρούμε. Για παράδειγμα, διάφορα υποατομικά σωματίδια είναι πραγματικά, “υπάρχουν”, όχι επειδή μπορούμε να τα δούμε (με το αισθητήριο όργανο της όρασης) – αφού δεν μπορούμε – αλλά επειδή είναι απαραίτητα για να περιγράψουμε με ορθό τρόπο αυτό που οι σωματιδιακοί φυσικοί μετρούν στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων (Large Hadron Collider). Παρομοίως, ο χρόνος είναι πραγματικός, “υπάρχει”, επειδή αποτελεί ένα απαραίτητο συστατικό στοιχείο (συγκεκριμένα, μια διάσταση) μιας θεωρητικώς και πειραματικώς επαληθευμένης θεωρίας, συγκεκριμένα, της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Albert Einstein.
Η θετική επιστήμη δέχεται την ύπαρξη αντικειμένων που δεν μπορούμε να δούμε (με το αισθητήριο όργανο της όρασης), όπως κάνουν και οι μυστικιστές, αλλά διαφέρει από τον μυστικισμό, αφού, προκειμένου οι θετικοί επιστήμονες να αποφανθούν ότι κάτι “υπάρχει”, πρέπει αυτό το κάτι να αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο μιας θεωρίας που περιγράφει μετρήσιμα δεδομένα με ορθό τρόπο. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε σαφώς μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης.
Τι είναι επιστήμη και τι ψευδοεπιστήμη
Η επιστημονική εργασία περιλαμβάνει την παρατήρηση, τη συστηματική σκέψη και την εξήγηση. Στην επιστήμη, με τον όρο “εξήγηση”, εννοούμε ότι έχουμε ένα μοντέλο, το οποίο αποτελεί μια απλουστευμένη περιγραφή του αντικειμένου της επιστημονικής έρευνας – δηλαδή, ενός τμήματος της πραγματικότητας – και αυτό το μοντέλο επιτρέπει στους επιστήμονες να διατυπώνουν προτάσεις παρατήρησης που συμφωνούν με τις αντίστοιχες μετρήσεις.
Ένα επιστημονικό μοντέλο, ως προϊόν διανοητικής αφαίρεσης, είναι απλούστερο από τη συλλογή όλων των διαθέσιμων δεδομένων, αλλά επιτρέπει και δικαιολογεί τη διατύπωση προτάσεων που αφορούν σε όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, και αυτές οι προτάσεις συμφωνούν με τις μετρήσεις που διεξάγονται στα διαθέσιμα δεδομένα. Αυτό καθίσταται εφικτό διότι ένα επιστημονικό μοντέλο συλλαμβάνει και εκφράζει συγκεκριμένα μοτίβα (επαναλαμβανόμενα δομοστοιχεία) μέσα στη συλλογή όλων των διαθέσιμων δεδομένων, και τα μοτίβα αποτελούν απλουστεύσεις.
Με τον όρο “ψευδοεπιστήμη” εννοούμε θεωρίες που σαφώς αντιφάσκουν προς τα γεγονότα, αλλά οι οπαδοί τους συνεχίζουν να πιστεύουν σε αυτές, είτε επειδή αρνούνται τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία είτε επειδή αρνούνται την επιστημονική μέθοδο εργασίας. Με λίγα λόγια, η ψευδοεπιστήμη αποτελεί ένα υποπροϊόν (τα “σκουπίδια”) της επιστημονικής εργασίας (θεωρίες που έχουν απορριφθεί κατόπιν επιστημονικού ελέγχου), αλλά ορισμένοι άνθρωποι συνεχίζουν να υποστηρίζουν ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από όσο θα ήταν λογικό.
Ωστόσο, στην ιστορία της επιστήμης, διάφορα ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα έχουν συχνά διαδραματίσει έναν θετικό ρόλο, επειδή έχουν αναγκάσει τους επιστήμονες να βελτιώσουν τις μεθόδους τους προκειμένου να καταρρίψουν ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα.
Η περίπτωση του Μεσμερισμού
Για παράδειγμα, στον 18ο αιώνα, εφευρέθηκαν οι “μονά-τυφλές δοκιμές” (single-blind trials) προκειμένου να απομυθοποιηθεί η πρακτική του Μεσμερισμού. Σε εκείνη την εποχή, οι επιστήμονες είχαν ήδη αρχίσει να μελετούν και να εφαρμόζουν τον ηλεκτρομαγνητισμό, αλλά πολλοί άνθρωποι ήταν σαστισμένοι από τις πρώτες μπαταρίες και τις συσκευές που λειτουργούσαν με ηλεκτρική ενέργεια, και τις αντιμετώπιζαν σαν κάτι μυστηριώδες.
Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυσή τους, ο Franz Mesmer, ένας Γερμανός ιατρός, ισχυρίστηκε ότι είχε ανακαλύψει ένα πολύ λεπτό ρευστό που διαπερνούσε ολόκληρο το σύμπαν, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου σώματος. Όταν αυτό το ρευστό εμποδίζεται να ρέει, υποστήριξε ο Mesmer, το αποτέλεσμα είναι ότι οι άνθρωποι αρρωσταίνουν. Σύμφωνα με τον Mesmer, είναι δυνατόν να ελέγξουμε τη ροή αυτού του ρευστού και έτσι να θεραπεύσουμε τους ανθρώπους, και πρότεινε μια συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία ονομάστηκε, από το όνομά του, Μεσμερισμός.
Ο Μεσμερισμός βασίζεται στην υπόθεση ότι το προαναφερθέν κοσμικό ρευστό είναι μαγνητικό και εισέρχεται στο σώμα μέσω πόλων. Σύμφωνα με τον Mesmer, ο Βόρειος Πόλος (του ανθρώπινου σώματος) βρισκόταν στο κεφάλι, και από αυτό το σημείο το κοσμικό μαγνητικό ρευστό, που αρχικά προερχόταν από τα άστρα, εισερχόταν στο σώμα. Επίσης, σύμφωνα με τον Mesmer, ο Νότιος Πόλος (του ανθρώπινου σώματος) βρισκόταν στα πόδια και συνδεόταν με το μαγνητικό πεδίο της Γης. Ο Mesmer αποφάνθηκε ότι η ροή αυτού του κοσμικού μαγνητικού ρευστού μπορούσε να ξεμπλοκαριστεί με το να “μαγνητίσουμε” τους ανθρώπους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1770, ο Mesmer είχε πολλούς πελάτες που ήθελαν να “μαγνητιστούν” σύμφωνα με τη μέθοδό του, προκειμένου να θεραπευθούν από διάφορες ασθένειες. Στις “θεραπευτικές” συνεδρίες που οργάνωνε ο Mesmer, συγκεντρώνονταν πολλά άτομα μαζί προκειμένου να μαγνητιστούν συγχρόνως γύρω από έναν σκεπασμένο κάδο, μια θήκη φτιαγμένη από δρυ, ύψους περίπου ενός ποδιού, γεμάτη με ένα στρώμα από σκόνη γυαλιού και σιδήρου, και υπήρχε ένας αριθμός “μεσμερισμένων” φιαλών ύδατος που ήταν τοποθετημένες με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Το καπάκι είχε τρύπες μέσα από τις οποίες περνούσαν ενωμένοι σιδερένιοι κλάδοι, τους οποίους κρατούσαν οι ασθενείς. Μέσα σε ένα υποβλητικό και υποτονικό φως, απόλυτα σιωπηλοί, οι ασθενείς κάθονταν σε ομόκεντρους κύκλους, δεμένοι ο ένας με τον άλλον με ένα κορδόνι. Τότε ο Mesmer, φορώντας ένα παλτό από λιλά μετάξι και κρατώντας μια μακριά σιδερένια ράβδο, περπατούσε επάνω-κάτω στο πλήθος, αγγίζοντας τα άρρωστα μέρη του σώματος των ασθενών. Αφού “μαγνητίζονταν” από τον Mesmer, οι ασθενείς ανέφεραν συχνά ότι αισθάνονταν καλύτερα σε σημαντικό βαθμό. Οι επιστήμονες της εποχής, όπως ο Benjamin Franklin και ο Antoine Lavoisier, ανέλαβαν να διαψεύσουν τους ισχυρισμούς του Mesmer.
Συγκεκριμένα, με τη βοήθεια των συνεργατών του, ο Franklin διεξήγαγε το εξής πείραμα: έδεσε τα μάτια μιας ομάδας ασθενών. Σε μερικούς από αυτούς είπε ότι θα λάμβαναν μια μεσμερική θεραπεία, αλλά στην πραγματικότητα δεν έλαβαν καμία θεραπεία, ενώ σε άλλους χορηγήθηκε μια μεσμερική θεραπεία χωρίς να το γνωρίζουν. Τελικώς, ο Franklin και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα υποτιθέμενα αποτελέσματα του Μεσμερισμού δεν σχετίζονταν με την πραγματική θεραπεία, αλλά με την πεποίθηση του αν κάποιος έλαβε μια τέτοια θεραπεία. Με άλλα λόγια, τα θετικά αποτελέσματα του Μεσμερισμού ήταν ψυχολογικής και όχι σωματικής φύσης.
Στην περίπτωση της ερευνητικής μεθοδολογίας του Franklin, οι ασθενείς δεν γνώριζαν αν έλαβαν μια πραγματική θεραπεία, αλλά εκείνοι που διεξήγαγαν το πείραμα το γνώριζαν. Τέτοια πειράματα μπορούν να βελτιωθούν (μεθοδολογικώς) αν οι άνθρωποι αντιστοιχηθούν σε μία από τις δύο ομάδες με τυχαίο τρόπο, έτσι ώστε ούτε οι άνθρωποι που διευθύνουν το πείραμα ούτε εκείνοι που συμμετέχουν σε αυτό να γνωρίζουν ποιοι έλαβαν μια πραγματική θεραπεία. Αυτή η μέθοδος είναι γνωστή ως “διπλά-τυφλή δοκιμή” (double-blind trial).
Στην πραγματικότητα, αυτή η μέθοδος εφευρέθηκε προκειμένου να καταρριφθούν τα ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος εναλλακτικής ιατρικής που ονομάζεται ομοιοπαθητική.
Η επιστημονική ανατροπή της ομοιοπαθητικής
Η ομοιοπαθητική εφευρέθηκε από έναν Γερμανό ιατρό ονόματι Samuel Hahnemann στον 19ο αιώνα, και βασίζεται στην υπόθεση ότι η αραίωση μιας ουσίας την καθιστά περισσότερο αποτελεσματική για τη θεραπεία ασθενειών. Το 1835, ο Friedrich Wilhelm von Hoven, ο οποίος ήταν ένας αξιωματούχος της δημόσιας υγείας στη Νυρεμβέργη, προκάλεσε μια δημόσια διαμάχη με τον Johann Jacob Reuter, ο οποίος ήταν ένας διακεκριμένος υποστηρικτής της ομοιοπαθητικής. Ο Reuter ισχυριζόταν ότι η διάλυση ενός μόνο κόκκου αλατιού σε εκατό σταγόνες ύδατος και, στη συνέχεια, η αραίωση του διαλύματος τριάντα φορές με έναν συντελεστή εκατό θα παρήγαγαν “εξαιρετικές αισθήσεις” αν κάποιος έπινε αυτό το διάλυμα.
Με τη βοήθεια των συνεργατών του, ο Friedrich Wilhelm von Hoven διεξήγαγε το ακόλουθο πείραμα: προετοίμασε πενήντα δείγματα από ομοιοπαθητικό μείγμα άλατος και ύδατος σύμφωνα με τη συνταγή του Reuter και πενήντα δείγματα απλού ύδατος. Σήμερα, θα ονομάζαμε τα δείγματα απλού ύδατος ως “εικονικό φάρμακο” (placebo).
Τα προαναφερθέντα εκατό δείγματα αριθμήθηκαν και χορηγήθηκαν με τυχαίο τρόπο στους συμμετέχοντες στη δοκιμή. Οι χορηγήσεις των φιαλών στους ασθενείς κρατήθηκαν μυστικές σε έναν κατάλογο που βρισκόταν μέσα σε έναν σφραγισμένο φάκελο, έτσι ώστε ούτε ο von Hoven ούτε οι ασθενείς γνώριζαν ποιος πήρε τι.
Πενήντα άτομα συμμετείχαν στο προαναφερθέν πείραμα. Για τρεις εβδομάδες, ο von Hoven συγκέντρωσε αναφορές από τους συμμετέχοντες στη μελέτη πριν τελικά ανοίξει τον σφραγισμένο φάκελο για να δει ποιος έλαβε τι. Αποδείχθηκε ότι μόνο οκτώ συμμετέχοντες είχαν βιώσει κάτι εξαιρετικό, από τους οποίους πέντε είχαν λάβει το ομοιοπαθητικό διάλυμα και τρεις είχαν λάβει σκέτο ύδωρ. Ως εκ τούτου, η επίδραση δεν ήταν στατιστικώς σημαντική.