Μια άλλη δολοφονία στα ελληνοαλβανικά σύνορα
02/11/2018Το καλοκαίρι του 1923, μια διεθνής επιτροπή, η οποία είχε οριστεί δύο χρόνια νωρίτερα, συνέχιζε το έργο της επιτόπιας χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων. Το ζήτημα παρέμενε εκκρεμές για μια δεκαετία, από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις -υπό την πίεση πρωτίστως της Ιταλίας και της τότε Αυστρο-Ουγγαρίας- είχαν αποφασίσει την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Το ιδιαίτερο ιταλικό ενδιαφέρον για την τύχη της Αλβανίας, αλλά και η προσπάθεια της Ρώμης να διασφαλίσει τη λήψη όσο το δυνατόν ευνοϊκότερων αποφάσεων υπέρ των Τιράνων, αποτυπώνονταν στο γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση είχε φροντίσει για το διορισμό ενός Ιταλού ως προέδρου της επιτροπής. Επρόκειτο για το στρατηγό Ενρίκο Τελλίνι.
Το έργο της επιτροπής προχωρούσε αργά, συχνά μέσα σε κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας ανάμεσα αφενός στην ελληνική αντιπροσωπεία, και αφετέρου σε εκείνες της Αλβανίας και της Ιταλίας. Όχι σπάνια, οι Έλληνες κατηγορούσαν τον Τελλίνι ότι εργαζόταν απροσχημάτιστα υπέρ των αλβανικών συμφερόντων και πως -κατά συνέπεια- δεν διακρινόταν από την αμεροληψία που επέβαλε το αξίωμα του προέδρου της επιτροπής.
Όλα αυτά θα είχαν σχετικά μικρή σημασία εάν στις 27 Αυγούστου 1923 δεν συνέβαινε κάτι αναπάντεχο.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων με την Αλβανία, κοντά στη μεθοριακή διάβαση της Κακαβιάς, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Τελλίνι δέχθηκε επίθεση από ένοπλους, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του ίδιου και των τεσσάρων μελών της ακολουθίας του. Οι δράστες εξαφανίστηκαν αμέσως μέσα στις δύσβατες παρακείμενες περιοχές. Έτσι, δεν συνελήφθησαν και η ταυτότητά τους δεν αποκαλύφθηκε.
Η δολοφονία δημιούργησε μείζονα κρίση στις ελληνοϊταλικές σχέσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία, η ιταλική κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ήδη από τον Οκτώβριο του 1922 ο Μπενίτο Μουσολίνι, απέδωσε τη δολοφονία στην ενέργεια Ελλήνων. Με βάση την ιταλική άποψη, η ηθική ευθύνη βάρυνε αποκλειστικά την ελληνική κυβέρνηση.
Το ιταλικό τελεσίγραφο
Οι απαιτήσεις της Ρώμης έναντι της Αθήνας διατυπώθηκαν δύο ημέρες αργότερα: η ελληνική κυβέρνηση όφειλε, μεταξύ άλλων, να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για το περιστατικό, να καταβάλει άμεσα 50.000.000 ιταλικές λιρέτες ως αποζημίωση, να τελέσει μνημόσυνο των θυμάτων στη Μητρόπολη της Αθήνας παρουσία όλων των μελών του υπουργικού Συμβουλίου, να αποδώσει στρατιωτικές τιμές στις σορούς των δολοφονηθέντων, να διεξάγει και ολοκληρώσει -μέσα σε ασφυκτικό χρονικό περιθώριο μόλις πέντε ημερών- ανακρίσεις -με τη συμμετοχή Ιταλών αντιπροσώπων- για τη σύλληψη των δραστών και να δεσμευτεί προκαταβολικά ότι θα φρόντιζε για την επιβολή στους ενόχους της ποινής του θανάτου. Οι απαιτήσεις αποκτούσαν τελεσιγραφικό χαρακτήρα, καθώς οριζόταν αυστηρή προθεσμία 24 ωρών για τη διατύπωση της ελληνικής απάντησης.
Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Από τη μια πλευρά, η ερμηνεία της για τη δολοφονία ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς την απέδιδε στη δράση Αλβανών συμμοριτών: την ίδια άποψη συμμερίζονταν και αρκετοί ουδέτεροι παρατηρητές. Σε κάθε περίπτωση, πολλές από τις ιταλικές αξιώσεις παραβίαζαν ευθέως την ελληνική εθνική κυριαρχία. Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία της Αθήνας έναντι της ιταλικής ισχύος ήταν προφανής και γινόταν ακόμα μεγαλύτερη εάν κάποιος αναλογιζόταν ότι δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο πλευρές, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε ορισμένους, αλλά όχι όλους τους όρους του ιταλικού τελεσιγράφου.
Η αντίδραση του Μουσολίνι υπήρξε άμεση. Διέταξε τον κατάπλου μοίρας του ιταλικού στόλου στην Κέρκυρα. Η Ελλάδα θα ταπεινωνόταν και θα εξαναγκαζόταν σε πλήρη υποχώρηση. Αυτός, εξάλλου, ήταν ευθύς εξαρχής ο πραγματικός στόχος: η επίτευξη μιας εύκολης νίκης γοήτρου εις βάρος ενός σαφώς υποδεέστερου αντιπάλου. Το κύρος του Ιταλού δικτάτορα θα ανυψωνόταν, και μάλιστα σχεδόν ανέξοδα, στο εσωτερικό της χώρας του.
Η κατάληψη της Κέρκυρας
Στις 31 Αυγούστου ιταλικά πολεμικά πλοία βομβάρδισαν και αμέσως κατόπιν κατέλαβαν την Κέρκυρα: το γεγονός ότι το νησί ήταν ήδη από την εποχή της ένωσής του (το 1864) με την Ελλάδα αποστρατικοποιημένο, έδινε στην ιταλική επιχείρηση χαρακτήρα αγώνα δίχως αντίπαλο. Η όλη επιχείρηση αποτελούσε σαφή ένδειξη για την πρόθεση του Μουσολίνι να διαμηνύσει προς κάθε κατεύθυνση ότι η Ιταλία θα λειτουργούσε στο εξής ως ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιφέρειά της, αλλά και της αποφασιστικότητάς του να εμπεδώσει την πλήρη ιταλική επιρροή στην Αδριατική.
Η κατάσταση διολίσθαινε σε μια κρίση που έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με όσα είχαν συμβεί το καλοκαίρι του 1914, όταν η δολοφονία του διαδόχου του αυστρο-ουγγρικού θρόνου Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο είχε οδηγήσει στην επίδοση τελεσιγράφου της Βιέννης προς το Βελιγράδι, ανάβοντας έτσι τη σπίθα που οδήγησε στην έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ελλάδα προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, ζητώντας την προστασία της βάσει του ιδρυτικού Συμφώνου της, το οποίο, θεωρητικά, προνοούσε για την αποτροπή ένοπλων συρράξεων, για την καταδίκη των επιτιθεμένων και για την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διαφορών. Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη. Η Κοινωνία των Εθνών αποδείχθηκε απρόθυμη και ανήμπορη να αντιπαρατεθεί με ένα ισχυρό μέλος της, όπως η Ιταλία. Το πλήγμα στο κύρος του οργανισμού ήταν μεγάλο, καθώς εμπέδωνε την πεποίθηση ότι, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις των ιδρυτών της Κοινωνίας των Εθνών, οι θεμελιώδεις αρχές της υποχωρούσαν μπροστά στην κρατική ισχύ.
Αφενός υπό το βάρος των περιστάσεων, και αφετέρου κάτω από την πρόσθετη διπλωματική πίεση που ασκήθηκε από την πλευρά της Βρετανίας και -κυρίως- της Γαλλίας, η Αθήνα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Με μικρές παραλλαγές, δέχθηκε σχεδόν το σύνολο των ιταλικών απαιτήσεων. Στις 27 Σεπτεμβρίου οι ιταλικές ένοπλες δυνάμεις εγκατέλειψαν την Κέρκυρα. Ένα μήνα μετά από τη δολοφονία του Τελλίνι, το επεισόδιο διευθετήθηκε με τρόπο που καταδείκνυε ότι οι αρχές του διεθνούς δικαίου είχαν σχετική σημασία στις διενέξεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και μικρότερων κρατών. Ευρισκόμενη διπλωματικά απομονωμένη και στρατιωτικά ανήμπορη, η Ελλάδα είχε συνθηκολογήσει.