Μία εξομολόγηση και μια παραίνεση την εποχή του κορωνοϊού
07/04/2020Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτό το σημείωμα, ξεφύλλιζα συμπτωματικά την αγγλική επιθεώρηση “The Week”. Εκεί συνάντησα ένα άγνωστο σε εμένα όρο, που κατά τον αρθρογράφο έβαζε υποψηφιότητα ως η λέξη της χρονιάς: “wok” και του “wokerati”.
Αναφέρεται σε μειοψηφικές, αλλά δυναμικές ομάδες ανθρώπων που κάνουν τους υπόλοιπους mainstream τύπους να αισθάνονται ενοχές, αφού δεν υποστηρίζουν με πάθος ούτε πολιτικά ορθούς (politically correct) σκοπούς, ούτε και κινήσεις ή κινήματα. Οι ρίζες του εντοπίζονται στην αφρομερικανική αργκό και αναφέρεται σε όσους υιοθετούν μια εξεζητημένη στάση για να υποστηρίξουν το ενδιαφέρον τους για ένα κοινωνικό ή πολιτικό θέμα.
Πρώτον: Ο εκδοτικός οίκος Hackett αποφάσισε να πολτοποιήσει τα ήδη τυπωμένα αντίτυπα του αυτοβιογραφικού βιβλίου “Apropos or Nothing” του Woody Allen, όταν ο διάσημος καλλιτέχνης κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση από μια από τις κόρες του και τον γιο του Roman Farrow, ενώ δεν του έχει ασκηθεί καμία δίωξη. Αφορμή της μη κυκλοφορίας της Hakett ήταν μια στάση εργασίας των βιβλιοπωλών στη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη.
Δεύτερον: Το τελευταίο φιλμ του Roman Polanski “An Officer and a Spy”, που αναφέρεται στην υπόθεση Dreyfus, δεν παίχθηκε καθόλου στις βρετανικές κινηματογραφικές αίθουσες, γιατί οι διανομείς του θυμήθηκαν ότι ο Γάλλος σκηνοθέτης είχε κατηγορηθεί επίσης για ένα σεξουαλικό αδίκημα τη δεκαετία του 1970.
Τρίτον: Φοιτητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σε μια μικρότερης κλίμακας δράση, αποφάσισαν όχι μόνο να μην παραστούν, αλλά και να μπουκάρουν σε μια διάλεξη για τις γυναίκες στην πολιτική, της Amber Rudd, συντηρητικής βουλευτίνας πρώην υπουργού Εσωτερικών.
Τέταρτον: Οι αναγνώστες του κεντροαριστερού Guardian έχουν μπει σε δίλημμα για το κατά πόσο πρέπει να δημοσιεύονται κείμενα της υπερφεμινίστριας ανταποκρίτριας της εφημερίδας Suzanne Moore, γιατί –κατά το 1/5 των συναδέλφων της(!)– διατύπωσε τρανσφοβικές θέσεις που θίγουν τρανς υπαλλήλους της εφημερίδας! (άραγε υπάρχουν και αν ναι, πόσοι είναι;).
Εξ ονόματος της “προόδου”
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε “δημοκρατικές” κοινωνίες. Είναι τόσο “ανοιχτές”, που πολλές φορές μικρές, αλλά φωνακλάδικες και θορυβώδεις ομάδες πίεσης καταφέρνουν να επικυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο και να λειτουργούν εξ ονόματος της “προόδου” με ιδιαίτερα χειριστικό τρόπο. Καταφέρνουν μάλιστα πολλές φορές να επιβάλουν τις απόψεις τους και να φανούν κυρίαρχες, αφού καταφέρνουν να σιγάσουν τους “αντιπάλους”.
Τα social media προσφέρονται ως ο ιδανικός χώρος των wokerati. Τους είδαμε πολλές φορές εν δράσει να αντιμάχονται τα τελευταία χρόνια στις δύο άκρες του πολιτικού φάσματος, ή ως φιλο-ΣΥΡΙΖΑ trolls, ή ως neo-liberal activists να “μονομαχούν” με σκληρή γλώσσα και διχαστική αρθρογραφία. Τα επιθετικά posts πεδία σύγκρουσης πολλά: “δραχμή vs ευρώ”, “ευρωπαϊστές vs ευρωφοβιστές”, “ενδοτικοί vs υπερπατριώτες”, “μνημόνιο vs αντιμνημόνιο”, “Τσίπρας vs Μητσοτάκης”, “δημόσιος vs ιδιωτικός τομέας”, κ.ά.
Η έλλειψη ψυχραιμίας είναι χαρακτηριστικό τους και η ευκολία με την οποία συμπαρασύρουν τους συνήθως ουδέτερους “ισαποστάκηδες” ακόμη πιο χαρακτηριστική. Πολύ φοβάμαι πως μπαίνουμε σε μια ιδιάζουσα περίοδο όχι μόνο λόγω του μαύρου σύννεφου τη απειλής του κορονοϊού κατά τη διάρκεια της οποίας η μονοθεματική –εξ ανάγκης– δημόσια ατζέντα θα γίνει και “μονοαποψική” (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός).
Απείθαρχη πένα και πολίτες υπάκουοι
Ο κορωνοϊός ήδη κυριαρχεί στη θεματολογία των ειδήσεων (λογικό), αλλά δεν συνεπάγεται πως, επειδή έχουμε “πόλεμο”, πρέπει να γίνουμε όλοι δημοσιολόγοι και πολίτες υπάκουοι, ακόλουθοι θύματα της όποιας “υπονομευτικής” εκ των άνω επιβαλλόμενης μιντιακής γραμμής. Ο κίνδυνος στους πολέμους είναι αν έχεις απείθαρχη πένα να χαρακτηριστείς μέχρι και “πεμπτοφαλαγγίτης”, ή και “προδότης”, αν διαφοροποιηθείς έστω και κατ’ ελάχιστο, ή διανοηθείς να προτείνεις κάτι μη αρεστό στους κρατούντες τα ηνία της ενημέρωσης.
Από ποιον άραγε; Ο κίνδυνος αυτός ενυπάρχει είτε κάνεις ένα απλό post στο facebook και στο instagram, ή τολμήσεις κάτι ακόμη πιο σύνθετο άρα και ανατρεπτικό. Ο κίνδυνος αυτός μεγαλώνει όταν γράψεις ένα βιβλίο. Δεν ξέρεις ποτέ ποιος ή ποιοι (αν τελικά δεν είσαι ο μόνος αναγνώστης) θα το διαβάσει και βέβαια δεν ξέρεις πώς θα το εκλάβουν, πώς θα το ερμηνεύσουν οι καλοπροαίρετοι ή οι πάντα καραδοκούντες κακοπροαίρετοι.
Δεν είναι σίγουρο πως όλοι οι αναγνώστες θα δουν τα πράγματα από τη δική σου σκοπιά. Και καλά αν το βιβλίο είναι μυθιστόρημα (fiction). Αν δεν τους αρέσει δεν θα το συστήσουν στους φίλους τους και δεν θα αγοράσουν ό,τι άλλο γράψεις, αν σε αφήσουν να ξαναγράψεις… Αν το βιβλίο, όμως, είναι non-fiction οι κίνδυνοι μεγαλώνουν. Γιατί, όπως λέει και ο μέντοράς μου Frank Luntz: «It’s not what you say, it’s what people hear». Και στα ελληνικά «δεν είναι (ισχύει) αυτό που λες, αλλά αυτό που οι άνθρωποι –εν προκειμένω οι αναγνώστες σου– ακούνε».
Ο θρησκευόμενος θείος
Το σχετικό βιβλίο του Frank “Words that Work” πούλησε χιλιάδες αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και αποτέλεσε ένα ακόμη συν, στην υπερεπιτυχημένη καριέρα του ως ενός από τους σημαντικότερους συντηρητικούς strategists στις ΗΠΑ. Το αγαπημένο μου ανέκδοτο γι’ αυτού του τύπου τις αντιδράσεις προέρχεται από έναν άλλο διάσημο συγγραφέα τον Alan Dershowitz, που οι περισσότεροι τον ξέρουν στην Ελλάδα ως ποινικολόγο.
Ήταν ένας από τους δικηγόρους υπερασπιστές στην περιβόητη δίκη του O. J. Simpson. Κάποια στιγμή αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για νομικά θέματα που ανακύπτουν στη Βίβλο. Το ονόμασε The Genesis of Justice (“Η Γένεση της Δικαιοσύνης”). Ο ίδιος είναι κοσμικός Εβραίος, αλλά πιστεύοντας πως έχει υπηρετήσει με σωστό τρόπο το δόγμα του, έστειλε γεμάτος χαρά ένα αντίγραφο σε έναν θρησκευόμενο θείο του για να το σχολιάσει.
Πίστευε πως θα εισπράξει τα εύσημα, όχι τόσο για το περιεχόμενο, όσο για την ενασχόλησή του με ένα κατά βάση θρησκευτικό θέμα. Αμ δε… Δεν υπήρξε καμία αντίδραση για αρκετές εβδομάδες. Έτσι πήρε την απόφαση να του τηλεφωνήσει γεμάτος περιέργεια και να τον ακούσει. Ο ηλικιωμένος Εβραίος ήταν σύντομος και περιεκτικός. «Υπάρχει μόνο μία λέξη που θα ήθελα να αλλάζεις στο βιβλίο». Γεμάτος χαρά, ο ανιψιός τον ρώτησε: «Ποια»; – «Dershowitz», ήταν η μονολεκτική απάντηση του θείου και του έκλεισε το τηλέφωνο… Αυτά συνέβησαν στην –όχι και τόσο μακρινή πια– Αμερική πριν από λίγα χρόνια.