ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Μια κριτική στον “πόλεμο που αλλάζει τον Κόσμο”

Ο Σταύρος Λυγερός στον Γιώργο Σαχίνη για τις "Πρέσπες του Αιγαίου"

Θα είναι η τέταρτη κρίση του 21ου αιώνα, σε μια παγκοσμιοποιημένη υφήλιο γενικευμένου και εργώδους ανταγωνισμού, έναυσμα για νέο ψυχρό πόλεμο, για ένα νέο διχασμό ισχύος ανάμεσα στα κράτη του δυτικού κανόνα ανοικτών κοινωνιών και ενός ευρασιατικού, επανερχομένου αυταρχισμού; Το ερώτημα είναι στο κέντρο του βιβλίου των Σταύρου Λυγερού και Σωτήρη Δημόπουλου “Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον Κόσμο – Οι περίπλοκές σχέσεις Ουκρανών-Ρώσων στην Ιστορία” (εκδόσεις Πατάκη) που κυκλοφόρησε στα μέσα Δεκεμβρίου.

Οι προηγούμενες τρεις κρίσεις (η 11η Σεπτεμβρίου 2001 με τον πόλεμο στην ισλαμική τρομοκρατία, η οικονομική κρίση του 2008 με την κατάρρευση του ανεξέλεγκτου χρηματοπιστωτικού συστήματος και η πανδημία με την πλανητική υγειονομική απειλή) έχουν αφήσει ήδη βαθιά σημάδια αμφισβήτησης της διεθνούς τάξης μετά το 1989. Ο Σταύρος Λυγερός, που υπογράφει το πρώτο μέρος του βιβλίου, με το οποίο θα ασχοληθούμε, θεωρεί ότι ξεκίνησε η απο-παγκοσμιοποίηση με ευθύνη της Δύσης και κυρίως με την ανορθολογική λειτουργία των ΗΠΑ σαν ηγεμονικής και δύναμης.

Η πρόκληση αντισυσπείρωσης Κίνας-Ρωσίας, καθώς και σημαντικών άλλων κρατών στον “Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης” (Ινδία, Πακιστάν, Καζακστάν κ.α.), που αποτελούν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά και η στάση των BRICS και του ΟΠΕΚ είναι η απάντηση στην κλιμάκωση από την Δύση του πολέμου δια αντιπροσώπων στην Ουκρανία.

Ο πόλεμος –σύμφωνα με τον συγγραφέα– ουσιαστικά προκλήθηκε από τις ΗΠΑ και την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και την προσπάθεια επιβολής δημοκρατικών προτύπων σε χώρες διαφορετικών ιστορικών και πολιτισμικών διαδρομών, ταυτόχρονα με εφαρμογή δυτικών κανόνων ελεύθερης αγοράς. Η τεράστια παραγωγή και διάχυση πλούτου, που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και που βελτίωσε σημαντικά τη διαβίωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων τα τελευταία τριάντα χρόνια, μπορεί επομένως να αποσυνδεθεί από την –πρώιμη και πάντως όχι αναγκαία– θεσμική τους θωράκιση με όρους κράτους δικαίου αντί του τωρινού απολυταρχισμού.

Η εποχή Πούτιν

Η μετάλλαξη από το κομμουνιστικό παρελθόν στο εθνικιστικό παρόν του Πούτιν, με την διαμόρφωσή του από τα πάνω, μέσω παραχώρησης εθνικού πλούτου σε μια παρασιτική οικονομική ελίτ, “επανεθνικοποίησε” την ταπεινωμένη χώρα που, παρά την οικονομική της δυσπραγία (1,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ), έχει αντανακλαστικά πυρηνικής υπερδύναμης. Θεωρείται, λοιπόν, ότι ο αταβιστικός αντιρωσισμός του βαθέως αμερικανικού κράτους δυσφορούσε τόσο για τον αποκλεισμό των αμερικανικών πολυεθνικών από το ρωσικό Ελντοράντο, όσο και από την στενή συνεργασία Ρωσίας-ΕΕ (ξεκινώντας από την “οστ πολιτικ” του Μπραντ, ως την ενεργειακή υποτέλεια της Μέρκελ).

Ωστόσο, παρά την ιταμή και εσπευσμένη αποχώρηση από το Αφγανιστάν (2021) μετά το Ιράκ (2011) με κατεύθυνση το Νότιο Ειρηνικό (στόχο ήδη από το 2010 του Ομπάμα αλλά και του Τραμπ), οι ΗΠΑ του Μπάιντεν άρπαξαν την ευκαιρία επιστροφής. Πρόκειται ουσιαστικά περί της επιβολής στους –καλοζωισμένους free riders– Ευρωπαίους μιας ακραίας αντιρωσικής πολεμικής, μαζί με το δικό τους πανάκριβο LNG και τη νεκρανάσταση του ΝΑΤΟ. Είναι χαρακτηριστική, κατά τον συγγραφέα, η δαιμονοποίηση του Πούτιν, και της Ρωσίας γενικότερα, από τα συστημικά ΜΜΕ της Δύσης, που λειτούργησαν ως ακραιφνής προπαγανδιστικός μηχανισμός “χάνοντας την τιμή τους” και εγκαταλείποντας εξόφθαλμα τη δημοσιογραφική δεοντολογία.

Η εισβολή

Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ρητά η παραδοχή της ωμής ρωσικής παραβίασης του Διεθνούς Δίκαιου, που γίνεται κουρελόχαρτο κατά περίπτωση από τις μεγάλες δυνάμεις, και την αποτυχία της αρχικής επέκτασης σε όλη την ουκρανική επικράτεια σε μια αντι-Μαϊντάν επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος. Επισημαίνεται διεισδυτικά ότι αυτή μετέτρεψε σε εχθρούς, δυνάμει φίλιους ρωσοφώνους πληθυσμούς και μεταμφιέστηκε σε “ήπια επέμβαση” και βιαστική προσάρτηση των ανατολικών περιοχών με απειλή χρήσης πυρηνικών.

Ακολούθησε η αναγκαία κλιμάκωση με την επιστράτευση και την παραδοχή πολέμου, όπου θεωρείται ότι τα λάθη της Μόσχας είναι κυρίως επιχειρησιακά, καθώς υποτίμησαν την αμυντική δυνατότητα των Ουκρανών, στηριγμένη σε τεράστιο εξοπλισμό και οικονομική βοήθεια από τη Δύση. Γίνεται αποδεκτή ως προκληθείσα η επιστροφή της υπερδύναμης, λόγω της επικείμενης περικύκλωσης της από το ΝΑΤΟ, αλλά και της καταπίεσης των ρωσοφώνων περιοχών.

Ωστόσο, δεν αναφέρεται ως πιθανή η προσπάθεια ισχυροποίησης του ισοβίου αυταρχικού ηγέτη Πούτιν μέσω εθνικής συσπείρωσης σε ένα νέο “πατριωτικό πόλεμο” με μανδύα ιστορικοπολιτικων μνημών “μεγάλης Ρωσίας”. Αντίθετα, εγκαλείται ο Ζελένσκι για αλαζονεία και μη υλοποίηση των “συμφωνιών Μίνσκ 2”, για την ανοχή επέκτασης των φασιστικών ταγμάτων –έστω και εάν η δημοκρατική εκλογή του υπήρξε σαρωτική, ακόμα και στις αμφισβητούμενες περιοχές– αλλά ακόμα και για την μη αποδοχή της μετατροπής της χώρας του σε “κράτος μαξιλάρι”.

Απο-παγκοσμιοποίηση και αποδολαριοποίηση

Ο συγγραφέας συνολικά προσπαθεί να προσεγγίσει το θέμα του με αμεροληψία, δημοσιογραφική δεοντολογία και πανοπτική, μεταπολεμική γεωστρατηγική ανάλυση (από Κέναν και Μιρσχάιμερ έως Κίσινγκερ και Μπρεζίνσκι), αλλά συχνά η προσέγγισή του βρίσκει το πέταλο και όχι το καρφί. Παρά την δύσκολη άσκηση ισορροπημένης προσέγγισης, συχνά δείχνει να μεροληπτεί.

Ωστόσο, πρωτοτυπεί παρουσιάζοντας εύστοχα δικά του δημοσιεύματα με προβληματισμούς και εκτιμήσεις, μεσούντος του πολέμου και πιθανολογεί (ένα από τα σενάρια) τη μετατροπή της κατάστασης σε στατικό πόλεμο φθοράς. Αναγνωρίζει την δυσκολία σύγκλισης της Ευρασίας, λόγω εσωτερικών διαφορών, απέναντι στην αρραγή ενότητα της Δύσης, εκτιμώντας όμως ότι η πιθανή νίκη της Ρωσίας θα ενισχύσει την αντιδυτική συσπείρωση.

Συνεπώς, θεωρεί ότι στην απο-παγκοσμιοποίηση που άρχισε, η Ευρασία μπορεί να επιβάλλει νέους κανόνες (αποδολαριοποίηση, νέες τεχνολογικές προδιαγραφές, άλλους δρόμους και τρόπους εφοδιαστικών αλυσίδων). Δείχνει, όμως, να υποτιμά τα τεράστια οικονομικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και τεχνολογικά οφέλη, αλλά και τους πολλαπλούς εμπορικούς δεσμούς, εξαρτήσεις και διασυνδέσεις της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου.

Προβλέπει, λοιπόν, ότι με την έντονη και προσχηματική τωρινή αντίδραση υποστήριξης της Ουκρανίας και την πρακτική της, η Δύση “πυροβολεί τα πόδια της”. Έτσι, όμως, η πρόβλεψη ανάδυσης του Οργανισμού της Σαγκάης ως το καινούργιο αντιδυτικό μπλοκ σε ένα νέο ψυχρό πόλεμο φαίνεται πρόωρη και παγιδευμένη στο Θουκυδίδη. Κι αυτό, επειδή παραβλέπει τεράστιες αντιθέσεις (Κίνας-Ινδίας, Ινδίας-Πακιστάν κ.α.) και τις πολλαπλές ετερόκλητες συμμαχίες (AUCUS, RCEP, ASEAN) για να κάνει λήψη του ζητούμενου.

Ένα βασικό σημείο κριτικής

Βασικό σημείο κριτικής στο βιβλίο αφορά και στη μάλλον υπερβολική αποτίμηση της αντίστοιχης ηγεμονιστικής στάσης των ΗΠΑ απέναντι στο διεθνές δίκαιο και η επιχείρηση παγκόσμιας επέκτασης πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος και στήριξης των πολυεθνικών (η σιωπηρή κινεζική διείσδυση του “Δρόμου του Μεταξιού” σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Νότιο Ειρηνικό περνά απαρατήρητη).

Αναμφίβολα στο ζήτημα των “ανθρωπιστικών” παρεμβάσεων, χωρίς έγκριση του ΟΗΕ (Ρουάντα, Σερβία, Κόσοβο αλλά και Λιβύη) υπάρχει ένα τεράστιο θέμα νομιμοποίησης της αυθαιρεσίας των ΗΠΑ με συνεργασία μέρους της Ευρώπης, αλλά δεν μπορεί να είναι το αντίβαρο της Ουκρανίας, ειδικά με δεδομένη την ανοικτή πληγή της Συρίας και της Υεμένης. Όμως, αξίζει να σημειωθεί εδώ, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις, τόσο η δημοκρατική λειτουργία εναλλαγής και ανανέωσης στην εξουσία, όσο και η διαρκής λογοδοσία των ηγεσιών σε ανεξάρτητους θεσμούς στην Αμερική, αλλά και σε ολόκληρη τη Δύση.

Είναι, όμως, όντως εντυπωσιακή η υποτίμηση, από τον συγγραφέα, της Ευρώπης ως πολιτικής δύναμης και ο ισχυρισμός του για μετατροπή της σε παρακολούθημα με την κραυγαλέα υποταγή της στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα γίνεται εμβριθής, υλιστική αποτίμηση του βαρύτατου κόστους από το ενεργειακό, την ακρίβεια, τον πληθωρισμό, αλλά και τη συρρίκνωση ανάπτυξης που επέρχεται για την ΕΕ.

Περιγράφεται λεπτομερώς ο δημόσιος διασυρμός των Ευρωπαίων με το ρούβλι, η Γερμανία εκτιμάται ότι χάνει τον τρίτο, μεγάλο πόλεμο και το ευρώ την οικονομική του βάση, ισχυρισμοί που πάντως δεν επαληθεύονται από τις τρέχουσες εκτιμήσεις, αλλά και τις συνεχώς αναθεωρούμενες προβλέψεις. Ωστόσο, απουσιάζει ολοκληρωτικά η ανάδειξη της έκρηξης της πανευρωπαϊκής, πολιτικής υποστήριξης του αγώνα των Ουκρανών, όχι ως αντίδραση του συρμού και του woke culture, αλλά ως μια αφύπνιση του δημοκρατικού αισθήματος μιας ολόκληρης ηπείρου. Μιας ηπείρου ακραία δοκιμασμένης από τον ολοκληρωτισμό του 20ου αιώνα, της αποικιοκρατίας, των δυο παγκοσμίων πολέμων και του ψυχρού πολέμου, που ενώθηκε πολιτικά και πολιτισμικά το 1989 και βιώνει ξανά έναν πολύ οδυνηρό ακρωτηριασμό με απόλυτη ευθύνη του Ρώσου αυταρχικού μονάρχη.

Ακόμα αποσιωπώνται οι εργώδεις εσωτερικές διεργασίες ενός νέου ισχυρού ευρωπαϊκού αυτοπροσδιορισμού, που βρίσκονται σε εξέλιξη, με συνολική κινητοποίηση των κρατών τόσο σε οικονομία και υγεία, αλλά και πρόσφατη επιτάχυνση σε άμυνα και ασφάλεια. Αυτή η κινητοποίηση, ειδικά μετά την πρόσφατη δοκιμασία της δημοκρατίας με την ανάδυση εθνολαϊκισμών, έντονα αυταρχικών ηγετών και στη Δύση (Τραμπ, Μπολσονάρου, Όρμπαν, AFD, Κατσίνσκι, Λεπέν, Μελόνι κλπ) φαίνεται να μην απασχολεί την γεωστρατηγικη ματιά του συγγραφέα.

Ένας κόσμος ειρήνης και ελευθερίας

Σε μια εποχή επικράτησης της πολιτικής της Ισχύος, όπου κυριαρχεί ο Χομπς και ο Μακιαβέλλι και απουσιάζει ένας καντιανός και ρουσωικός ορίζοντας διεθνούς συνεργασίας και ελευθερίας, φαίνεται να εργαλειοποιείται η δημοκρατία –έστω με τις στρεβλώσεις της– αντιπαραβαλλόμενη στην ίδια βάση με τον αυταρχισμό. Όμως, από την αντίσταση στην Ουκρανία, την αντίδραση για τα μέτρα κορονοϊού του Σι Τζινπίνγκ, την ιρανική εξέγερση κατά της μαντίλας και την ήττα του Μπολσονάρου, ένας νέος κόσμος αγωνίζεται και ασφυκτιά για ελεύθερη έκφραση και αυτοπραγμάτωση.

Η δημοκρατία δεν είναι διαδικαστική υπόθεση, είναι διαχρονικός ορίζοντας του ανθρώπινου πολιτισμού. Έχει Ιστορία, αλλά όχι Γεωγραφία. Σίγουρα η Ουκρανία μπορεί να είναι ένας από τους καταλύτες που μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο, μαζί με την εμπειρία από τις άλλες τρεις πρόσφατες κρίσεις. Είναι ανοιχτό στοίχημα η άποψη του συγγραφέα ότι αυτή η αιτία μπορεί να προκαλέσει ένα νέο ψυχρό πόλεμο με συνεχιζόμενο άγριο παγκόσμιο ανταγωνισμό και με νέα φρενήρη κούρσα εξοπλισμών, όπου –όπως έλεγε ο πατριάρχης της ρεάλ πολιτίκ Μπίσμαρκ– η Ιστορία μας μαθαίνει ότι η Ιστορία δεν μας μαθαίνει τίποτα.

Αντίθετα, μπορεί οι δυνάμεις ελευθερίας και δικαιοσύνης, ορθού λόγου, συναίνεσης και ανοικτότητας να είναι φορείς μιας νέας περιόδου που αναδύεται πλανητικά με την απεριόριστη γνώση και διασύνδεση. Νέοι φορείς μπορούν να κατανοήσουν διαφορετικά την Πρόοδο και να προωθήσουν πιο αποτελεσματικούς, υπερεθνικούς θεσμούς τώρα που οι υπάρχοντες (ΟΗΕ, ΠΟΥ, G7, G20, ΔΝΤ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα και Ιδρύματα) δείχνουν τα όρια τους. Τώρα που είναι κραυγαλέα η αδυναμία των υπερεθνικών ελίτ να ανταποκριθούν στη νέα εποχή, με κανόνες και μέτωπα υπέρβασης των συγκρούσεων ισχύος των αυταρχισμών και αποκατάστασης των τωρινών ανισοτήτων.

Ένας κόσμος πολυπολικός με ενίσχυση του διεθνούς δίκαιου, της ειρήνης, αλλά και της ελευθερίας και δημοκρατίας, ώστε να μην αποτελεί το “κουρελόχαρτο των ισχυρών”, δυτικής ή ευρασιατικής προέλευσης, μπορεί να είναι μια εναλλακτική απάντηση σε αυτό το βιβλίο, που σε κάθε περίπτωση αξίζει να διαβαστεί.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι