Νίκος Πουλαντζάς: Μαρξιστική αφετηρία αλλά και υπερβάσεις
22/05/2019Ο λόγος του Νίκου Πουλαντζά είναι συστηματικός, σαφής, στοχοθετημένος, με αφετηρία τη μαρξιστική μεθοδολογία και θεωρία, στην οποία δίνει έμφαση στη δική του ανάγνωση και ιδίως προστιθέμενη αξία. Υπό το πρίσμα αυτό, θα έλεγε κανείς ότι ο πυρήνας της σκέψης του Πουλαντζά είναι στρατευμένος. Μια στράτευση που επιχειρεί να εξορθολογικεύσει, εδράζοντάς την σε εμπειρικές σημάνσεις, που όμως εξαιτίας των δεσμεύσεών του δεν είναι εμφανές πάντοτε εάν τις χρησιμοποιεί για να επιβεβαιώσει την αφετηρία του ή να τη θέσει σε κριτική δοκιμασία.
Αυτό ακριβώς το εγχείρημα του Πουλαντζά να αναστοχασθεί ορισμένες από τις στερεοτυπικές παραδοχές του μαρξισμού, που τον κρατούσαν δεσμώτη στον κόσμο του 19ου αιώνα και τον εμπόδιζαν να συνεκτιμήσει το γινόμενο των εξελίξεων, συνιστά την πρωτοτυπία του. Αυτή επικεντρώνεται βασικά στο ζήτημα της ‘σχετικής αυτονομίας’ του κράτους και σε τελική ανάλυση στο γεγονός ότι έθεσε στις αφετηριακές βάσεις του μαρξισμού το πολιτικό ζήτημα.
Στην πραγματικότητα, το πολιτικό ζήτημα της διερώτησης για την αυτονομία του κράτους το υπαινίχθηκε ο Μαρξ, αποδίδοντάς του, όμως, τελικά αρνητικό πρόσημο. Ευλόγως, δεν κατάφερε να το αναδείξει στο περιοριστικό κλίμα της τιμοκρατικής αντίληψης της πολιτειότητας που δέσποζε στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής απολυταρχίας. Ο Πουλαντζάς το επικαιροποίησε, με γνώμονα τη μεθάρμοση του ‘κράτους’ της απολυταρχίας σε αιρετή μοναρχία στη διάρκεια του 20ού αιώνα, την καθολική διάδοση της πολιτειότητας (στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα της ψήφου) και τις επιπτώσεις της στο κοινωνικό υπόστρωμα των πολιτικών δυνάμεων.
Από την άλλη, όμως, η συνεπής δέσμευση του Πουλαντζά στον μαρξισμό, κατανοητή υπό τις συνθήκες της εποχής, τον απέτρεψε από του να θέσει σε δοκιμασία σημαίνουσες διαστάσεις της μαρξιστικής ‘επιστήμης’ και να προχωρήσει έτι περαιτέρω την εξέλιξη της σκέψης του. Τούτο προϋπέθετε μια γνωσιολογία που θα τον οδηγούσε σε μια οπτική της κοσμοϊστορίας, η οποία θα ενέτασσε επίσης την εποχή μας στην ταξινομία της. Με τον τρόπο αυτό στερήθηκε της δυνατότητας να επεξεργασθεί ένα στέρεο σύστημα γνώσης ικανό να απαντήσει στα ερωτήματα που εγείρει η ανθρώπινη κατάσταση και στο οποίο θα στηριζόταν για να θεμελιώσει στη συνέχεια το ιδεολογικό του πρόταγμα.
Πρέπει να ειπωθεί ότι η απουσία της γνωσιολογίας αυτής δεν είναι εγγενής στον Πουλαντζά. Επίσης, δεν αφορά μόνο στον μαρξισμό αλλά τη σύνολη νεοτερικότητα. Όντως, ο μαρξισμός δεν διαφοροποιείται ως προς αυτό από την αστική/φιλελεύθερη ιδεολογία του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, παρά μόνον σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό διατακτικό του. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο μαρξισμός αξιολογείται ως αυθεντικό τέκνο του Διαφωτισμού, από τον οποίο παρέλαβε τα ιδεολογικά και γνωστικά του εργαλεία, και τα διακίνησε ως θεμέλιες συνιστώσες της ‘επιστήμης’.