Ο αγώνας για Αυτοδιάθεση-Ένωση που δεν δικαιώθηκε ποτέ
11/04/2022Η επανάσταση της 1ης Απριλίου 1955, που σηματοδότησε την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών αποικιοκρατών, είχε ως στόχο την Αυτοδιάθεση-Ένωση με την Ελλάδα. Ήταν ένας αγώνας, μια αναμέτρηση του λαού της Κύπρου, της ΕΟΚΑ, με τον πανίσχυρο στρατό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Παιδιά του λαού, νέοι αγρότες, εργάτες, μαθητές, που πέρασαν από τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση, ξεκίνησαν ένα αγώνα. Οι μαθητές στις πόλεις, με διαδηλώσεις, κυκλοφορία φυλλαδίων, με αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους. Και τα μέλη της ΕΟΚΑ με σαμποτάζ και επιχειρήσεις κατά βρετανικών στόχων.
Ήταν 1η Απριλίου 1955. Με την απόσταση του χρόνου πολλά μπορούν να ειπωθούν. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να μειώσει εκείνο τον αγώνα. Όταν ξεκινούσε ο αγώνας μπορεί να μην υπήρχε η πολυτέλεια για γεωπολιτικές αναλύσεις για το διεθνές περιβάλλον, που έχουν πάντα τη σημασία τους, αλλά στόχος ήταν ξεκάθαρος από την αρχή. Τη δεκαετία του ΄50 αναπτύχθηκαν ευρύτερα αντι-αποικιακά Κινήματα, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες και αυτό το κλίμα παρέσυρε και τους Έλληνες στην Κύπρο.
Οι Έλληνες της Κύπρου γνώριζαν ότι η ελευθερία και αξιοπρέπεια περνά μέσα από αγώνα, την ένοπλη επανάσταση. Πώς η επιλογή ήταν ελευθερία ή συνέχιση της κατοχής (τρίτος δρόμος δεν υπήρχε). Και αναμετρήθηκαν με την αποικιακή δύναμη. Για την Αυτοδιάθεση-Ένωση. Πολέμησαν για την Ελλάδα και την αποτίναξη από την σκλαβιά. Η επίσημη Ελλάδα, βέβαια, κράτησε αποστάσεις. Εξαρτημένη από τους δυτικούς, τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς, δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις και την “κανονικότητα” της.
Άλλωστε, προηγήθηκε και η χλιαρή έως και αρνητική στάση της ελλαδικής ηγεσίας στο ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950 (Το 95,7% «αξίωσεν την Ένωσιν της Κύπρου μετά της Μητρός Πατρίδος»). Η κυβέρνηση Πλαστήρα είχε αποφασίσει να μην συναντήσει την κυπριακή αποστολή με τους τόμους των υπογραφών, αλλά αναγκάσθηκε να αλλάξει στάση, μετά την θερμή υποδοχή που έτυχε από το λαό.
Αυξεντίου, Μάτσης, Παλληκαρίδης
Αυτός ο αγώνας, είχε πολλές κορυφαίες στιγμές. Είχε τον Γρηγόρη Αυξεντίου να τα βάζει με ένα ολόκληρο στρατό, μόνος- όταν έδιωξε τους συντρόφους του- και να καίγεται μέσα στο κρησφύγετο. Παρά να παραδοθεί, επέλεξε τον θάνατο. Οι Βρετανοί που δεν κατάφερναν να το νικήσουν έριξαν βενζίνη και έβαλαν φωτιά στο κρησφύγετο. Είχε τον Κυριάκο Μάτση που είπε ευθέως στον κατακτητή, στον κυβερνήτη Χάρτινγκ, πως «ου περί χρημάτων των αγώνα ποιούμεθα… αλλά περί αρετής». Κι αυτός σκοτώθηκε σε μια άνιση μάχη, στο Δίκωμο, προτιμώντας να πέσει μαχόμενος παρά να παραδοθεί.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης άφησε να μαθητικά θρανία για να πάει στο βουνό. Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τους συμμαθητές του, τους ανακοίνωνε πως
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά».
Το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956, σε μια μετακίνηση της ομάδας του από την περιοχή του Σταυρού της Ψώκας προς την περιοχή της Λυσού, βρέθηκε αντιμέτωπος με αγγλική περίπολο που εκινείτο με σβησμένες τις μηχανές των οχημάτων, στο δρόμο μεταξύ Λυσού και Σταυρού της Ψώκας κοντά στη Λυσό, στην περιοχή Κόπες, και συνελήφθη κρατώντας όπλο τύπου μπρεν, το οποίο βρισκόταν σε συντήρηση μέσα σε γράσο. Καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στο δικαστή που του ανακοίνωσε την καταδίκη του, είπε: «Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος που αγωνίζεται για την Ελευθερία του».( Ίδρυμα Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ, 1955-1959).Ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στο ικρίωμα της αγχόνης. Παρά τις εκκλήσεις προς τη Βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ευαγόρας απαγχονίστηκε ξημερώματα της 14ης Μαρτίου 1957, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας.
“Διαίρειν και βασίλευε”
Οι Βρετανοί κατά τη διάρκεια του αγώνα ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους στο νησί. Κάθε 50 Κύπριοι και ένας πάνοπλος Βρετανός στρατιώτης. Παράλληλα, σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, κινήθηκαν στη γνωστή πολιτική τους του “διαίρειν και βασίλευε”, ξεκινώντας τη διαμόρφωση σεναρίων για διχοτόμηση. Σε αποχαρακτηρισμένα αρχεία του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, που έγινε το Σεπτέμβριο του 2013, γίνεται αναφορά πως επιστολή του Φόρεϊν Όφις προς τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα με ημερομηνία 2/4/59.
Στην επιστολή σημειωνόταν ότι δε θα ήταν ορθό να δοθεί στην ελληνική κυβέρνηση η μελέτη για πιθανή διχοτόμηση της Κύπρου που είχε συνταχθεί το Μάιο του 1957. Το Υπουργείο παρέπεμπε σε τοποθέτηση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακμίλαν στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 18/12/58, όταν είχε πει ότι η μελέτη έδειχνε πως τεχνικά ήταν δυνατή η διχοτόμηση, αλλά θα προκαλούσε «ανυπόφορες κακουχίες» και επομένως θα αποτελούσε «ομολογία αποτυχίας». Το θέμα είχε ανακινηθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή διότι είχε ζητήσει τη μελέτη ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Αβέρωφ.
Ο κυβερνήτης Φουτ τόνιζε σε σημείωμά του στις 19/11/58 ότι η βρετανική κυβέρνηση έπρεπε με κάθε ευκαιρία να λέει με έμφαση ότι επεδίωκε στην Κύπρο μια λύση που δεν ήταν ούτε Ένωση, ούτε διχοτόμηση, αλλά επτά χρόνια ειρήνης σε ένα αδιαίρετο νησί. Μόνο έτσι εκτιμούσε ότι θα μπορούσαν να πειστούν όλες οι πλευρές να υιοθετήσουν το βρετανικό Σχέδιο Μακμίλαν.
Η “Περί Διχοτόμησης Δέσμευση”
Μεταξύ των εγγράφων περιέχεται και η λεγόμενη “Περί Διχοτόμησης Δέσμευση” (Partition Pledge) των Βρετανών. Ανέφερε ότι ποτέ δεν είχε παραχωρηθεί στους Τουρκοκύπριους το μονομερές και χωρίς όρους δικαίωμα διχοτόμησης του νησιού. «Αυτό που έχουμε πει είναι το εξής: αν η αυτοδιάθεση εφαρμοστεί και αν εσείς οι Τουρκοκύπριοι δε συμφωνείτε με την απόφαση της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, τότε και μόνο τότε μπορείτε να επιλέξετε να μην αποδεχθείτε την απόφαση αυτή και να ασκήσετε το δικαίωμά σας σε διαφορετική αυτοδιάθεση, που θα οδηγούσε, αν το επιθυμείτε, σε διχοτόμηση. Με άλλα λόγια, εφόσον υπάρχει αυτοδιάθεση, θα υπάρχει επιλογή διχοτόμησης. Αλλά μη αυτοδιάθεση σημαίνει μη διχοτόμηση», αναφερόταν συνοπτικά.
Με τον τρόπο αυτό, συνέχιζε το έγγραφο, η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία είχε πάντα βέτο στη διχοτόμηση. Παράλληλα στα έγγραφα περιλαμβάνεται και το κείμενο δημοσίου μηνύματος του Βρετανού κυβερνήτη από τις αρχές Ιουλίου του 1958, στο οποίο σημείωνε πως όλες οι παραπάνω προβλέψεις δε σήμαιναν ότι η Βρετανία θεωρούσε τη διχοτόμηση καλή λύση (τα έγγραφα δημοσιοποιήθηκαν από το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων το Σεπτέμβριο του 2013).
Ο αγώνας του 1955-1959 δεν δικαιώθηκε. Αντί της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης, οδηγήθηκε σε μια κολοβωμένη ανεξαρτησία, εξαρτημένη, που διαιώνιζε την ένταση, την κρίση. Τρία χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, έγινε η πρώτη αποσχιστική κίνηση των Τουρκοκυπρίων, το 1967 η χούντα άφησε χωρίς στρατιωτική κάλυψη το νησί (αποχώρηση μεραρχίας) και το 1974 με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου άνοιξε ο δρόμος για την εισβολή. Από κοντά οι Βρετανοί, που έβλεπαν τα σενάρια τους βαθμηδόν να υλοποιούνται.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ τάχθηκε από την αρχή ενάντια στον αγώνα. Ήταν μια λανθασμένη οπορτουνιστική στάση αφήνοντας την ηγεσία του αγώνα στη δεξιά και την Εκκλησία. Αγκαλιάστηκε, όμως, από ολόκληρο το λαό και οι εκτιμήσεις του ΑΚΕΛ, ότι η ΕΟΚΑ ήταν ένα εθνικιστικό Κίνημα, που θα αποτύγχανε, διαψεύσθηκαν. Η απόφαση της «πλατειάς Ολομέλειας της ΚΕ του ΑΚΕΛ», λήφθηκε τον Μάιο του 1957 και, ανάμεσα στα άλλα, προχωρά και σε μια αναθεώρηση της στάσης του κόμματος απέναντι στην ΕΟΚΑ (το έγγραφο της απόφασης αποκάλυψε ο καθηγητής Ιστορίας, Πέτρος Παπαπολυβίου στον Φιλελεύθερο, 1.4.2017).
Η στάση του ΑΚΕΛ και η αυτοκριτική του
Στην απόφαση η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ θεωρεί ότι οι κυπριακές συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων «επιβεβαιώνουν ακόμα μια φορά την ορθότητα της θέσης του κόμματος έναντι του ένοπλου αγώνα της δεξιάς» και επαναλαμβάνει «την απόλυτη διαφωνία προς την τακτική της ΕΟΚΑ».
Ταυτόχρονα, καταγράφει ότι «στη στάση μας έναντι στην ΕΟΚΑ διαπράξαμε μια σειρά λάθη, μερικά από τα οποία αρκετά σοβαρά». Μάλιστα, η ευθύνη για «τα σοβαρά σεχταριστικά λάθη» αποδίδεται στην «κεντρική ηγεσία του κόμματος και ιδιαίτερα στον κεντρικό καθοδηγητικό πυρήνα»… Και συνεχίζει η Απόφαση: «Πρώτα – πρώτα από την αρχή υποτιμήσαμε σοβαρά το κίνημα της ΕΟΚΑ, θεωρώντας το σαν κίνημα μερικών δεκάδων φανατικών της δεξιάς, προορισμένο να σβήσει σε μερικούς μήνες και δεν μπορέσαμε να μάθουμε και να παρακολουθήσωμε τις προετοιμασίες που γίνουνταν πάνω από τρία χρόνια.
Δεύτερο, η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείο τον Απρίλη του 1955, ήταν μια πολύ βιαστική και αψυχολόγητη ενέργεια, που πρόδινε σύγχυση και έλλειψη ψυχραιμίας και με τον τρόπο που έπιανε το ζήτημα θεωρητικολογώντας για ατομική τρομοκρατία με αποσπάσματα από τον Λένιν, δεν βοηθούσε καθόλου τις μάζες να δουν σωστά για ποιους λόγους το κόμμα μας διαφωνούσε με την τακτική του ενόπλου αγώνα.
Τρίτο, οι χαρακτηρισμοί που σε ανακοινώσεις και άρθρα μας δώσαμε στην ΕΟΚΑ και τους αγωνιστές της, αποκαλώντας τους “Ψευτοδιγενήδες”, “τραμπούκους”, “βαρελότα”, “τρακατρούκες” κλπ ήταν προκλητικοί και σεχταριστικοί που ενώ δεν εξυπηρετούσαν καθόλου την εθνική μας υπόθεση και την ενότητα του λαού, οπλίζαμε την ΕΟΚΑ και το μοναρχοφασισμό στην επίθεσή τους ενάντια στο κόμμα και το λαϊκό κίνημα και έριχναν νερό στο μύλο της διάσπασης και του κινδύνου εμφύλιου σπαραγμού.
(…) Πού οφείλετο η διάπραξη αυτών των σοβαρών σεχταριστικών λαθών της Κεντρικής καθοδήγησης στη στάση μας έναντι της ΕΟΚΑ; Αυτά τα λάθη βασικά οφείλονται στο δογματισμό με τον οποίο βλέπαμε την Εθναρχία, τη Δεξιά και γενικά την κυπριακή αστική τάξη και το ρόλο τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ξεκινώντας από τη θέση του Στάλιν ότι “η αστική τάξη πέταξε στο βούρκο την σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας” εφαρμόσαμε δογματικά αυτή τη θέση στην εκτίμηση μας απέναντι στην κυπριακή αστική τάξη, τη Δεξιά, και την Εθναρχία, που τους βλέπαμε όλους όργανα, “πλασιέ” των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, έτοιμους να προδώσουν την εθνική μας υπόθεση κάμνοντας απαράδεχτους συμβιβασμούς με τους βρετανούς αποικιστές. (…)
Με βάση τη λανθασμένη και δογματική αυτή θέση για την κυπριακή αστική τάξη και την ηγεσία της και το ρόλο της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα που τον χαρακτηρίζαμε “ξενόδουλο” [και] “ανθενωτικό” διαπαιδαγωγήσαμε το κομματικό σύνολο. Και έτσι όταν βρεθήκαμε μπροστά στο καινούργιο αυτό φαινόμενο του ένοπλου αγώνα της δεξιάς δεν μπορέσαμε να εκτιμήσουμε ψύχραιμα και αντικειμενικά αυτό το φαινόμενο».