Ο Ανδρέας Παπανδρέου απέναντι στην Τουρκία – Από το “μη διάλογο” στο “μη πόλεμο”
25/02/2020Σε ένα προηγούμενο κείμενό μας είχαμε αναφερθεί στις αντιθέσεις των ελληνικών (αριστερών) κομμάτων για τα ελληνοτουρκικά. Αφορμή στάθηκε ένας άτυπος διάλογος-αντιπαράθεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, καθώς και η σχετική παρέμβαση του Νίκου Πουλαντζά στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ήταν η περίοδος που είχε ήδη εκδηλωθεί έμπρακτα η τουρκική απειλή, με την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο (1974), την αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου (1973) και την κρίση με το “Χόρα” (1976).
Θυμίζουμε ότι είχαμε κάνει μαζί με τα παραπάνω και μια αναφορά στις τουρκικές πολιτικές δυνάμεις. Είχε βέβαια προηγηθεί η μεθοδευμένη εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο μεταξύ 1941 και 1964, την οποία το ελληνικό κράτος παρακολούθησε παθητικά. Η περίοδος 1974-1989, η λεγόμενη πρώτη φάση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφεται ως η πλέον αυτόνομη στην κίνηση της χώρας στο διεθνοπολιτικό πεδίο από το τέλος του Εμφυλίου και μετά. Επίσης ως η πιο ριζοσπαστική στο εγχώριο επίπεδο, καταδεικνύοντας την ενότητα εθνικού-κοινωνικού ζητήματος.
Η εσωτερική δυναμική του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και η κατεύθυνσή της ως αποτέλεσμα των χαρακτηριστικών του κοινωνικού αγώνα, της δικτατορίας, του Κυπριακού και του ρόλου του αμερικανικού παράγοντα σε συνδυασμό με μια τάση προσωρινής εξισορρόπησης τη δεκαετία του 1970 μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, διατήρησαν μια σχετικά ισοδύναμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η τάση αυτονόμησης εκδηλώθηκε με πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, “ανοίγματα” στις χώρες του ανατολικού μπλοκ και κυρίως τις βαλκανικές χώρες. Μετά την κρίση του “Χόρα”, διαμορφώνεται η θέση για μία ελληνοτουρκική διαφορά και αυτή νομικού χαρακτήρα, αφορώσα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μέσω υπογραφής συνυποσχετικού και παραπομπής του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο.
Παράλληλα η κυβέρνηση Καραμανλή συνυπογράφει με την τουρκική πλευρά το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Βέρνης (1976), που συνιστά μια πρώτη υποχώρηση-αυτοδέσμευση της Ελλάδας για μη διεξαγωγή ερευνών για πετρέλαιο σε αμφισβητούμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα. Ταυτόχρονα, ενισχύεται ο εξοπλισμός των Δωδεκανήσων ως άσκηση του δικαιώματος άμυνας και απάντηση στις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, την εισβολή στην Κύπρο και τη συγκρότηση αποβατικής στρατιάς στη Σμύρνη.
Πολιτική ανάσχεσης από ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ θεωρητικοποίησε και άσκησε πιο επιθετικά, τόσο στο επίπεδο της ρητορικής, όσο και της κυβερνητικής πρακτικής την τάση διεθνοπολιτικής αυτονόμησης, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης, όπως χαρακτηριζόταν, εξωτερικής πολιτικής. Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων η συγκεκριμένη πολιτική έλαβε τις ακόλουθες εκδοχές:
- Μη διάλογος με την Τουρκία, προτού να αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής, φύγουν οι έποικοι και επιστρέψουν οι πρόσφυγες στις εστίες τους (πολιτική της πρόταξης).
- Επανατοποθέτηση του Κυπριακού ως θέματος εισβολής-κατοχής και όχι διμερούς δικοινοτικού διαλόγου, απόρριψη της γραμμής Διζωνική-Δικοινοτική Ομοσπονδία ως πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού.
- Στο Αιγαίο αναγνωριζόταν μία και μόνο ελληνοτουρκική διαφορά, εκείνη της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και τα υπόλοιπα ορίζονταν ως μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις, δηλώνοντας αποδέσμευση από το Πρωτόκολλο της Βέρνης.
- Στη Θράκη πραγματοποίησε παρεμβάσεις πιο κοντά στο γράμμα της Συνθήκης της Λωζάνης και απέναντι στις πολιτικές τουρκοποίησης της μουσουλμανικής μειονότητας που αποδεχόταν το ελληνικό κράτος τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950 και μετά, ίσως και από το Μεσοπόλεμο.
Η εξάντληση του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού που καταγράφηκε στη στασιμότητα της “Αλλαγής”, στη σταδιακή ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού, στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα λιτότητας, στην “υπόθεση Κοσκωτά”, αλλά και στις διεθνοπολιτικές αλλαγές με την άνοδο του Γκορμπατσόφ και τη διαφαινόμενη υποχώρηση της ΕΣΣΔ, οδήγησαν σε αλλαγές στα ελληνοτουρκικά, ειδικά μετά την κρίση του Σισμίκ (1987) και την επιτυχή αντιμετώπιση σ’ εκείνη τη στιγμή του τουρκικού επεκτατισμού.
O Ανδρέας αναθεωρεί και το μετανιώνει
Κατόπιν πιέσεων του διεθνούς παράγοντα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναθεωρεί την πολιτική της στα ελληνοτουρκικά και από το “μη διάλογο” περνά στο “μη πόλεμο”. Είναι γεγονός ότι στο κοινό ανακοινωθέν Παπανδρέου-Οζάλ στη συνάντησή τους στο Νταβός (1988) γίνεται λόγος για διμερή προβλήματα, τα οποία έχουν ιστορική ρίζα, το Κυπριακό αποσιωπάται, ενώ γίνεται αναφορά για την ανάγκη εξέτασης των σχολικών βιβλίων ιστορίας που αναπαράγουν άκαμπτες απόψεις εντός των κοινωνιών για τις σχέσεις των δύο χωρών.
Σε συνέχεια του “πνεύματος Νταβός”, όπως χαρακτηριζόταν εκείνη την περίοδο, υπογράφονται ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) στο Αιγαίο μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών, το λεγόμενο μνημόνιο της Βουλιαγμένης Παπούλια-Γιλμάζ (1988). Τα τότε κόμματα της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΚΚΕ και ΕΑΡ) τοποθετούνται θετικά στο “πνεύμα του Νταβός”.
Κατά την επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα (1988) πραγματοποιούνται μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κυρίως από χώρους της εξωκοινοβουλευτικής ή πασοκογενούς Αριστεράς, ενώ στο ΠΑΣΟΚ εκδηλώνεται εσωκομματική αμφισβήτηση και άρνηση της “πολιτικής Νταβός”, αλλά και απέναντι στο μνημόνιο της Βουλιαγμένης.
Κριτική από δημοσιογράφους και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στους χώρους της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς την περίοδο 1974-1988, όταν η κεντρική πολιτική έχει τα χαρακτηριστικά της αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό, εκδηλώνεται έστω περιορισμένα η διεθνιστική αλληλεγγύη προς τους Τούρκους και Κούρδους πολιτικούς πρόσφυγες και τα κινήματά τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, όταν η κεντρική πολιτική έχει τα χαρακτηριστικά της νομιμοποίησης του τουρκικού επεκτατισμού, η διεθνιστική αλληλεγγύη των σχημάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς προς τους Τούρκους και Κούρδους αγωνιστές απέναντι στο τουρκικό κράτος υποβαθμίζεται και μειώνεται εντυπωσιακά.
Στο ΠΑΣΟΚ, αμέσως μετά τη συνάντηση του Νταβός, συγκαλείται η 3η ειδική σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής (1988) κατόπιν αιτήματος 11 μελών της (“ομάδα των Ιταλών”). Είχε ήδη ασκηθεί καταλυτική κριτική ενάντια στους κυβερνητικούς χειρισμούς από δημοσιογράφους (Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, Σταύρος Λυγερός και Άγγελος Στάγκος), ενώ το γενικότερο διαμορφούμενο κλίμα από τα ΜΜΕ της εποχής ήταν υποστηρικτικό στην “πολιτική Νταβός”.
Κριτική απέναντι στην “πολιτική Νταβός” διατυπώνουν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Σύλβα Ακρίτα, Αντώνης Τρίτσης, Δημήτρης Ρόκος και κυρίως ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, επικεφαλής των “Ιταλών”, με αντιεισήγηση που ζητά όχι μόνον επιστροφή στην προ Νταβός πολιτική αλλά και ενίσχυσή της με ενεργητικές πολιτικές και διεθνείς πρωτοβουλίες στο πεδίο των κινημάτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απέναντι στο αυταρχικό-ρατσιστικό τουρκικό κράτος.
Αλλαγή των βιβλίων
Ειδικά για το θέμα της αλλαγής των σχολικών βιβλίων ιστορίας που περιλαμβάνεται στο κοινό ανακοινωθέν του Νταβός, ο Χαραλαμπίδης θα συνοψίσει τη κριτική του στη φράση «Άλλο ο Κολοκοτρώνης και άλλο ο Δράμαλης». Η Κεντρικής Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ εγκρίνει με μεγάλη πλειοψηφία την “πολιτική Νταβός”. Κατόπιν αυτών και σε ένδειξη διαφωνίας με την πολιτική Νταβός θα παραιτηθούν ο πρέσβης στη Λευκωσία Θέμος Στοφορόπουλος και ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Αιγαίου στρατηγός Δημήτρης Ματαφιάς.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Μαρδάς στο βιβλίο του “Πίσω από τον Ήλιο – Ανδρέας Παπανδρέου: Οράματα και εφιάλτες”, παραθέτει μια πλήρη και αναλυτική περιγραφή της “πολιτικής Νταβός” και των αντιδράσεων που προκάλεσε. Μετά από λίγους μήνες ο Ανδρέας Παπανδρέου θα την αναστείλει, αναγνωρίζοντάς την ως λάθος, με πλέον χαρακτηριστική τη δήλωση mea culpa (1988), αλλά και άλλες δημόσιες δηλώσεις του.
Παράλληλα θα σταματήσει τη διαδικασία εξέτασης και αλλαγής των σχολικών βιβλίων ιστορίας. Η συγκεκριμένη διαδικασία θα επανεκκινήσει επί πρωθυπουργίας Σημίτη με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου (ν. 2929/2001) που θα οδηγήσει στο γνωστό βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση (2007) και το οποίο τελικά δεν θα μοιραστεί στα σχολεία από την κυβέρνηση Καραμανλή, λόγω της έντονης δημόσιας αντιπαράθεσης και των αντιδράσεων που προκλήθηκαν.