Ο Ανδρέας Παπανδρέου ΔΕΝ ψηφίζει τις Πρέσπες – Απάντηση στον Δ. Ψαρρά της «ΕφΣυν»
13/02/2019«Το να λέμε την αλήθεια στη μαζική πολιτική είναι οπωσδήποτε μια πολιτική αναγκαιότητα»
Αντόνιο Γκράμσι
Αφορμή για το σχόλιο που ακολουθεί έδωσε το «Θέμα» της Εφημερίδας των Συντακτών (2-3 Φεβρουαρίου 2019), όπως χαρακτηριστικά επιγράφεται και μάλιστα στο πρωτοσέλιδο, με τον -ευφάνταστο είναι η αλήθεια– τίτλο «Κι όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου ψηφίζει υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών». Το συγκεκριμένο θέμα της Εφημερίδας των Συντακτών είναι τετρασέλιδο και επιμελημένο από τον Δημήτρη Ψαρρά.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο ίδιο φύλλο περιλαμβάνεται και ειδικό επίσης τετρασέλιδο αφιέρωμα για το ΚΚΕ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κοινοβουλευτική δήλωση μετανοίας», λόγω της απορριπτικής στάσης του απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Μάλιστα, η στάση του ΚΚΕ συνοδεύτηκε από κινητοποιήσεις. Είναι σαφές ότι ενόχλησε πολλούς το ΚΚΕ με την αυτονόητη στάση του, όπως είχε ενοχλήσει και με το “όχι” στο Σχέδιο Ανάν, πριν μια δεκαπενταετία. Αναφορικά, λοιπόν,με τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο δημοσίευμα «Κι όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου ψηφίζει υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών», αναφέρω τα ακόλουθα :
Πρώτον, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αναφορά στο δημοσίευμα που να αποδίδεται στον Ανδρέα Παπανδρέου και να αναφέρει με δικά του λόγια ότι ήταν υπέρ της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό ή οποιονδήποτε άλλο προσδιορισμό, ή πολύ περισσότερο υπέρ της μονοπώλησης του όρου Μακεδονία από την άλλη πλευρά, όπως εκ του αποτελέσματος συμβαίνει με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μπορεί να κατέληγε σε έναν συμβιβασμό για το όνομα, μπορεί και όχι. Αυτό είναι θέμα εκτίμησης.
Πάντως, δεν προκύπτει το συμπέρασμα αυτό από τις συγκεκριμένες αναφορές του δημοσιεύματος και, προσωπικά, δεν έχω υπ’ όψιν μου κάποια σχετική δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου που να αναφέρεται σε μια τέτοια προοπτική. Η θέση συμβιβασμού για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό είναι σιωπηρά –και σε διπλωματικό επίπεδο– η θέση των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1996 και μετά, σε επίπεδο ακόμα και προγραμματικών δηλώσεών τους, τουλάχιστον από το 2007 και μετά. Τώρα, αν ήταν σωστή η θέση αυτή ή όχι, καθώς επίσης τι σημαίνει γεωγραφικός προσδιορισμός, χωρεί μεγάλη συζήτηση.
Η γνώμη μου πολύ συνοπτικά –αναλυτικά είναι καταγεγραμμένη στο τρέχον τεύχος 72ο-73ο/2018 του περιοδικού Τετράδια– ήταν ότι η τελική διαπραγματευτική θέση, η συμβιβαστική δηλαδή πρόταση επίλυσης, θα έπρεπε να είναι σύνθετη ονομασία με το Μακεδονία ως γεωγραφικό προσδιορισμό. Κάτι τέτοιο αποδίδει και την ιστορικά διαμορφωμένη πραγματικότητα, γιατί διαφορετικά ο όρος Μακεδονία μετατρέπεται από γεωγραφικό σε εθνολογικό προσδιορισμό. Έτσι, το μέρος οικειοποιείται το όλον με όλα τα παρεπόμενα της εθνότητας και της γλώσσας. Αυτό, δηλαδή, που τελικά συνέβη.
Απόψεις υποβάθμισης ονόματος
Δεύτερον, το δημοσίευμα ερμηνεύει μια αναφορά του Ανδρέα Παπανδρέου ότι το θέμα των Σκοπίων το χειρίζεται ο ίδιος προσωπικά με τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια, ως αποδοκιμασία προς κάποιες δηλώσεις του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Στέλιου Παπαθεμελή, ο οποίος ήταν υποστηρικτής μιας πιο σκληρής γραμμής.
Η πραγματικότητα είναι ότι η αιχμή της συγκεκριμένης δήλωσης του τότε πρωθυπουργού δεν αφορούσε στη δήλωση του Στέλιου Παπαθεμελή, ο οποίος άλλωστε είχε φροντίσει να δηλώσει αμέσως ότι η κυβερνητική πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα εκφράζεται από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών. Αφορούσε σε απόψεις υποβάθμισης του ζητήματος του ονόματος, που είχαν αρχίσει να ακούγονται ακόμα και δημοσίως εντός της κυβέρνησης, και μάλιστα από τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, αρμόδιο για θέματα της ΕΕ, Θεόδωρο Πάγκαλο.
Ο τελευταίος συγκεκριμένα τις εξέφρασε τότε ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, λαμβάνοντας μάλιστα την έμμεση, πλην σαφή, αποδοκιμασία του κυβερνητικού εκπροσώπου εκείνη την περίοδο Ευάγγελου Βενιζέλου (Το Ποντίκι, 20 Ιανουαρίου 1994). Οι απόψεις αυτές προοικονομούσαν ουσιαστικά την κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη από το 1996 και μετά στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Απεναντίας, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, λίγες μέρες μετά τη συγκεκριμένη δήλωση (17 Ιανουαρίου 1994) προχώρησε στην επιβολή εμπάργκο κατά της γειτονικής χώρας (16 Φεβρουαρίου 1994). Ως εκ τούτου, ο τότε πρωθυπουργός δεν βρισκόταν σε τροχιά υποχώρησης, όπως υπαινίσσεται το δημοσίευμα. Αντίθετα, βρισκόταν σε στάση όξυνσης, προκειμένου να προσέλθει η ΠΓΔΜ σε διάλογο για το όνομα, αφού προηγουμένως καταργήσει τον Ήλιο της Βεργίνας ως σημαία του κράτους και τροποποιήσει τα αλυτρωτικά άρθρα στο Σύνταγμά της, ως απαραίτητα προαπαιτούμενα.
Τρίτον, αναφέρει το δημοσίευμα ότι ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου πραγματοποίησε δημοψήφισμα για το ζήτημα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Ως εκ τούτου, συνάγεται το άρρητο συμπέρασμα ότι στερείται ιστορικής νομιμοποίησης το σημερινό αίτημα διενέργειας δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Το δημοσίευμα αποσιωπά, όμως, το συγκεκριμένο ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής.
Ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα
Μια σύγκρισή του με το αντίστοιχο σημερινό δίνει την απάντηση. Συγκεκριμένα: α) Το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία το 1993 με πρόωρες εκλογές για την «αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας» (αρ. 41 παρ. 2 Σ), που τότε ήταν το Μακεδονικό. Συνεπώς, είχε ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Το ΠΑΣΟΚ προσήλθε στις εκλογές με την πολιτική θέση «ούτε Μακεδονία, ούτε παράγωγα» και η ΝΔ με «διπλή ονομασία». Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
β) Η Ενδιάμεση Συμφωνία στον ΟΗΕ ήταν αποτέλεσμα της κυβερνητικής επιλογής να αρθούν τα μέτρα οικονομικού αποκλεισμού, που είχαν επιβληθεί με προηγούμενη κυβερνητική πράξη. Αλλά ήταν αυτό που λέει η λέξη: Ενδιάμεση. Γι’ αυτό και η Συμφωνία των Πρεσπών λέγεται «Τελική». Συνεπώς, δεν υπήρχε ζήτημα, όχι μόνον διενέργειας δημοψηφίσματος, αλλά ούτε καν κύρωσής της με απλό νόμο.
γ) Το ΠΑΣΟΚ διέθετε 170 βουλευτές, έχοντας λάβει 46,88 %, ψήφους 3.235.017, με συμμετοχή 79,21%, από εκλογές που είχαν διεξαχθεί (και) για το συγκεκριμένο ζήτημα. Όχι 35,46%, ψήφους 1.925.904, με συμμετοχή 56,16 %, και 145 βουλευτές (το Μακεδονικό δεν αποτελούσε ζήτημα κατά την προεκλογική περίοδο του Σεπτεμβρίου 2015), προσθέτοντας άλλους έξι με μεταγραφή. Κάποιοι από αυτούς εμφανίζονται την ίδια στιγμή και παραμένουν μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ενός κόμματος που δηλώνει ότι έχει άρει την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση και με επιστολή τους προς τον Πρόεδρο της Βουλής δηλώνουν ότι ψηφίζουν κάθε νομοσχέδιο που εισηγείται η κυβέρνηση.
δ) Το δημοσίευμα παραλείπει να αναφέρει το εξής στοιχειώδες: Δεν υπήρξε το 1995 καμία μαζική διαμαρτυρία, ούτε συλλαλητήρια ούτε κινητοποιήσεις ενάντια στην Ενδιάμεση Συμφωνία. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ούτε διατυπώθηκε λαϊκό αίτημα για δημοψήφισμα ενάντια στην Ενδιάμεση Συμφωνία, όπως έγινε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Επίσης, στην περίπτωση των Πρεσπών η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ δεν ζήτησαν ούτε υιοθέτησαν το λαϊκό αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Η κυβέρνηση της περιόδου 1993-95 απολάμβανε πλήρως την εμπιστοσύνη του λαού και της Βουλής, καθώς η Ενδιάμεση Συμφωνία ουδόλως εκλαμβανόταν ως υπαναχώρηση. Και δεν εκλαμβανόταν, ακριβώς γιατί δεν ήταν. Άνοιγε έναν δρόμο για διαπραγματεύσεις, όπως άλλωστε είχε επισημάνει με διάφορες δηλώσεις του ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατά την περίοδο επιβολής του εμπάργκο, αλλά και πριν από αυτό, που προφανώς εμπεριείχε το ενδεχόμενο συμβιβασμού.
Αλλά την κατεύθυνση του συμβιβασμού δεν την όρισε ούτε την προσδιόρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου ή η Ενδιάμεση Συμφωνία. Ακόμα και η αναφορά στο δημοσίευμα για τη δήλωση Σαμαρά για δημοψήφισμα γίνεται ακριβώς στην κατεύθυνση της περαιτέρω ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης της τότε κυβέρνησης, όχι ως αμφισβήτηση αυτής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η ίδια η δήλωση Σαμαρά.
Η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν ήταν υποχώρηση
Τέταρτον, η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν ήταν υποχώρηση σε σχέση με την πολιτική θέση που επέβαλε το εμπάργκο, το οποίο γενικώς υποβαθμίζεται στο δημοσίευμα. Αλλά μια λογική συνέπειά της. Και ως τέτοια προσλήφθηκε, όπως ανωτέρω αναφέραμε, από τους πολίτες. Γι’ αυτό και δεν προκλήθηκαν λαϊκές διαμαρτυρίες. Οι θέσεις των αντιπολιτευόμενων κομμάτων εκείνης της εποχής (ΝΔ και ΠΟΛΑΝ) αφορούν κυρίως στον ενδοπαραταξιακό ανταγωνισμό τους, δεδομένου ότι και οι δύο επικεφαλής ανήκαν στην εθνικιστική πτέρυγα της λεγόμενης λαϊκής Δεξιάς. Οι δηλώσεις τους, συνεπώς, πρέπει να διαβαστούν και υπό τη συγκεκριμένη οπτική.
Επί της ουσίας, η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν αναγνωρίζει ούτε Μακεδονία, ούτε μη Μακεδονία. Συμφωνείται το λεγόμενο «μικρό πακέτο» με βάση την ορολογία εκείνης της εποχής (δηλαδή συμφωνία πλην ονόματος, άρθρο 5 Ενδιάμεσης Συμφωνίας), σε αντίθεση με το λεγόμενο «μεγάλο πακέτο» που ήταν η πρόταση Βανς-Όουεν τον Μάιο 1993.
Τότε προέκριναν το “Nova Makedonija” με καθεστώς διπλής ονομασίας (άρθρο 5 σχεδίου συμφωνίας), το οποίο είχε αποδεχθεί η ελληνική πλευρά (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) ως βάση διαπραγμάτευσης. Μάλιστα, η ελληνική πλευρά αντιπρότεινε το “Σλαβομακεδονία” πάντα στη γραμμή της διπλής ονομασίας, κάτι που όμως είχε αποκλείσει η πλευρά Γκλιγκόρωφ, τερματίζοντας σε εκείνη τη φάση τον διάλογο.
Ο όρος ΠΓΔΜ δεν συμφωνείται στην Ενδιάμεση Συμφωνία, αλλά προέρχεται από την 817η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τον Απρίλιο του 1993. Συνεπώς, η Ενδιάμεση Συμφωνία οδήγησε στην επανέναρξη διαπραγματεύσεων, με την πλευρά της γειτονικής χώρας να αναγνωρίζει ότι το τελικό όνομά της θα είναι προϊόν διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα. Αυτό ήταν και το διπλωματικό-διαπραγματευτικό κεκτημένο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας για την ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό με την αλλαγή της σημαίας του γειτονικού κράτους, του Ήλιου της Βεργίνας και την αποχή από αλυτρωτισμούς.
Διπλωματικά κέρδη της ΠΓΔΜ
Υπήρξαν βέβαια και διπλωματικά κέρδη για την πλευρά της τότε ΠΓΔΜ, όπως η δέσμευση της Ελλάδας να μην θέτει εμπόδια σε αιτήματα ένταξης της ΠΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς ή συμμαχίες που συμμετείχε ήδη η Ελλάδα, εφόσον η ΠΓΔΜ θα ζητούσε την ένταξή της με την προσωρινή ονομασία και θα τηρούσε τους υπόλοιπους όρους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (αρ. 11 Ενδιάμεσης Συμφωνίας).
Στο πλαίσιο αυτό, ξανάρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Οι θέσεις με τις οποίες προσήλθε η Ελλάδα στις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις, αφορούν στις κυβερνήσεις από το 1996 και μετά. Όπως επίσης και το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά δεν είχε προβεί την περίοδο 1996-2008 σε ρηματικές διακοινώσεις για παραβίαση των όρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από πλευράς της τότε ΠΓΔΜ, είναι ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1996 και μετά.
Κάτι που το βρήκε μπροστά της, όταν το γειτονικό κράτος προσέφυγε το 2008 ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης κατά της Ελλάδας για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στο ζήτημα της απειλής χρήσης βέτο στη Σύνοδο Κορυφής των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, στο Βουκουρέστι το 2008. Το στοιχείο αυτό επισημαίνεται και στην καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση 37/2011 του Διεθνούς Δικαστηρίου .
Πέμπτον, τέλος, και η επιλογή της κεντρικής φωτογραφίας του αφιερώματος της συγκεκριμένης στιγμής του Ανδρέα Παπανδρέου δίπλα στον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι, αποτυπώνει συνειδητά ή ασυνείδητα το εξής: την προσπάθεια κατασκευής ενός Ανδρέα Παπανδρέου που να προσιδιάζει στις επιλογές και κατευθύνσεις του κυβερνώντος κόμματος μετά τον Αύγουστο 2015, εκείνες δηλαδή της υφιστάμενης και δορυφορικής σχέσης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως, ήταν πολιτικά ενεργός και κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’90, περίοδος που διαμορφώθηκε η κυρίαρχη αντίθεση της εποχής μας, μεταξύ των δυνάμεων του υπεριμπεριαλισμού και εκείνων της εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας. Και τάχθηκε με τις δεύτερες. Δεν αδιαφορούσε για τη βούληση του ελληνικού λαού, τόσο για το συγκεκριμένο ζήτημα, όσο και γενικότερα δεν απαξίωνε τις αντιδράσεις των πολιτών, δεν περιφρονούσε το δικαίωμα των Ελλήνων στη μνήμη, την ιστορία, την ταυτότητα του όρου Μακεδονία, όπως κάνουν οι σημερινοί εξουσιαστές.