Ο απογοητευμένος Μακάριος, ο εκνευρισμένος Καραμανλής και ο φιλότουρκος Αμερικανός ΥΠΕΞ
19/08/2019Μια αναφορά, κομβικής σημασίας, η οποία προδίκαζε σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, είχε περιληφθεί στη συμφωνία των εγγυητριών δυνάμεων, στη Γενεύη, τον Ιούλιο του 1974. Η αναφορά «στην ύπαρξιν εν τη πράξει δυο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο» αποτελούσε αναγνώριση των αποτελεσμάτων της εισβολής, η οποία ήταν σε εξέλιξη.
Στο αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή (Γεγονότα και Κείμενα, Όγδοος τόμος), καταγράφονται εκτενώς οι τριμερείς διαπραγματεύσεις Ελλάδος, Τουρκίας, Βρετανίας, μεταξύ 25-30 Ιουλίου 1974, στη Γενεύη. Από τα πρακτικά προκύπτουν πολλά τόσο για τις προθέσεις της Τουρκίας όσο και των άλλων πρωταγωνιστών, της Ελλάδος και της Βρετανίας.
Την 30ή Ιουλίου 1974, στη Διάσκεψη της Γενεύης, οι εγγυήτριες δυνάμεις καταλήγουν σε ένα κείμενο όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως «οι υπουργοί εσημείωσαν την ύπαρξιν εν τη πράξει δυο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο, δηλών ότι εκείνη της ελληνοκυπριακής κοινότητος και εκείνη της τουρκοκυπριακής κοινότητος». Προστίθεται, όμως, ότι «οι υπουργοί συνεφώνησαν να μελετήσουν κατά την προσεχή των συνάντηση τα ανακύπτοντα εκ της υπάρξεως των αυτονόμων διοικήσεων προβλήματα, χωρίς τούτο να προδικάζη τα μέλλοντα να εξαχθούν εκ της καταστάσεως ταύτης συμπεράσματα…». (σελ. 44).
Η διακήρυξη συνοδευόταν από συμπληρωματικό κείμενο (η λεγόμενη ουρά), σύμφωνα με το οποίο «οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου και Βορείου Ιρλανδίας κατέστησαν σαφές ότι η σημερινή διακήρυξις δεν δεσμεύει αυτάς να ερμηνεύσουν τις απόψεις των, την συνθήκην εγγυήσεως του 1960 και τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις των έναντι αυτής της συνθήκης».
Τούτη η αναφορά παρέπεμπε στη δυνατότητα διαφορετικών ερμηνειών σε σχέση με «δικαιώματα» και «υποχρεώσεις» των εγγυητριών δυνάμεων. Εξ ου και η Τουρκία, λανθασμένα και παράνομα, θεωρεί πως η εισβολή του 1974 ήταν απόρροια των υποχρεώσεων που είχε με βάση τις συμφωνίες του 1960.
Η λογική της «εποικοδομητικής ασάφειας»
Άλλωστε, η λογική της «εποικοδομητικής ασάφειας» οδήγησε τις συζητήσεις στο Κυπριακό, σαράντα πέντε χρόνια μετά, σε στρεβλωτικές ρυθμίσεις. Η συμφωνία, λοιπόν, των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας και ειδικότερα η αποδοχή από μέρους της Αθήνας της ύπαρξης δυο διοικήσεων, πριν ακόμη εκδηλωθεί η δεύτερη φάση της εισβολής, συνιστούσε εν πολλοίς την αναγνώριση των επικείμενων τότε αποτελεσμάτων των τουρκικών σχεδιασμών.
Βαθμηδόν και μέσα από πολλές υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις, με τουρκική επιμονή και ελληνική υποχωρητικότητα, αυτό συζητείται σήμερα. Τα περί συνιστώντων κρατιδίων, συστατικών κρατών, έχουν ρίζες πριν από το 1974, καθορίσθηκαν όπως σε συμφωνία των τριών λεγόμενων εγγυητριών δυνάμεων.
Σημειώνεται συναφώς ότι η Τουρκία από τα πρώτα στάδια της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας επιδίωκε την κατάργησή της, τη διάλυσή της. Τα σχέδια εφαρμόζονταν σταδιακά χρησιμοποιώντας ως όχημα εξυπηρέτησης των εθνικών της συμφερόντων και επιδιώξεων την τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Τα τουρκικά σχέδια διευκόλυναν και τις αδυναμίες των εκάστοτε διαχειριστών στη Λευκωσία, αλλά και στην Αθήνα οι ηγεσίες αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Ο Γεώργιος Μαύρος, ο πρώτος μεταπολιτευτικός υπουργός Εξωτερικών, σε δήλωσή του μετά την υπογραφή των κειμένων της συμφωνίας της 30ής Ιουλίου 1974 είπε ότι επιτεύχθηκε «ο πρώτος και ο βασικός σκοπός της Διασκέψεως –η κατάπαυση των εχθροπραξιών και η διακοπή της φοβερής αιματοχυσίας…».
Δεν είναι ικανοποιημένος ο Μακάριος
Ο Μακάριος, βρισκόμενος στο Λονδίνο, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την επίτευξη της συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, «πράγμα που θα θέση τέρμα στην τρομακτική απώλεια ανθρώπινων υπάρξεων και στα τόσα δεινά». Ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας ο Μακάριος κράτησε αποστάσεις:
«Πάντως δεν δύναμαι να ειπώ ότι είμαι ικανοποιημένος από το σύνολο του περιεχομένου της συμφωνίας. Εις το κυριώτερον αυτής τμήμα, που είναι εκείνο το οποίον αφορά την αποχώρησιν των τουρκικών δυνάμεων εκ Κύπρου, η συμφωνία είναι πολύ αόριστος».
Σημειώνεται συναφώς ότι στη συμφωνία υπήρχε αναφορά «για την εκπόνηση μέτρων, που θα οδηγήσουν εις την βαθμιαία μείωση των δυνάμεων, των όπλων, πολεμοφοδίων και άλλου πολεμικού υλικού από την Δημοκρατία της Κύπρου».
Ήταν σαφές πως ο πρώτος στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να σταματήσει η προέλαση του Αττίλα και η αιματοχυσία. Γι’ αυτό υπήρξε πρόθεση να ικανοποιηθούν κάποιες αξιώσεις της Τουρκίας, ώστε να κηρυχθεί εκεχειρία, ως ένα βήμα που θα πρόσφερε χρόνο και ανάσες στη Λευκωσία, στους Ελληνοκύπριους για τα επόμενα βήματα. Το αποτέλεσμα; Συμφωνήθηκε μεν η εκεχειρία, πλην όμως δεν τηρήθηκε ποτέ από την Τουρκία, η οποία κέρδιζε και στο πολιτικό πεδίο. Σημειώνεται πως οι Τούρκοι άφησαν ανοικτό το θέμα της έκτασης της ζώνης μεταξύ των εκατέρωθεν στρατιωτικών, καθώς έθεταν υπερβολικές απαιτήσεις, ενώ δεν ήθελαν ρόλο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.
Προσπάθεια χειραγώγησης του Μακάριου
Στις 2 Αυγούστου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διαβιβάζει μέσω του πρέσβη Άγγελου Βλάχου μήνυμα προς τον Μακάριο. Ένα μήνυμα με το οποίο ο Καραμανλής ήθελε να χαλιναγωγήσει τον Μακάριο, ενώ ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον ήθελε στις Διασκέψεις της Γενεύης. Τον ήθελε όσο μακριά μπορούσε και συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μήνυμα Καραμανλή προς τον Μακάριο κωδικοποιήθηκε ως εξής:
Η ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί απόλυτα αναγκαία στενή συνεργασία μετά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Προς αποτροπή παρεξηγήσεων και αντιφατικών ενεργειών ή δηλώσεων η ελληνική Κυβέρνηση παρακαλεί όπως συνεννοείται ο Μακάριος με αυτήν. Εντός των ημερών η ελληνική Κυβέρνηση θα λάβει αθορύβως τα κατάλληλα μέτρα, ώστε αφενός να ελέγχεται από αυτήν η Εθνική Φρουρά και αφετέρου δε να αποκτήσει ελευθερία κινήσεως ο κ. Γλαύκος Κληρίδης και να δύναται να αναμορφώσει την Κυβέρνησή του.
Η Κυβέρνηση θεωρεί χρήσιμη την παρουσία του Ντενκτάς στη Γενεύη για να υπογραμμισθεί το ανεξάρτητο της Δημοκρατίας της Κύπρου. Η ελληνική Κυβέρνηση πιστεύει ότι θα είναι πολύ χρήσιμη η παρουσία του Μακαρίου στη Νέα Υόρκη, τόσο επειδή είναι η έδρα του ΟΗΕ όσο και διότι θα έχει τη δυνατότητα επηρεασμού της αμερικανικής Κυβερνήσεως, η οποία έχει αποφασιστικό λόγο στο πρόβλημα.
Ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να έχει υπόψη του ότι η Τουρκία, αυτή τη στιγμή, ομιλεί από θέσεως ισχύος. Ο Μακάριος τηλεφωνικώς διαβεβαίωσε τον πρέσβη Άγγελο Βλάχο ότι συμφωνεί με αυτή τη βάση συνεργασίας. Στις 5 Αυγούστου απέστειλε μήνυμα στον Έλληνα Πρωθυπουργό, σύμφωνα με το οποίο σημειώνει πως όλα θα πρέπει να συζητούνται και πως όταν υπάρχει διαφωνία να μην εκδηλώνεται δημόσια.
Περαιτέρω προσφέρει διέξοδο στην Αθήνα τονίζοντας πως εάν κριθεί προς το συμφέρον της Ελλάδος να μην έχει την ευθύνη αποχώρησης από τη Γενεύη, αυτό θα το πράξει η ελληνοκυπριακή πλευρά αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Στο τελικό του σημείο τονίζεται πως «ο Αρχιεπίσκοπος ουδεμίαν θα προσυπογράψει αυθαίρετο πράξις της Τουρκίας και αν ακόμη οι Τούρκοι καταλάβουν ολόκληρη την Κύπρο».
Το άγχος των Αμερικανών για τους Σοβιετικούς
Στις 6 Αυγούστου 1974, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Α. Χάρτμαν, ταξίδευσε στην Αθήνα και ενεχείρησε επιστολή του Κίσιγκερ στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Τα ουσιαστικά ειπώθηκαν στη διάρκεια της συνάντησης του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Αμερικανό Υφυπουργό, τον οποίο εξουσιοδότησε ο Κίσιγκερ (προκύπτει από την επιστολή) να δώσει μηνύματα προς την Αθήνα.
Ο Χάρτμαν δικαιολόγησε την εισβολή. Είπε συγκεκριμένα πως «το Κυπριακό ανάγεται εις χρόνο προγενέστερον των συμβάντων του Ιουλίου του 1974. Βαρύνεται με δυσάρεστον ατμόσφαιρα για τους Τουρκοκύπριους». Μετά που τα είπε ανέφερε πως δεν θα έπρεπε να γίνονται αναφορές στο παρελθόν (!), ενώ υποστήριξε πως «η Τουρκία θέλει ειρηνική λύση».
Αυτό που επιδίωκαν ήταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
- Να αποτραπεί ανάμιξη της Σοβιετικής Ένωσης
- Να καθυστερήσει η επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο για να αποφευχθεί… εμφύλιος σπαραγμός.
- Ο Χάρτμαν είπε πως επείγει επίσπευση της αναζήτησης λύσης και πως «ο Κληρίδης έχει κάποιες σκέψεις σχετικώς». Ζήτησε δε τη στήριξη της ελληνικής Κυβέρνησης για ενίσχυση των ιδεών Κληρίδη (σ.σ. επί του περιεχομένου των ιδεών δεν αναφέρθηκε).
Ο Καραμανλής είπε απαντώντας στον Αμερικανό αξιωματούχο πως «η ουσία του προβλήματος συνίσταται εις τον πειρασμό της Τουρκίας όπως επωφεληθή εξαντλητικώς του άφρονος εγχειρήματος (σ.σ. πραξικόπημα). Διαπνεόμεθα από καλή διάθεση προς αναζήτηση έντιμου και δίκαιας λύσεως. Ουδεμία, όμως, κυβέρνηση και ουδέν κράτος δύνανται να αποδεχθούν εξευτελισμόν. Η Τουρκία εξωθεί προς την κατεύθυνση αυτή. Και εάν επιμένει η Ελλάς θα αναγκασθεί να προσφύγει στα άκρα…».
Ο Καραμανλής ενοχλημένος από τα όσα άκουσε υπέδειξε στον Χάρτμαν πως «τας συμβουλάς περί μετριοπάθειας να τας απευθύνεται κυρίως προς την άλλη πλευρά». Περαιτέρω ανέφερε πως θα ήταν πρόθυμος να συναντήσει τον Ετζεβίτ φτάνει να προετοιμαστεί επαρκώς (η συνάντηση) και να έχει τουλάχιστον ελπίδες επιτυχίας (σελ. 54).