Ο χρόνος και ο άνθρωπος
31/12/2019«Το παρελθόν μιλάει πάντα όπως ένα μαντείο: μόνο ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος, ως γνώστες του παρόντος θα κατανοήσουμε το χρησμό του…. Καλό είναι τώρα να γνωρίζουμε ότι μόνον όποιος χτίζει το μέλλον έχει δικαίωμα να δικάζει το παρελθόν» (Νίτσε)
Οι μελετητές, οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες (φυσικοί, αστρονόμοι) αλλά και ο απλός – καθημερινός άνθρωπος βρίσκονται σε μια αέναη διαπάλη με την έννοια του χρόνου και τις υποδιαιρέσεις του. Οι σχέσεις του ανθρώπου με τις τρεις βασικές υποδιαιρέσεις – παρελθόν, παρόν, μέλλον – ποικίλλουν ανάλογα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις επιστημονικές γνωματεύσεις αλλά και την απλή “βιοθεωρία” του καθενός.
Το παρελθόν ο άνθρωπος το βιώνει μόνο ως μνήμη και γνώση. Δεν έχει καμία εξουσία πάνω του. Δεν μπορεί να το αλλάξει, ούτε να το ξαναζήσει. Ο χρόνος είναι “ανεπίστροφος”, γι’ αυτό τα ιστορικά γεγονότα είναι μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Το παρόν ο άνθρωπος το αντιλαμβάνεται ως τη μόνη πραγματικότητα γιατί αντιλαμβάνεται πως μόνο αυτό βιώνει και μόνο αυτό επηρεάζει άμεσα τη ζωή του. Ωστόσο, διαβλέπει το προσωρινό του χαρακτήρα, αφού η συνεχής ροή των χρονικών στιγμών εξακοντίζει τα πάντα στο χθες και στο απέραντο χωνευτήρι του παρελθόντος.
Ζώντας, όμως, το παρόν αγωνιά για το αύριο και προγραμματίζει το μέλλον του. Αυτό από τη φύση του είναι σκοτεινό, άγνωστο, απρόβλεπτο και ρευστό. Σε αυτό επενδύουν όλες τις ελπίδες, προσδοκίες και τα όνειρά τους.
Ο χρόνος τρέφει τις ουτοπίες
Αν η ιστορία ως γνώση ή επιστήμη είναι ταυτισμένη με το παρελθόν, οι ουτοπίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με το μέλλον. Η ληξιαρχική πράξη γέννησης της έννοιας Ουτοπία είναι το 1516 από το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Μορ “Ουτοπία”. Η διαμάχη, λοιπόν, της ιστορίας και της ουτοπίας είναι πασιφανής, όσες μεταλλάξεις κι αν έχουν υποστεί και οι δυο έννοιες.
Η ιστορία συνιστά μια συντελεσμένη πραγματικότητα – άσχετα με τον υποκειμενικό χαρακτήρα του κωδικού αξιολόγησης και κατανόησης της, ενώ η ουτοπία φαντάζει κινούμενη άμμος, με ρευστό περιεχόμενο και αβέβαιη έκβαση και περιμένει τη δικαίωσή της από το μέλλον.
Ωστόσο, οι ουτοπίες – ιδιαίτερα οι ιδεολογικές και πολιτικές – μαγνητίζουν τα πλήθη, πυροδοτούν επαναστατικές πράξεις μέσα από τη γέννηση θετικών συναισθημάτων για την κατάκτηση του μέλλοντος, και για πολλούς θεωρούνται το “ποιητικόν αίτιον” της ιστορικής εξέλιξης. Κι αυτό γιατί οι ουτοπίες συμπυκνώνουν τις προσδοκίες, τους φόβους και τις ελπίδες ανθρώπων και λαών «Dum Spiro Spero» (Όσο ζω ελπίζω).
Η ύπαρξη της ιστορίας και της ουτοπίας αισθητοποιείται στους δυο αντιπροσωπευτικούς τύπους, τους πραγματιστές και τους ουτοπιστές. Οι πρώτοι ακουμπούν στα ιστορικά συμβάντα (παρελθόν), ενώ οι δεύτεροι στο μέλλον. «Η ουτοπία ανήκει στη σφαίρα του δυνητικού˙ η ιστορία στη σφαίρα της αναγκαιότητας» (Αντώνης Λιάκος). Λεξιλογικά οι τρεις συνιστώσες του χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον) αποτυπώνονται με τους γραμματικούς τύπους: Ην – Έστι – Έσται.
Αυτή η διάκριση βρίσκεται σε πολλά κείμενα, όπως του Ηράκλειτου: «Κόσμον τόνδε ούτε τις θεών εποίησεν ούτε ανθρώπων αλλ’ ην αεί και έστι και έσται πυρ αείζωον». Γλώσσα, λοιπόν, και χρόνος αλληλοπροσδιορίζονται και αλληλοεπιδρούν. Μπορεί οι ρηματικοί – γλωσσικοί τύποι να αποτυπώνουν με ευκολία τη χρονική στιγμή – ροή αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουν να καταγράψουν την ολότητα του χρόνου που είναι απροσδιόριστος και προσλαμβάνεται μόνο ως προσωπική εμπειρία και βίωμα.
Ο ψυχολογικός χρόνος
Γι’ αυτό μιλάμε για ψυχολογικό – βιωματικό χρόνο που δεν παρακολουθεί την αυστηρότητα του ημερολογίου. Ο ψυχολογικός χρόνος συμπυκνώνει τα μυστηριώδη επεισόδια της εσωτερικής ζωής, περιγράφει τις ψυχικές διακυμάνσεις και τις διάφορες συναισθηματικές ταλαντώσεις. Είναι μια καταβύθιση στα έγκατα της ύπαρξής μας.
Αν ο αντικειμενικός – φυσικός χρόνος είναι ποσοτικός χρόνος, ο ψυχολογικός είναι ποιοτικός και γι’ αυτό μη μετρήσιμος. Γι’ αυτό ο ψυχολογικός – βιωματικός χρόνος έχει έναν αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα. Ανάλογα με τη διάθεση, τα γεγονότα και τα βιώματα του υποκειμένου αλλάζει περιεχόμενο και διάρκεια.
Ο χρόνος, δηλαδή, “διαστέλλεται” ή “συστέλλεται” ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων και το περιεχόμενό τους (χαρά – λύπη/ ελπίδα – απογοήτευση). Όταν ο άνθρωπος αισθάνεται εσωτερικά κενός και ο χρόνος βιώνεται ως κενός και τότε ασυνείδητα μετατρέπεται σε προσωπικό δυνάστη και τιμωρό. Επιτυχής είναι η επισήμανση του Απολλώνιου «Βραχύς ο βίος ανθρώπω ευ πράσσοντι, δυστυχούντι δε μακρός» (Στοβ. ΧΧΙ, 34).
Ο χρόνος είναι σκληρός
Είναι ανελαστικός και σκληρός, χωρίς αισθήματα και ευαισθησία. Κρύβει μια δύναμη που μας αποτρέπει από κάθε προσπάθεια να τον συλλάβουμε και να τον ακινητοποιήσουμε. Οι δείκτες του ρολογιού, η Γη και οι πλανήτες γυρίζουν αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν εντός μας ή στον κόσμο. Καθορίζει την ηλικία μας και το πεπρωμένο μας.
Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία τόσο γρηγορότερα φαίνεται να περνάει ο χρόνος, γιατί τα νιάτα και τα γηρατιά βιώνουν κατά διαφορετικό τρόπο την κίνηση – ροή του χρόνου. Οι ηλικιωμένοι περισσότερο νοσταλγούν τις στιγμές, τα βιώματα και τα γεγονότα του παρελθόντος, ενώ οι νέοι βιάζονται να γνωρίσουν τα μελλούμενα, αγνοώντας έτσι πως έτσι πλησιάζουν γρηγορότερα στα όρια του χρόνου τους (θάνατος).
Σε μια δημοφιλή εκπομπή της τηλεόρασης “Η μηχανή του χρόνου” προβάλλονται στιγμές και γεγονότα του παρελθόντος με πρωταγωνιστές ανθρώπους, σημαντικούς ή άσημους. Η εκπομπή εύκολα γεννά τη σκέψη πως ο άνθρωπος βρήκε πολλές μηχανές και κατέκτησε το χώρο. Δυστυχώς, όμως, προς το παρόν, η μηχανή με την οποία θα κινείται ο άνθρωπος ελεύθερα στο χρόνο δεν βρέθηκε. Η πάλη με το χρόνο είναι άνιση. Ο χαμένος εύκολα ανιχνεύεται. «Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση/ κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» (Ελύτη “Η Μαρίνα των Βράχων”).
Η επιθυμία για αιώνια ζωή
Η έννοια του τέλους της ζωής τρομάζει τον άνθρωπο, αν και ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία για μια ζωή αιώνια. Ωστόσο, ενδόμυχα, ίσως, να το σκέφτεται… Συναφής με τα παραπάνω είναι η άποψη του Πασκάλ Μερσιέ στο “Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα”. «Ποιος θέλει στα σοβαρά να είναι αθάνατος; Ποιος θέλει να ζήσει στ’ αλήθεια αιώνια; Πόσο άδεια, πόσο δίχως γεύση θα ήταν η ζωή μας αν ξέραμε: δεν έχει σημασία καμιά, ό,τι κι αν συμβεί σήμερα, αυτό το μήνα, αυτό το χρόνο, αφού έρχονται αμέτρητες μέρες, μήνες και χρόνια δίχως τέλος…. Τι θα μετρούσε πραγματικά αν ήταν έτσι η ζωή μας;
Δεν θα ‘ταν ανάγκη να υπολογίζουμε τίποτα, ούτε καν το χρόνο μας. Δε θα ‘ταν ανάγκη να βιαζόμαστε…. Και νόημα δεν θα ‘χε η μετάνοια κανένα, αφού πάντα θα είχαμε το χρόνο να επανορθώσουμε… Αν, όμως, υπήρχε χρόνος για όλους και για όλα, τότε που θα χωρούσε τη χαρά και τη σπατάλη του;…. Γιατί ένα είναι σίγουρο: θα ήταν σκέτη κόλαση αυτός ο παράδεισος της αθανασίας. Είναι ο θάνατος που δίνει στη στιγμή την ομορφιά και τη φρίκη της. Μόνο χάρη στο θάνατο είναι ο χρόνος ζωντανός χρόνος». (Δέος και φρίκη ενώπιον του Θείου Λόγου).