Ο εθνικισμός των καταπιεστών και ο πατριωτισμός των καταπιεσμένων
15/04/2020Αναφερόμενος στην όλη οπτική των Μαρξ-Ένγκελς για το Εθνικό Ζήτημα, ο Λένιν επισημαίνει ότι δεν χωράει αμφιβολία πως, σε σύγκριση με το “εργατικό”, το Εθνικό Ζήτημα έχει δευτερεύουσα γι’ αυτούς σημασία. Συμπλήρωσε, όμως, ότι η θεωρία τους βρίσκεται τόσο μακριά από το να αγνοεί τα εθνικά κινήματα, όσο ο ουρανός από τη γη.
Αλλά δεν είναι μόνο η διαστρέβλωση της μαρξιστικής λογικής που μετατρέπει το έργο τους σε καρικατούρα. Η διαστρέβλωση αφορά και το έτερο μεγάλο ρεύμα το Αναρχικό, την οπτική του οποίου αγνοούν ή διαστρεβλώνουν οι υποτιθέμενοι συνεχιστές του. Γιατί τι άλλο μπορεί να μαρτυρεί η πλήρης αποσιώπηση της πατριωτικής-διεθνιστικής δράσης του Μιχαήλ Μπακούνιν στο ιταλικό Risorgimento, στο πλευρό των Γκαριμπάλντι και Ματσίνι, ή η παθιασμένη συμμετοχή του στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσμένων σλαβικών εθνοτήτων.
«Συναισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας. Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν με τον δικό τους τρόπο… Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπάει τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Αυτή η αγάπη, όπως γενικά όλες οι ανθρώπινες αγάπες, είναι στη βάση της ένα αίσθημα αρχικά εντελώς φυσιολογικό, ζωώδες. Δεν είναι καθόλου αρετή ούτε καθήκον ούτε θεωρία. Είναι φυσικό γεγονός, αρχικά πολύ περιορισμένο, που δεν ξεπερνά καθόλου τα στενά όρια της κοινότητας.
»Ο πραγματικός, ζωντανός, ισχυρός, φυσικός πατριωτισμός του λαού, δεν είναι καθόλου εθνικός πατριωτισμός, ούτε καν τοπικός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του αποκλειστικά κοινοτικός. Αγαπά επίσης τη γλώσσα που μιλάει ή μάλλον δεν γνωρίζει άλλη και μόνο με τη δική του μπορεί να εκφράσει ό,τι σκέφτεται, ό,τι αισθάνεται και να ζήσει κοινωνικά, ανθρώπινα.
»Ταυτίζεται επίσης με τα έθιμα και τις αληθινές και λαθεμένες αντιλήψεις της χώρας του. Αν αυτά τα έθιμα, αυτές οι ιδέες και αυτή η γλώσσα καλύπτουν μια περιοχή, τότε αρχίζει να γίνεται πραγματικά ένας τοπικός πατριώτης. Αν καλύπτουν ένα ολόκληρο έθνος, τότε γίνεται ένας εθνικός πατριώτης. Με την έννοια αυτή, κανείς δεν είναι τόσο βαθιά ούτε τόσο ειλικρινά πατριώτης όσο ο λαός».
Η σύνθεση εθνικού-ταξικού
Δεν είναι στις προθέσεις της παρούσας η εξαντλητική αναφορά επί των διατυπωμένων απόψεων στάσεων και πρακτικών. Ωστόσο, κρίνω απόλυτα απαραίτητο να σταθώ στην κορυφαία παρέμβαση του Λένιν, κύριου αρχιτέκτονα της λογικής αποφυγής των άκαμπτων αιτιοκρατικών σχημάτων και κεντρικού εισηγητή της διάκρισης ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη. Διανοητή που συνέβαλε στο να ξεκαθαρίσουμε την διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεστών και των εθνικισμό των καταπιεσμένων.
Και στην ίδια λογική και κατεύθυνση κινήθηκε μετά την βαθιά μελέτη του ιταλικού Risorgimento, ο δάσκαλος αρκετών εξ ημών Αντόνιο Γκράμσι για να διατυπώσει με απαράμιλλη διορατικότητα: «Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι το “εθνικό” και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε, για να καταλήξει στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ, που κινείται σε σαφώς αντιθετική τροχιά από τον κλασικό αριστερισμό των Τρότσκι-Μπορντίγκα».
Γνωρίζω, ότι ορισμένοι θα ισχυριστούν, ότι σε μια εποχή διεθνοποίησης-παγκοσμιοποίησης το να σκαλίζεις το παρελθόν για να βρεις ερείσματα στο έθνος και τα εθνικά κινήματα μπορεί και να αποτελεί μια μορφή σχολαστικισμού ή και οπισθοδρόμησης. Πέρα από την αφετηριακά λαθεμένη αντίληψη όλων αυτών που κατά Γκράμσι «αποδοκιμάζουν το παρελθόν για να μην αντιμετωπίσουν το καθήκον του παρόντος», θα επισημάνω το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλες οι πραγματωθείσες –ανεξαρτήτως συνέχειας– επαναστάσεις του 20ου αιώνα είχαν κατεξοχήν πατριωτικό-αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο (κινεζική, γιουγκοσλαβική, ΕΑΜική, αλγερινή, κουβανική και βιετναμέζικη).
Γι’ αυτό και είναι όχι μόνον ορθή, αλλά και επίκαιρη, η διατύπωση του Γκέοργκ Λούκατς: «Ο σοσιαλιστής πολιτικός κινδυνεύει να περιπέσει σε καταστάσεις στις οποίες –από πίστη στις αρχές– θα δρούσε με αντιδραστικό τρόπο… Τα επαναστατικά κόμματα πρέπει απόλυτα να υποστηρίξουν (τις εξεγέρσεις αποικιακών ή μισοαποικιακών λαών)… Το άνοιγμα των (εθνικιστικών) ιδεολογιών προς τον αληθινό διεθνισμό δεν μπορεί να προκληθεί από μια διανοητική και ουτοπιστική προκαταβολή μελλοντικών συνθηκών του σοσιαλισμού, όπου δεν υπάρχει… εθνικό πρόβλημα, αλλά μόνο από την πρακτική απόδειξη ότι το νικηφόρο προλεταριάτο ενός καταπιεσμένου έθνους ξέκοψε από τις καταπιεστικές τάσεις του ιμπεριαλισμού μέχρι τις ακρότατες συνέπειες, μέχρι το πλήρες δικαίωμα της αυτοδιάθεσης».
Γιατί η πραγματικότητα είναι αυτή. Επανάσταση έγινε εκεί που το εθνικό ενώθηκε με το κοινωνικό χωρίς σωβινισμούς και επιθετική αντίληψη προς τα άλλα έθνη. Εκεί που το “Πατρίδα ή Θάνατος” αποτέλεσε το κεντρικό σύνθημα. Έτσι οι Ισπανοί αντιφασίστες πολέμησαν τον Φράνκο. Το “Πατρίδα ή Θάνατος. Θα νικήσουμε!” (Patria o Muerte! Venceremos!) ήταν το σύνθημα του Κάστρο, του Γκεβάρα, αλλά και του Χο Τσι Μινχ. Ήταν ο πατριωτισμός και όχι ο κομμουνισμός που τον ώθησαν να πιστέψει στον Λένιν και στην Τρίτη Διεθνή, επιβεβαιώνοντας την κλασική διατύπωση του Μάο Τσε Τουνγκ: «Τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία, Τα έθνη την απελευθέρωση και οι λαοί την επανάσταση».
Πατριωτισμός και ΕΑΜική παράδοση
Αυτή την λογική υπηρέτησε με τον πιο συνεπή τρόπο και το δικό μας ΕΑΜ, όπως αποτυπώθηκε και στα δυο κορυφαία κείμενά του, το “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”, που έγραψε ο Δημήτρης Γληνός και τον Λόγο του Άρη Βελουχιώτη στην Λαμία. Γιατί, πράγματι, το ΕΑΜ υπήρξε ένα υποδειγματικό πατριωτικό-διεθνιστικό κίνημα που στις σημαίες του είχε γραμμένο το: «Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη την λευτεριά».
Και σε αυτή την στρατηγική κινήθηκε η μεγάλη μερίδα της μαχόμενης ελληνικής Αριστεράς από τους πρωτεργάτες, τον Γληνό και τον Άρη, τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, στη συνέχεια τον Πασαλίδη και τον Ηλιού, το Νίκο Πουλαντζά και τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), τον Νίκο Ψυρούκη και τον Νίκο Σβορώνο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο.
Και είναι αυτή η λογική που ενέπνευσε και εμπνέει παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα, ασυνέχειες και αντιφάσεις την σημερινή πατριωτική-διεθνιστική πρωτοπορία στον πλανήτη, τα αριστερά μπολιβαριανά κινήματα της Λατινικής Αμερικής που εμβληματικά προτάσσουν στις σημαίες τους τον Δημοκρατικό Πατριωτισμό που ξεκινάει από τον Ρήγα και τον Μπολιβάρ για να καταλήξει στον Άρη, τον Γκεβάρα και τους μαθητές τους. Διότι δεν υπάρχει διεθνισμός, χωρίς να υπάρχουν έθνη. Ο ίδιος ο όρος, άλλωστε, το προϋποθέτει.