Ο Κυριάκος ως νέος Σημίτης – Από τον αντικομφορμισμό στη νέα “αστικότητα”
21/07/2019Ένα από τα παραπροϊόντα της πολιτείας του Τσίπρα και της κυβέρνησής του, για το οποίο δεν κάνουμε λόγο, είναι η εντυπωσιακή στροφή μεγάλης μερίδας διανοουμένων (συγγραφέων, καλλιτεχνών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων) προς τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ουσιαστικά σε μία νέα “αστικότητα”.
Άνθρωποι που επί δεκαετίες ψήφιζαν κόμματα της Αριστεράς, ή ΠΑΣΟΚ, τώρα εντελώς φανερά σού ομολογούν ότι προσβλέπουν στον Κυριάκο. Ιδίως όσοι πέρασαν από την ανανεωτική λεγόμενη Αριστερά και αισθάνονται προδομένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ και αηδιασμένοι από την αισθητική της εξουσίας του (πολλοί είναι τέτοιοι), βλέπουν στον Μητσοτάκη μια ελπίδα, ένα νέο Σημίτη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι είχαν στηρίξει και τον Σημίτη την εποχή του.
Δεν κρίνω εδώ το γεγονός, απλώς το επισημαίνω, διότι νομίζω ότι μεσομακροπρόθεσμα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Η πρόσδεση των διανοουμένων στο άρμα της Αριστεράς που εδώ σε μας πρωτοξεκίνησε τον Μεσοπόλεμο, έφτασε στο αποκορύφωμά της την περίοδο 1960-1990, με κεντρικό της ορόσημό τη δικτατορία. Ότι πλέον ένα σημαντικό τμήμα τους δεν θέλει να ακούει γι’ αυτήν, στην μακρά προοπτική θα αλλάξει τον τρόπο που και οι μη διανοούμενοι βλέπουν την πολιτική και τα κόμματα.
Ιδεώδη αστικά που έχουν να κάνουν με το ύφος της πολιτικής, όπως η ευπρέπεια, οι καλοί τρόποι, οι χαμηλοί τόνοι, αλλά και την ουσία της, όπως η τάξη και η ασφάλεια, επιστρέφουν δυναμικά στο προσκήνιο. Αν η αλλαγή ήταν το σύνθημα που μεσουράνησε από το 1981 ως το 2015, τώρα υποκαθίσταται από το αίτημα της “κανονικότητας”. Αλλαγές όπως αυτές του ωραρίου των σχολείων δεν είναι ήσσονος ενδιαφέροντος: συμβολίζουν αυτή την ανάγκη για στροφή-επιστροφή στην κανονικότητα. Ο θρησκευτικός όρκος, η γραβάτα, το “όταν λέμε 9, εννοούμε 9”, επίσης.
Neue Bürgerlichkeit ή νέα “αστικότητα”
Και η ανατίμηση όλων αυτών των πραγμάτων περνάει, μεταβιβάζεται στη δημοσιότητα μέσω των διανοουμένων. Και αλλού έχουμε τέτοια φαινόμενα. Οι Γερμανοί μιλούν για την “neue Bürgerlichkeit”, τη νέα “αστικότητα”. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ, όμως, με ανασύσταση του “συντηρητισμού”: στις οικονομικές τους επαγγελίες οι νεοαστοί είναι φιλελεύθεροι ριζοσπάστες: αμετανόητοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης, του κοσμοπολιτισμού, της “ανοιχτής κοινωνίας”, της “ευελασφάλειας”.
Επειδή, όμως, έστω και υποσυνείδητα, αντιλαμβάνονται πόσο αντιπαθές είναι στα πλατιά στρώματα το ιδεώδες τους, προς τα έξω το αντισταθμίζουν ψυχικά με μια πολιτική των συμβόλων. Η αντίφαση είναι βεβαίως προφανής, και θα φανεί σύντομα. Σε ένα σύστημα που επικαλείται, που εξιδανικεύει μάλιστα την διαρκή διακινδύνευση και όπου η σταθερότητα της εργασίας και του εισοδήματος είναι μνήμες νοσταλγικές, κανένα πρωινό εγερτήριο δεν λύνει το πρόβλημα. Δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία ή την κατάρρευση του “κέντρου”, του βιοτικού εκείνου πυρήνα, για την καταστροφή του οποίου μας μίλησαν ένας Λορεντζάτος ή ένας Γέητς.
Παρ’ όλα αυτά και ο νόστος, ως δύναμη πολιτική, μπορεί να είναι κρίσιμος για ένα διάστημα. Σε κάθε περίπτωση, ο αιώνιος αντικομφορμισμός της Αριστεράς την παρούσα στιγμή μοιάζει γερασμένος, κουρασμένος, passé. Όπως ακριβώς και οι δεσμοί της με τον κόσμο της διανόησης και της τέχνης.