O πολιτικός ηγέτης στον ελληνικό κόσμο
02/01/2021«Ασφαλώς με τέτοιου είδους μεθόδους δεν δημιουργείται το άριστο πολίτευμα αλλά με αυτόν κυρίως τον τρόπο προστατεύεται η δημοκρατία. Γιατί ο δήμος θέλει όχι να είναι υποταγμένος σε μια ευνομούμενη πολιτεία, αλλά να είναι ελεύθερος και να κατέχει την εξουσία. Οσο για την κακονομία λίγο τον μέλει, γιατί εκείνο που εσύ νομίζεις ότι δεν είναι σύμφωνο με την ευνομία, από αυτό ακριβώς αντλεί ο δήμος τη δύναμή του και είναι ελεύθερος» (ΞΕΝΟΦΩΝ, Αθηναίων Πολιτεία 1, 1.8)
Ευθύς μόλις ο άνθρωπος εξήλθε της πρωτόγονης καταστάσεώς του και συγκρότησε τις πρώτες κοινωνικές ομάδες ανέκυψε το ζήτημα της επιλογής αρχηγού-ηγέτη. Μοναδική προσέγγιση στο θέμα αυτό προσφέρει η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία, που θεμελίωσε ο καθηγητής Γεώργιος Κοντογιώργης. Δεδομένου ότι η ατομική ικανότητα κάποιου να ηγηθεί ενός κοινωνικού συνόλου είναι ευθέως ανάλογη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε κοινωνία, η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία διακρίνει καταρχήν δύο είδη κοινωνιών με γνώμονα τη βίωση ή μη της ελευθερίας: τις δεσποτικές και τις ανθρωποκεντρικές.
Δεσποτικές είναι όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων, με εξαίρεση τις κοινωνίες των Ελλήνων, που από πολύ νωρίς συγκροτήθηκαν με ανθρωποκεντρικό πρόσημο. Στις δεσποτικού τύπου κοινωνίες, η έννοια της ηγεσίας εξέλαβε υποκειμενική διάσταση, ερειδόμενη στην κατοχή με ιδιοκτησιακούς όρους της εξουσίας της κοινότητας. Στον αντίποδα αυτής της υποκειμενικής πρόσληψης της ηγεσίας, η αντικειμενική θεώρηση ρίχνει το βάρος στην δυνατότητα καθεμίας κοινωνίας, να έχει λόγο στην πολιτική ζωή και μάλιστα να αυτοκυβερνιέται.
Ο ελληνικός κόσμος ήδη από την κρητομυκηναϊκή εποχή είχε διαμορφώσει τις ανθρωποκεντρικές προϋποθέσεις της πολιτικής ηγεσίας, τις οποίες συν τω χρόνω μετεξέλιξε, ώστε την εποχή των Νομοθετών (7ος-6ος π.Χ. αιώνες) να αναδείξει την έννοια του “αισυμνήτη”. Ο ηγέτης αυτός (λ.χ. ο Σόλων) εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία από το σύνολο των πολιτών και αργότερα από την εκκλησία του δήμου, για ορισμένη θητεία κατά την οποία ελεγχόταν από το δήμο και λογοδοτούσε σ’ αυτόν για τις πράξεις και παραλείψεις του.
Με τη δημοκρατία που εδραιώθηκε, ο δήμος ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου την πολιτεία. Τρεις αιώνες μετά, το Συνέδριο της Κορίνθου ανέθεσε την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του ελληνικού κόσμου στον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β’, τον οποίο διαδέχτηκε ο υιός του Αλέξανδρος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλούταρχος «εις δε τον Ισθμόν των Ελλήνων συλλεγέντων και ψηφισαμένων επί Πέρσας μετ’ Αλεξάνδρου στρατεύειν, ηγεμών ανηγορεύθη…» (Αλέξανδρος 14, 1.2).
Η έννοια της Παμβασιλείας
Ο Αλέξανδρος Γ’ ο Μακεδών δεν αφήνει αμφιβολία για την από κοινού συνέργεια όλων των Ελλήνων –πλην Λακεδαιμονίων– εναντίον των Περσών. Η επεκτατική πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου σφραγίστηκε από την προσωπική του ευφυία και ευελιξία, χάρη στις οποίες κατόρθωσε τη μέγιστη νομιμοποίησή του, από τους κοσμικούς και θρησκευτικούς άρχοντες των κατακτημένων περιοχών. Ο ίδιος μετέβαλε τη βίαιη επιβολή σε εκούσια προσχώρηση των αφροασιατικών κρατικών δεσποτειών στο ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του ελληνικού κόσμου.
Στην Ελλάδα διατήρησε την πολεοτική αυτονομία με αντάλλαγμα την αναγνώρισή του ως ηγεμόνα των Ελλήνων. Ο Αλέξανδρος αποκλήθηκε Μέγας, διότι οικοδόμησε στους κατακτημένους λαούς το θεσμό της παμβασιλείας, υπερβαίνοντας την έως τότε καθιερωμένη προσέγγιση της μοναρχίας στα ελληνικά βασίλεια και επικαλύπτοντας το σύνολο της οικουμενικής επικράτειας. Ο παμβασιλεύς Αλέξανδρος ταυτίστηκε με το νόμο καθαυτόν, εγγράφοντας την ειδοποιό διαφορά του τόσο από τους σύγχρονούς του φαραώ και σατράπες, όσο και από τους μεταγενέστερους, φεουδάρχες της Εσπερίας.
Η τοιουτοτρόπως διαμορφωμένη έννοια της παμβασιλείας εξελίχτηκε με απαράλλακτη ταυτολογική ομοθεσία, διατρέχοντας το σύνολο της ελληνιστικής γραμματείας, από τον Αριστοτέλη ως τον Πολύβιο. Ο Έλλην βασιλεύς περιγράφεται απ’ όλους τους συγγραφείς ως “διαλλακτής”, ο οποίος κατασκευάζει και κοσμεί την πόλη, ως επίτροπος και όχι ως τύραννός της. Ο παμβασιλεύς λοιπόν ενσαρκώνει την πολιτειακή νομιμότητα και την πολιτική βούληση, ανάγοντάς τις σε κορυφαία εναρμονιστική λειτουργία της οικουμενικής Κοσμόπολης.
Αργότερα, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, η έννοια του ηγέτη ως εννόμου επιστάτη θα αντιπαρατεθεί προς την έννοια του Ρωμαίου αυτοκράτορα-Ιμπεράτορα, που αντανακλούσε το δηλωτικό βαρβαρικό πρόσημο του ρωμαϊκού Imperium. Εν τέλει, η εννοιολογική ολοκλήρωση του θεσμού της έννομης επιστασίας συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της βυζαντινής Οικουμένης, όπου η κοσμική εξουσία του βυζαντινού βασιλιά έφτανε μόνο έως τα τείχη των πόλεων και δεν καταλάμβανε εν έκαστον των πολιτών της μητροπολιτικής πόλεως.
Ακριβώς η ετυμολογία της λέξεως Κοσμόπολις σημαίνει τον κόσμο όλον οργανωμένο ως μία πόλη. Εντός αυτής, ο βυζαντινός βασιλιάς εκλέγεται, ελέγχεται και ανακαλείται ελεύθερα από την εκκλησία του δήμου των κοσμοπολιτών. Απ’ αυτήν έλκει την πολιτική του εξουσία και σ’ αυτήν λογοδοτεί. Χαρακτηριστική της εναρμονιστικής φύσης της έννομης επιστασίας είναι η απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β’: «Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι, ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της. Γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δεν λυπόμαστε για τη ζωή μας» (Γ. Φραντζή, το Χρονικόν της Αλώσεως).
Η έννοια της αιρετής Μοναρχίας
Στον αντίποδα του ανθρωποκεντρικά διατεταγμένου αναπτύγματος των ηγετών του Ελληνισμού, διαμορφώθηκε από τον Διαφωτισμό η έννοια του δυτικού μονάρχη στις εξερχόμενες από τη φεουδαρχία, μεσαιωνικές κοινωνίες. Το πολιτικό πρόταγμα των τότε δουλοπαροίκων ήταν η απελευθέρωσή τους και η πολιτειακή συγκρότησή τους σε εθνοκράτη.
Γι’ αυτό οι Γάλλοι κυρίως διαφωτιστές, άλλαξαν τον επιθετικό προσδιορισμό της εσπεριανής μοναρχίας, από κληρονομική σε αιρετή. Στο νεοελληνικό κράτος, η εγκαθίδρυση της βαυαροκρατίας στην μήτρα του ανθρωποκεντρικού Ελληνισμού, υποδούλωσε αυτόν σε καθεστώς μοναρχευομένης ολιγαρχίας, αδιαλείπτως ως τις μέρες μας.
Υπ’ αυτήν λοιπόν τη γνωσιολογική θεώρηση της κοσμοϊστορίας διαπιστώνουμε ότι η τυπολογία της πολιτικής ηγεσίας παρακολουθεί τη φάση των εκάστοτε κοινωνιών, ως εξής:
- Πρώτον, στη μοναρχευόμενη ολιγαρχία, ο μονάρχης ηγεμονεύει στην κοινωνία, ιδιοκατέχοντας το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, όντας ταυτόχρονα εντολέας και εντολοδόχος. Σ’ αυτόν τον τύπο ηγεσίας υπάγονται όλες οι σύγχρονες “δημοκρατίες” της νεοτερικότητας.
- Δεύτερον, στην αντιπροσωπευτική πολιτεία, ο ηγέτης περιορίζεται σε ρόλο εντολοδόχου και η κοινωνία καθίσταται εντολέας της πολιτικής.
- Τρίτον, στη δημοκρατία, ο ηγέτης είναι ένας απλός ρήτορας, σε ρόλο συμβούλου της πολιτικά συντεταγμένης κοινωνίας, ενώ η κοινωνία ενσωματώνει το πολιτικό σύστημα και ασκεί την καθολική αρμοδιότητα.
Η εν λόγω τριμερής τυπολόγηση των πολιτειών και συνακόλουθα των ηγεσιών, απαντά στο μείζον ερώτημα της εποχής μας “γιατί υπάρχει έλλειμμα ηγεσίας;”. Τελικά, το ερώτημα είναι κατά το μάλλον ή ήττον ρητορικό, αφού με κριτήριο το κοινωνικό συμφέρον ως σκοπό της ασκούμενης πολιτικής, κατάλληλος ηγέτης αναδεικνύεται η ίδια η κοινωνία των πολιτών.