Ο πολιτικός λόγος στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή
30/07/2024«Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» είχε πει ο Όττο φον Μπίσμαρκ θέλοντας να επισημάνει τους περιορισμούς που προκύπτουν από παράγοντες που το πολιτικό προσωπικό δεν μπορεί να αλλάξει. Τα όρια μεταξύ του “εφικτού” και του “ανέφικτου” καθορίζονται από το αξιακό σύστημα του πολιτικού υποκειμένου, την ιδεολογία του και τις ταξικές του αναφορές.
Για κάποιους, το “εφικτό” ταυτίζεται με την αναγκαστική διαχείριση του κατεστημένου ως να μην υπάρχει καμία άλλη επιλογή και συνεπώς με την αδράνεια, την παραίτηση από κάθε προσπάθεια και διεκδίκηση, την υπονόμευση κάθε προσδοκίας, ενώ για άλλους ταυτίζεται με τη δυνατότητα διεκδικήσεων στη βάση νέων ισορροπιών, την προσπάθεια αλλαγών εκκινώντας από αυτές που δε θα δημιουργήσουν καταστροφικές αναταράξεις, τον αγώνα να παραμείνει “ανοιχτός” ο ορίζοντας.
Η πολιτική ως “τέχνη”
Εξάλλου στην παραπάνω φράση, η πολιτική δε χαρακτηρίζεται ως “τεχνική”, αλλά ως “τέχνη” που σημαίνει το εσωτερικό φως που ακόμα και μέσα στο σκοτάδι μπορεί να φωτίσει το νου. Αν η πολιτική ακολουθήσει το “εφικτό” με την πρώτη του σημασία τότε οι κοινωνίες δεν εξελίσσονται. Η πολιτική μετατρέπεται σε μία κυνική διαχείριση που χαρακτηρίζει πραγματισμό ακόμα και την απεμπόληση κάθε δικαίου. Αν η πολιτική, όταν οι περιορισμοί την υπερβαίνουν, ακολουθήσει το “εφικτό” με τη δεύτερη σημασία τότε δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους με φαντασία και δράση, δεν φτωχαίνει τις προσδοκίες.
Και το “ανέφικτο” δεν έχει θέση στην πολιτική; Ασφαλώς και έχει, γιατί διαφορετικά δε θα υπήρχε στην Ιστορία καμία αλλαγή, καμία εξέγερση, καμία επανάσταση, κανένα όραμα. Όμως το “ανέφικτο” γίνεται πραγματικότητα δια της συλλογικής σκέψης και δράσης και όχι αν επί μέρους βουλήσεις θεωρήσουν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια.
Εάν συμβεί το δεύτερο, τότε η ταύτιση με την πρώτη προσέγγιση του “εφικτού” είναι εμφανής. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις διακινούν με απόλυτη ευλάβεια το δικό τους αφήγημα ως το μόνο “αληθές” που ως ιεροκήρυκες εμμένουν σε απαράβατους όρους “κόλασης” και “παραδείσου”. Ο πολιτικός λόγος από την αρχαιότητα έως σήμερα παραδέρνει ανάμεσα στο “εφικτό” και το “ανέφικτο” κι άλλοτε καταφέρνει σπουδαίες τομές και επιτεύγματα κι άλλοτε οδηγεί σε απώλειες και καταστροφές. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να αναλύσει τον πολιτικό λόγο των ηρώων στην τραγωδία “Αντιγόνη” και να αναζητήσει τις αιτίες της εκατέρωθεν ήττας.
Η έννοια της πολιτικής στην “Αντιγόνη”
Στην τραγωδία “Αντιγόνη”, η έννοια της πολιτικής διατρέχει το έργο όχι μόνο ως προς την πλοκή του, αλλά και ως προς την υποκειμενικότητα των πρωταγωνιστών. Εξάλλου, στην κλασσική Αθήνα, δε νοείται “υποκείμενο” χωρίς την ιδιότητα του πολίτη. Κρέων και Αντιγόνη συγκρούονται στην προσπάθειά τους να προσδιορίσουν την έννοια της νομιμοποίησης της εξουσίας και των αποφάσεων: οι θεσμοί ή οι θεοί;
Η μεν Αντιγόνη αρνείται τις κρατικές συντεταγμένες και δεν ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις της άρνησής της, παρά τις παραινέσεις του Χορού. Ο δε Κρέων αδυνατεί να κατανοήσει τις επιπτώσεις της δικής του απόφασης, παρά τις παρεμβάσεις του Χορού που καλεί στη δημιουργία αποφάσεων ικανών να οδηγήσουν στον συγκερασμό του ανθρώπινου και του θείου νόμου.
Η σύγκρουση ανάμεσα στη βία του κράτους και στην ελεύθερη βούληση απασχολεί διαχρονικά τους πολιτικούς αξιολογικούς μας κώδικες. Και το ερώτημα είναι με ποιο κριτήριο θα πρέπει να αποτιμηθούν οι ενέργειες των ανθρώπων. Με το κριτήριο του χρέους προς το σύνολο στο πλαίσιο του κράτους ή με το κριτήριο του χρέους προς το άτομο στο πλαίσιο της ηθικής; Η σύγκρουση Κρέοντα και Αντιγόνης παραπέμπει στην αιώνια σύγκρουση του δίπολου Άτομο – Κράτος. Η μεν Αντιγόνη υπερασπίζεται με πάθος τους άγραφους νόμους και το εθιμικό δίκαιο. Με το ίδιο πάθος ο Κρέοντας υπερασπίζεται τους γραπτούς νόμους και το ανθρώπινο δίκαιο.
Η “Αντιγόνη” και η αυταρχικότητα
Η τραγωδία του Σοφοκλή “Αντιγόνη” έχει καταγραφεί στις συνειδήσεις μας ως πρόταση καταγγελίας της αυταρχικότητας της εξουσίας και επιδοκιμασίας της ανυπακοής απέναντι στην κρατική εξουσία. Όμως, ας μη μας διαφεύγει ότι ο Κρέων εκπροσωπεί το άστυ, τη νομική υπόσταση του κράτους, την οργανωμένη πολιτική κοινωνία και η Αντιγόνη την “ηθική του κοινού αίματος”, που έχει πια επιβιώσει ως παράδοση και άγραφος νόμος, ο Κρέων τον ορθό λόγο και η Αντιγόνη τις θεϊκές δοξασίες. Άραγε σε ποια πλευρά είναι η πρόοδος; Δεν θα απαντήσουμε ποια πλευρά έχει με το μέρος της το δίκαιο ή το άδικο γιατί δεν θα μιλούσαμε για τραγωδία, ούτε για ένα διαχρονικό έργο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορούν να συνυπάρξουν η ηθική τάξη με τους ανθρώπινους νόμους; Ποιος είναι ο νομιμοποιητικός παράγοντας των ανθρώπινων πράξεων, το ανθρώπινο – κρατικό δίκαιο ή το θεϊκό δίκαιο; Δίκαιο και ηθική πάντα θα παρουσιάζουν διαφορές, οι νόμοι αποτελούν ρύθμιση ετερόνομη, ενώ η ηθική αποτελεί αυτοδέσμευση, το δίκαιο οφείλει να επικυρώνει τις ηθικές αντιλήψεις μιας κοινωνίας, παράλληλα όμως, το ανθρώπινο δίκαιο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας νέας ηθικής.
Δίκαιο και ηθική δεν ταυτίζονται, πρέπει όμως να αλληλοσυμπληρώνονται. Το σίγουρο είναι ότι Κρέων και Αντιγόνη υπερβάλλουν με την απολυτότητά τους ο πρώτος στο ανθρώπινο δίκαιο και η δεύτερη στην προσήλωση στο θεϊκό δίκαιο. Και οι δύο υποφέρουν μέσα σε αυτή την απολυτότητα. Ο Σοφοκλής με τα λόγια του Χορού υπενθυμίζει το ρόλο του μέτρου «Πολλώ το φρονείν ευδαιμονίας πρώτον υπάρχει». Η φρόνηση που είναι ένα από τα προαπαιτούμενα της αριστοτελικής αρετής δεν χαρακτηρίζει ούτε τον Κρέοντα ούτε την Αντιγόνη. Η αριστοτελική μεσότης δεν έχει θέση στην πολιτική υποκειμενικότητα των πρωταγωνιστών.
Η πολιτική νομιμοποίηση στην Αντιγόνη
Εν τέλει Κρέων και Αντιγόνη συγκρούονται για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της πολιτικής νομιμοποίησης. Το περιεχόμενο που της προσδίδουν είναι διαφορετικό, η μέθοδος όμως ίδια. Διαφέρουν ως προς το τι είναι “νομιμοποίηση”, δεν διαφέρουν όμως ως προς τον τρόπο που διεκδικούν την άποψή τους. Και οι δύο πλευρές είναι κλειδωμένες στις απόψεις τους, στη δική τους αλήθεια, είναι παγιδευμένοι στην επιθυμία αποκλεισμού του άλλου επιχειρώντας την ολοκληρωτική του ήττα, διακατέχονται από έντονα συναισθήματα ανησυχίας, απογοήτευσης, θυμού αδυνατώντας να ακολουθήσουν τη συμβουλή του Χορού για την ισορροπία. Έτσι οι αποστάσεις μεγαλώνουν, οι υπάρχουσες διαφορές διογκώνονται και ο καθένας επιδιώκει να “συνθηκολογήσει” ο αντίπαλος προσθέτοντας κι άλλη πίεση. Τελικά η σύγκρουση για την πολιτική νομιμοποίηση από κοινωνικό φαινόμενο εξελίσσεται σε “υπαρξιακή ανάγκη” των ηρώων γιατί δεν κατάφερε κανείς τους τη σύνθεση
Όμως η προσέγγιση ενός κοινωνικού φαινόμενου ως “υπαρξιακής ανάγκης”, η οντολογική θεώρηση των ανθρώπινων αποφάσεων και ενεργειών δεν απέχει από τον κίνδυνο αιτιολόγησής τους ως μιας φυσικής διαδικασίας και όπως η φύση είναι το πρωταρχικό, το γνήσιο και το ιερό, έτσι και οι απόψεις των ηρώων είναι για τον καθένα τους πρωταρχικές, γνήσιες, ιερές και συνεπώς αληθείς.
Οι ήρωες απαιτούν να αναγνωριστούν οι απόψεις τους απόλυτα λόγω της άφθαρτης ύπαρξής τους και γι’ αυτό δεν μπορούν να τροποποιηθούν, να αλλάξουν. Η ταφή για την Αντιγόνη επιβάλλεται από το Θείο, αποτελεί την αιώνια πραγματικότητα, το ίδιο και η μη ταφή για τον Κρέοντα, επιβάλλεται από το κράτος που είναι επίσης μία αιώνια πραγματικότητα.
Οι διαφορετικές οπτικές
Είναι ένας ύμνος στη “φυσική” τάξη πραγμάτων. Για την Αντιγόνη ο θεϊκός νόμος είναι η ολότητα, για τον Κρέοντα ο ανθρώπινος νόμος/το κράτος είναι η ολότητα. Και στις δύο περιπτώσεις η ολότητα δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή κι έτσι «η ολότητα μυστικοποιείται προγραμματικά», όπως θα ανέφερε ο Μαρκούζε. Η φυσικοποίηση του πολιτικού λόγου διαπερνά και την Αντιγόνη και τον Κρέοντα, οι απόλυτες βουλήσεις δεν γνωρίζουν από την διαλεκτική της ιστορίας και οδηγούν την Αντιγόνη στο θάνατο και τον Κρέοντα στην παράνοια. Η Αντιγόνη δεν ενήργησε όπως η Ανδρομάχη στις Τρωάδες του Ευρυπίδη, όταν ο Ταλθύβιος την προειδοποίησε λέγοντάς της:
Αντίσταση γι᾽ αυτό καμιά μη δείξεις·
ούτε κατάρες ούτε τίποτ᾽ άλλο
που να ερεθίζει ή που να μην ταιριάζει.
Γιατί αν πεις κάτι κι ο στρατός πεισμώσει,
ούτ᾽ έλεος το παιδί θα δει ούτε τάφο.
Ενώ αν δεχτείς γαλήνια το μοιραίο,
κι άταφο δε θα μείνει, και σ᾽ εσένα
οι Αχαιοί πιο καλή θα δείξουν γνώμη.
(στ.733-740)
Και η Ανδρομάχη παρά τον θυμό και τον πόνο της για την βάρβαρη και αναίτια, όπως την χαρακτηρίζει, σφαγή του Αστυάνακτα, πείστηκε από τα λόγια του Ταλθύβιου κι έτσι απέτρεψε τη μη ταφή. Ήταν επώδυνος για την Ανδρομάχη ο συγκερασμός, αλλά ήταν η λύση. Ο Κρέων δεν ενήργησε όπως ο Οδυσσέας στον Αίαντα του Σοφοκλή, όταν διαφώνησε με τον Αγαμέμνονα υπερασπιζόμενος τον νεκρό. Στην άρνηση του Αγαμέμνονα να ταφεί ο Αίας ο Οδυσσέας υπενθυμίζει την αναγκαιότητα συγκερασμού λογικής και ηθικής.
ΑΓ. Εσύ, Οδυσσέα, τώρα παίρνεις, εις βάρος μου, το μέρος του;
ΟΔ. Εγώ ασφαλώς, που τον μισούσα τότε που έπρεπε να τον μισώ.
ΑΓ. Δεν πρέπει ωστόσο να πατήσεις πόδι και στον πεθαμένο;
ΟΔ. Δεν είναι, γιε του Ατρέα, σωστό να χαίρεσαι μ᾽ άσχημα κέρδη.
ΑΓ. Δεν είναι όμως κι εύκολο να δείχνει σέβας ο μονάρχης.
ΟΔ. Εύκολο όμως είναι να τιμά τους φίλους, όταν του λένε το σωστό.
ΑΓ. Ο τίμιος όμως και σωστός οφείλει υπακοή στους άρχοντες.
ΟΔ. Πάψε· δική σου η νίκη, αν δέχεσαι να σε νικούν οι φίλοι.
ΑΓ. Σκέψου μονάχα σε ποιόν άνθρωπο χαρίζεσαι.
ΟΔ. Ήταν όντως εχθρός, υπήρξε όμως και γενναίος άντρας.
ΑΓ. Τί πας να κάνεις τώρα; θα σεβαστείς νεκρό έναν εχθρό;
ΟΔ. Μετράει η αξία του από την έχθρα περισσότερο.
………………………………………..
ΑΓ. Που πάει να πει, μου λες ν᾽ αφήσω να ταφεί ο νεκρός;
ΟΔ. Το λέω και το πιστεύω· γιατί κι εγώ μια μέρα θα βρεθώ στην ίδια θέση.
(στ. 1346-1365)
Στον παραπάνω διάλογο ο Οδυσσέας, εκείνος που έκανε τον τρελό για να αποφύγει τον πόλεμο, αλλά και εκείνος που αργότερα με την ευστροφία του θα τον κερδίσει, έχοντας προστάτιδα την Αθηνά, τη θεά της σοφίας, επιτυγχάνει τον συγκερασμό γιατί κι εγώ μια μέρα θα βρεθώ στην ίδια θέσηκής και ηθικής κλείνοντας με την φράση που δείχνει τον υψηλό βαθμό ενσυναίσθησής του.
Η Αντιγόνη και ο Κρέων παρέμειναν εγκλωβισμένοι στη λογική του «θείος ή ανθρώπινος νόμος» χωρίς να βλέπουν τη σύνθεση, οι ήρωες είναι εγκλωβισμένοι σε απόλυτες θέσεις, στοιχείο που τους οδηγεί στην Ύβρη. Ο Κρέων και η Αντιγόνη δεν κατάφεραν τον συγκερασμό γιατί αγνόησαν τη συλλογική σκέψη και δράση (Χορός) που υποδείκνυε στη συγκεκριμένη περίπτωση τη φρόνηση (αριστοτελική μεσότης), δηλαδή το “εφικτό” ως δυνατότητα διεκδικήσεων στη βάση νέων ισορροπιών. Παρέμειναν ερμητικά απομονωμένοι γιατί θεώρησαν ότι το δικό τους “εφικτό”/”ανέφικτο” ήταν η ολοκλήρωση, η τελείωση ως το μόνο αληθές. Όμως το τέλος της τραγωδίας βρίσκει και τους δύο ηττημένους.
*Το κείμενο ήταν ανακοίνωση στην Ημερίδα με θέμα: “Αρχαίο δράμα: Λόγος, Εικόνα, Ήχος…”