Ο Πομπέο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Ουκρανία και η “Τρίτη Ρώμη”
18/11/2020Η επίσκεψη του απερχόμενου Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην Κωνσταντινούπολη, αποκλειστικά για να συναντήσει τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο είναι αναμφίβολα μία πράξη πολιτικής στήριξης, η οποία συνδέεται με την προ διετίας απόφαση που έλαβε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να χορηγήσει Αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Υπενθυμίζουμε ότι εκείνη η πράξη είχε προκαλέσει την οργή του Ρώσου προέδρου. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε προβεί σε σκληρές δηλώσεις για το πρόσωπο του Πατριάρχη, που είχαν προκαλέσει αίσθηση και προβληματισμό. Είχε δηλώσει ότι ο Βαρθολομαίος «επιδιώκει να προσεταιριστεί την Ουκρανική Εκκλησία και στη συνέχεια να αποκομίσει οικονομικά οφέλη εκμεταλλευόμενός την, αλλά και προκειμένου να λάβει βοήθεια από την Ουάσινγκτον».
Είχε προσθέσει ότι «η τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στην Ορθοδοξία είναι απίστευτη. Συνιστά άμεση παρέμβαση του Κράτους στην Εκκλησία και στη θρησκευτική ζωή. Αυτό έχει να συμβεί από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία». Δεν είχε παραλείψει, επίσης, να χαρακτηρίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο «ενορία της Ινσταμπούλ»!
Η προσπάθεια υποβίβασης του ρόλου, του βεληνεκούς και του κύρους της Μητέρας των Ορθόδοξων Εκκλησιών, από τη ρωσική πλευρά, δεν είναι καινοφανές φαινόμενο. Αποτελεί μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη της Μόσχας για τον ευρύτερο ρόλο της στη διασφάλιση της συνέχειας της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Μέχρι τότε, όμως, τηρούνταν κάπως τα προσχήματα. Μετά, φθάσαμε στο σημείο η Μόσχα σχεδόν να επικροτήσει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί!
Βέβαια, το ζήτημα μόνο θρησκευτικό δεν είναι. Είναι κατ’ ουσίαν πολιτικό, από τη στιγμή που διακυβεύονται ισχυρά γεωπολιτικά συμφέροντα, τα οποία περιβάλλονται με τον εκκλησιαστικό μανδύα. Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνονται στη θεωρία ότι η Μόσχα είναι η “Τρίτη Ρώμη”. Η θεωρία αυτή, υποστηρίζει ότι πρώτη Ρώμη λογίζεται η αρχαία Ρώμη και δεύτερη η Κωνσταντινούπολη, ως πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Το 330 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ την είχε ονομάσει Νέα Ρώμη ένεκα της μεταφοράς της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας.
“Τρίτη Ρώμη” η Μόσχα χαρακτηρίζει τον εαυτό της. Μετά την πτώση της Πόλης το 1453, η ρωσική πλευρά άρχισε να εμφανίζεται ως κληρονόμος της πολιτικής ιδεολογίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι ήταν η μοναδική αδούλωτη ορθόδοξη κοιτίδα. Όταν ο Μωάμεθ Β’ γινόταν κύριος της Κωνσταντινούπολης, Μέγας Πρίγκιπας της Μόσχας (ή καλύτερα της Μοσχοβίας) ήταν ο Ιβάν Γ’ (1462-1505).
Στη Ρωσία του Ιβάν Γ’
Ουσιαστικά, ο Ιβάν Γ’ υπήρξε ο θεμελιωτής του ρωσικού κράτους, ο πρώτος τσάρος, δεδομένου ότι συνένωσε τα κατακερματισμένα ρωσικά δουκάτα και μετέτρεψε τη Μόσχα σε κέντρο πασών των Ρωσιών. Το ενδιαφέρον είναι ότι είχε στενή συγγενική σχέση με την τελευταία δυναστεία του Βυζαντίου, τους Παλαιολόγους. Είχε νυμφευτεί τη Ζωή (Σοφία) Παλαιολογίνα, ανιψιά του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση της Πόλης, έκανε τον Ιβάν να αισθάνεται κληρονόμος της δόξας του Βυζαντίου και συνεχιστής της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Σε επίπεδο συμβολισμών, το 1489 έφτιαξε σφραγίδα με τυπωμένη στη μια πλευρά τη φράση “Ιβάν ελέω Θεού βασιλιάς όλων των Ρώσων και μέγας πρίγκιπας“, ενώ στην άλλη υπήρχε ο βυζαντινός δικέφαλος αετός.
Η υιοθέτηση των συμβόλων του Βυζαντίου αποκαλύπτει τις βαθύτερες σκέψεις της ρωσικής πλευράς σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόταν τον ρόλο της, μετά το 1453. Την ίδια περίοδο, εκκλησιαστικοί κύκλοι της Μοσχοβίας καλλιεργούσαν την ιδέα της “Τρίτης Ρώμης”. Η χρήση του όρου εντοπίζεται γραπτώς στα κείμενα του μοναχού Φιλόθεου της μονής Πσκώφ. Κατά τα λεγόμενά του, ο τσάρος ήταν ο μοναδικός εναπομείναντας χριστιανός ηγέτης των απανταχού ορθοδόξων εκκλησιών, μετά την άλωση της Πόλης.
Σύμφωνα με τον ίδιο η “Τρίτη Ρώμη” θα ήταν η τελευταία και δεν θα υπήρχε τέταρτη στο μέλλον. Αξίζει να επισημανθεί το γεγονός, ότι η “Τρίτη Ρώμη” είχε πάντοτε ως πυρήνα κυρίως τον Ρώσο πολιτικό ηγέτη (τσάρο), και όχι το ρωσικό Πατριαρχείο. Να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι ο Πούτιν ανέλαβε τον ρόλο του υπερασπιστή των συμφερόντων της ρωσικής εκκλησίας και όχι ο Πατριάρχης Μόσχας.
Αιχμάλωτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Ο “νέος Κωνσταντίνος” (Ιβάν) προώθησε σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία της “Τρίτης Ρώμης”, διακηρύσσοντας ότι τα πρωτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου περιέρχονταν στην αρχιεπισκοπή της Μόσχας, μέχρις ότου απελευθερωθεί το Πατριαρχείο. Ο ίδιος θεωρούσε απαράδεκτο το γεγονός να διορίζεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης από τον Σουλτάνο. Η οθωμανική κατάκτηση καθιστούσε, σύμφωνα με τον Ρώσο ηγεμόνα, αδύνατη την ελεύθερη και ανεμπόδιστη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατ’ εκείνον, ο Πατριάρχης ήταν αιχμάλωτος ενός αλλόθρησκου ηγέτη.
Σε επίπεδο πολιτικών εντυπώσεων, με προτροπή της συζύγου του, Σοφίας Παλαιολογίνας, έλαβε τον τίτλο του καίσαρα, όπως ανακηρύσσονταν τα άρρενα τέκνα των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Με το πέρασμα του χρόνου και με τις γλωσσικές παραφθορές το Caesar μετατράπηκε στο σημερινό Τσάρος, όπως αποκαλείται χαρακτηριστικά ο εκάστοτε Ρώσος ηγέτης. Σημαντική συνεισφορά στη μετάλλαξη της ρωσικής δυναστείας, προς περισσότερο βυζαντινά πρότυπα, είχε η ίδια η Σοφία, δεδομένου ότι είχε ζήσει από κοντά το αυτοκρατορικό περιβάλλον της Βασιλεύουσας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η υιοθέτηση της θεωρίας περί “Τρίτης Ρώμης” από τη ρωσική δυναστεία συμπίπτει με την αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως των Ρώσων, γεγονός που οδήγησε σε εκκλησιαστική χειραφέτηση από τη Μητέρα Εκκλησία. Το 1589 ανακηρύσσεται το Αυτοκέφαλο Ρωσικό Πατριαρχείο. Τον επόμενο χρόνο η σύνοδος των ανατολικών Πατριαρχείων, το κατέταξε στην πέμπτη θέση στην ιεραρχία των ορθόδοξων ανά τον κόσμο Πατριαρχείων.
Παρ’ όλα αυτά, η πρωτοβουλία του τσάρου Μεγάλου Πέτρου για την κατάργηση του ρωσικού Πατριαρχείου (1720) αποτέλεσε πλήγμα για τη θεωρία της “Τρίτης Ρώμης”. Αντανακλούσε, όμως, και το εύρος της απήχησής της. Σημειωτέον ότι αποκαταστάθηκε στο προ Μεγάλου Πέτρου καθεστώς μόλις το 1917. Η μεταφορά της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μόσχα, ή ο Πατριάρχης να εκλέγεται από τη Ρωσία, παρέμειναν ευσεβείς ρωσικοί πόθοι.
Το κίνημα του πανσλαβισμού
Τους επόμενους αιώνες, το γεγονός ότι η Μόσχα παρέμεινε η μοναδική ελεύθερη ορθόδοξη πρωτεύουσα, δημιούργησε στους υπόδουλους χριστιανούς την ψευδαίσθηση ότι το “ξανθόν γένος” θα πρωτοστατήσει σε κάθε εθνικοαπελευθερωτική κίνηση σε βάρος της Υψηλής Πύλης. Ολόκληροι μύθοι στήθηκαν γύρω από τον σωτήριο ρόλο του τσάρου (βλ. την περίπτωση της Φιλικής Εταιρείας), γεγονός που ενισχύθηκε από ορισμένα πολιτικά γεγονότα, όπως η υπογραφή της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η οποία, όριζε, εκτός των άλλων, τη Ρωσία, προστάτιδα των ορθοδόξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μια διαφορετική έκφανση της θεωρίας περί “Τρίτης Ρώμης” αποτέλεσε η πολιτική ιδεολογία του πανσλαβισμού, που κυριάρχησε τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο πανσλαβισμός πρέσβευε την πολιτική συνένωση των σλαβικών λαών σε ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος, υπό ρωσικό έλεγχο. Στην περίπτωση αυτή, το ομόδοξο των σλαβικών λαών των Βαλκανίων με τη Ρωσία συνταιριάστηκε με το κριτήριο της φυλετικής καταγωγής, ώστε τα δυο μαζί να αποτελέσουν όχημα για τη ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια.
Την περίοδο του κομμουνισμού, θα περίμενε κανείς, λόγω της αθεΐας του καθεστώτος, το Πατριαρχείο Μόσχας να παραμείνει στην αφάνεια. Τουναντίον, μετατράπηκε σε εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Ο δε Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών ήταν ο θρησκευτικός ηγέτης μιας υπερδύναμης του διεθνούς συστήματος, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Πατριάρχες της Ανατολής που είχαν τις έδρες τους σε μικρές χώρες. Ο Ρώσος ποιμενάρχης είχε υπό την πνευματική του επιρροή 200.000.000 πιστούς, ενώ τα Πατριαρχεία, που βρίσκονταν σε χώρες με κομμουνιστικά καθεστώτα, τελούσαν υπό τον απόλυτο έλεγχο της Μόσχας.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανεξαρτητοποίηση των κρατών που την συγκροτούσαν είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, σημαντικές συνέπειες και στο κύρος-επιρροή του Πατριαρχείου Μόσχας. Το πολιτικά και οικονομικά αδύναμο Κρεμλίνο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πολιτικός προστάτης της Ρωσικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις (περίπτωση Ουκρανίας τα έτη 1990-95).
Η πρόσφατη σύγκρουση
Σε γενικές γραμμές, η θεωρία της “Τρίτης Ρώμης”, στόχευε στην άλωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τη ρωσική πλευρά. Όταν αυτό δεν κατέστη εφικτό, προτιμήθηκε η ίδρυση ανεξάρτητου διοικητικά και εκκλησιαστικά πατριαρχείου και η παράλληλη μείωση του κύρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρουσιάστηκε όχι ως primus inter pares, αλλά σαν ίσος μεταξύ ίσων.
Ποτέ, όμως, η Μόσχα δεν μπόρεσε να απειλήσει πραγματικά την πρωτοκαθεδρία του Φαναρίου μεταξύ των ορθόδοξων εκκλησιών. Στο διάβα των αιώνων, η εν λόγω θεωρία έλαβε διάφορες μορφές. Πάντα, όμως, αποτελούσε βασική συνιστώσα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, σε σχέση με τους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και την κληρονομιά του Βυζαντίου.
Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αναγνωρίσει Αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας αποτέλεσε ένα ακόμα επεισόδιο στην εκκλησιαστική μάχη μεταξύ των δυο πατριαρχείων, αναφορικά με τα πρωτεία και την επιρροή τους στον ορθόδοξο κόσμο. Μια μάχη, όμως, που έχει σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Εξ ου και η επίσκεψη Πομπέο.
Πλανάται πλάνην οικτράν όποιος πιστεύει ότι το ζήτημα είναι αποκλειστικά εκκλησιαστικής φύσεως. Η Μόσχα θεωρεί ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα, τα οποία στοχεύουν στην ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Η πραγματικότητα είναι ότι η Ουάσιγκτον στηρίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να μην αναλάβει το Πατριαρχείο της Μόσχας την πρωτοκαθεδρία.