Ο “νέος πατριωτισμός” αποδομεί την ιστορικότητα του Ελληνισμού
13/04/2020Πολύ σωστά η κυβέρνηση ζήτησε από τους πολίτες τη συλλογική μας ευθύνη και συστράτευση για να αντιμετωπιστεί η πανδημία. Αυτή η έκκληση, ωστόσο, αντιφάσκει με τα μηνύματα που η ίδια εξέπεμψε με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Μηνύματα επί της ουσίας διχαστικά, που μάλιστα εστιάζονται σε αυτό που θα έπρεπε να ενώνει τους Έλληνες, δηλαδή στην πολιτισμική του συνοχή και στην ιστορικότητά της.
Το δραματικό είναι ότι δεν ήταν μόνο η κυβέρνηση που εξέπεμψε τέτοιο μήνυμα. Πρόκειται για μία ομοβροντία διχαστικών λόγων που περιλαμβάνει και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την αντιπολίτευση. Η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, στον πρώτο της δημόσιο λόγο, μας μίλησε για ένα «νέο πατριωτισμό». Πώς τον αντιλαμβάνεται; Τι ενοχλεί άραγε από τον “παλαιό πατριωτισμό” και τι περιέχει άραγε ο νέος;
Να υποθέσω ότι στο “νέο πατριωτισμό” περιλαμβάνεται και η ψήφος της που απάλλαξε τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου για μία καίριας σημασίας υπόθεση που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον; Και ποιον ρώτησε αλήθεια για να εξαγγείλει την αναθεώρηση του πατριωτικού προτάγματος της κοινωνίας; Είναι υπεράνω του νόμου κατά το Σύνταγμα. Να υποθέσω ότι είναι και υπεράνω του λαού;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη, διότι εφέρετο να εκφράζει πολιτισμικό πρόσημο σημαντικά διαφορετικό από εκείνο του Αλέξη Τσίπρα, μια διαφορετική οπτική του εθνικού συμφέροντος. Διαπιστώνεται, όμως, ότι σε ένα καίριο ζήτημα, όπως η εθνική ταυτότητα, συμπίπτει απολύτως με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς θα διακριθεί ο πολιτικός του λόγος όταν ταυτίζεται σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα που δεν αφορά την ιστορική περιέργεια, αλλά τον πυρήνα της οπτικής του για το μέλλον της χώρας;
Το να αναγνωρίσει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεοελληνικό κράτος και ως εκ τούτου το έθνος συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος, ή, αντιθέτως, ότι το κράτος συγκρότησε το έθνος, γιατί δεν υπήρχε πριν ελληνικό έθνος, αλλά μόνο ελληνόφωνοι, έχει τεράστια σημασία για το σήμερα. Αυτοί που διακονούν αυτά τα μηρυκάσματα πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες αφού δεν είχαν έθνος και κατ’ επέκταση συνείδηση συλλογικής ελευθερίας.
Δεν επαναστατεί κανείς γιατί δεν του αρέσει στη μία πλευρά και θέλει να πάει στην άλλη. Επαναστατεί για μείζονα ζητήματα. Και, όλοι αυτοί που αρνούνται την εθνική αιτία της Επανάστασης όφειλαν να γνωρίζουν ότι χύθηκε πολύ αίμα στο όνομα του έθνους. Το ερώτημα λοιπόν, έχει διπλή τεράστια σημασία. Πρώτα-πρώτα, είναι ανεπίτρεπτο να το λέει κανείς, στο μέτρο που η άποψη αυτή συνιστά λογοκρισία έναντι των ιστορικών πηγών που δεν παύουν διαχρονικά να διακηρύσσουν την εθνική ταυτότητα και τη βούληση των Ελλήνων για ελευθερία. Όλες οι διακηρύξεις οι σχετικές με την Επανάσταση αναφέρονται στο έθνος και στον πόθο της απελευθέρωσης.
Ανεπίτρεπτη ως διχαστική
Επιπλέον η διατύπωση ότι το 1821 συγκροτήσαμε έθνος είναι ανεπίτρεπτη ως διχαστική, αφού η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των πνευματικών του ταγών αποδέχονται ότι οι Έλληνες προεπαναστατικά συγκροτούσαν έθνος και επαναστάτησαν για να συγκροτήσουν κράτος. Από πού αντλεί το δικαίωμα ο πρωθυπουργός να προσβάλει ουσιαστικά τον ελληνικό λαό και τις κληρονομιές του; Μήπως δεν γνωρίζει ότι το ζήτημα αυτό δίχασε επί μακρόν τα τελευταία χρόνια, καθώς η επιλογή της μιας ή τη άλλης άποψης εμπεριείχε κρίσιμες επιλογές για το μέλλον της χώρας;
Αν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οφείλετο στην άγνοια του πρωθυπουργού. Δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ιστορία, είναι υποχρεωμένος όμως να διαλέγεται με την ιστορία. Είναι υποχρεωμένος να διαλέγεται με τους πραγματικούς δημιουργούς της ιστορίας και όχι να συντάσσεται με το μέρος μιας μειοψηφικής μερίδας ιδεολόγων της ιστορίας, η οποία κατά έναν περίεργο –για όσους δεν γνωρίζουν– τρόπο, μολονότι μειοψηφία, περιφέρεται με όλες τις καταστάσεις στην περίμετρο της εξουσίας.
Το να εκφέρεις τον λόγο της ως πρωθυπουργός σημαίνει ότι αποδέχεσαι και το διατακτικό της, το οποίο είναι γνωστό στους παρεπιδημούντες στη χώρα αυτή ποια θέση της επιφυλάσσει, ή με πόση σφοδρότητα αντιμάχεται την ελληνική κοινωνία. Είναι κρίσιμες οι μέρες για να προσεγγίζει με αυτόν τον ακραίο διχαστικό και οπωσδήποτε ανεπίτρεπτο πολιτικής λόγο.
Διαπιστώνεται ότι εγγράφεται σε έναν συνδυασμό παραδοχών του ιδίου, που κορυφαία αποτελεί η απόφασή του να συγκροτήσει την επιτροπή για τον εορτασμό της 200σιοστής επετείου από την Επανάσταση με γνώμονα την αρχή της ενιαίας σκέψης. Κατατείνει έτσι στο να δικαιώσει δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτα πρώτα την ιδεολογία του ηγεμόνα, αυτού που κατήργησε την ελληνική σημειολογία της εξέλιξης και πράγματι τον μείζονα Ελληνισμό, προκειμένου να δικαιώσει το νεοελληνικό κράτος και τα πεπραγμένα του.
Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα θα δοξάσουν το κράτος, που με τις πολιτικές του ακύρωσε την εθνική ολοκλήρωση και κατέλυσε τον ελληνικό κόσμο της εποχής με κορυφαία πράξη του την εξαφάνιση του μικρασιατικού Ελληνισμού. Με τα χέρια ελεύθερα πια θα πανηγυρίσουν διότι το ελληνικό έθνος έφθασε τα σύνορά του έως τον Έβρο.
Σύγκριση πεπραγμένων
Η επιλογή αυτή έχει και μια άλλη εξίσου συγκαιρική σημασία. Από τη στιγμή που αποσυνδέει κανείς την ελλαδική κοινωνία από τις κληρονομιές της καταργείται το συγκριτικό προηγούμενο. Εφεξής η σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους δεν θα γίνει με τον μείζονα Ελληνισμό, αλλά με το ομόλογο δυτικό κράτος. Και προφανώς στο κλίμα αυτό θα εμφανισθεί δικαιωμένο στην άποψη ότι για τα κακώς κείμενα φταίει αποκλειστικά η ελληνική κοινωνία.
Έτσι παρακάμπτεται κάτι συνταρακτικά σημαντικό. Το γεγονός ότι αποφεύγει να απολογηθεί για την κατάργηση των κοινών, με τα οποία έζησε και μεγαλούργησε ο Ελληνισμός από την αρχαιότητα και συνακόλουθα της δημοκρατίας. Διαφορετικά πώς θα εξηγήσει κανείς την κατάλυση της δημοκρατίας στο όνομα της ανωτερότητας μιας καθόλα κατοχικής απολυταρχίας. Με τον ίδιο τρόπο που διακηρύσσουν, ως προσαρτήματα του δυτικού διαφωτισμού, ότι η σημερινή εκλόγιμη μοναρχία είναι ανώτερη της δημοκρατίας που ο ελληνικός κόσμος βίωνε αδιάπτωτα μέχρι την είσοδό του στο μετεπαναστατικό κράτος.
Το δεύτερο και κυριότερο θέμα είναι αυτό που συνέχεται με τις προεκτάσεις της αναθεωρητικής αυτής επιλογής που διακινεί η ίδια η πολιτική ηγεσία: Το γεγονός ότι αυτό έχει τεράστια σημασία για τις πολιτικές του σήμερα, την ιδέα που έχει η πολιτική ηγεσία για τη χώρα! Αν όντως επιλέξουμε την ιστόρηση του έθνους δια του κράτους σημαίνει ότι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την αποδόμηση της κοινωνικής και κατά τούτο της πολιτισμικής συνοχής της χώρας και την συρρίκνωσή του λαού της.
Δηλαδή, όχι μόνο δεν αποκομίσαμε τα αναγκαία διδάγματα από τις καταστροφές που συσσώρευσε το κράτος των Αθηνών στον Ελληνισμό, αλλά παραμένει δεσμευμένο στην ίδια γραμμή πλεύσης. Εάν μείνουμε στην πολιτική αυτή επιλογή μπορούμε με βεβαιότητα να συνομολογήσουμε ότι στο τέλος αυτού του αιώνα δεν θα υπάρχουν Έλληνες στην ελλαδική χώρα. Διότι, αυτό το κράτος που από την Πελοπόννησο έφτασε ως τον Έβρο, είναι αυτό το οποίο όχι μόνο αρνήθηκε την εθνική ολοκλήρωση αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην εξαέρωση του μείζονος Ελληνισμού.
Ελληνικός εφοπλισμός
Αν δούμε τι ήταν ο ελληνικός κόσμος μέχρι το κατώφλι του 20ου αιώνα και πού κατήντησε σήμερα αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον ελληνικό εφοπλισμό σήμερα, και συγχρόνως να διερωτηθούμε πώς συμβαίνει αυτός να διατηρεί αυτή τη θέση υπό διεθνώς ανταγωνιστικές συνθήκες και στην Ελλάδα να μην υπάρχει ούτε ένα ανταγωνιστικό ναυπηγείο. Μήπως επειδή διέφυγε από τις δαγκάνες του νεοελληνικού κράτους; Ας μας εξηγήσουν, λοιπόν, τι σημαίνει αυτό και τότε θα δούμε τι δηλώνει η πρόθεση να ιστορήσουμε το έθνος δια του κράτους.
Για την σημασία που έχει το διακύβευμα αυτό για την ελληνική κοινωνία αρκεί να αναλογισθούμε γιατί αποδοκιμάσθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές. Σε μεγάλο βαθμό για τις “Πρέσπες”. Δηλαδή για το γεγονός ότι εχθρευόμενος τις πραγματολογικές παρακαταθήκες της ελληνικής κοινωνίας και έχοντας ως σκοπό του να κοντύνει την εθνική πολιτισμική αναφορά των Ελλήνων, με όχημα την υιοθέτηση του εθνικισμού των γειτόνων, προκάλεσε το δημόσιο αίσθημα.
Εάν λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας αποδοκιμάσθηκε στις πολιτικές του και η διάδοχος κυβέρνηση σπεύδει να τις ακολουθήσει προς τι η αλλαγή του αυθεντικού διακινητή τους; Προκαλεί πάντως απορία ότι ο πρωθυπουργός επέλεξε το διχαστικό επιχείρημα σε μια περίοδο πανδημίας, σε ένα καθεστώς αναγκαστικής συστράτευσης των Ελλήνων.