Ο θυμωμένος πρέσβης και το ντιμπέιτ βασιλικών-δημοκρατικών του 1974
24/07/2019Στα τέλη του 1974, ο ένοικος της οδού Upper Brook Street, W1 51 στο Λονδίνο ήταν μάλλον εξοργισμένος. Δίχως την έγκρισή του, είχε δοθεί στα βρετανικά ΜΜΕ report, που αποκάλυπτε με τον πλέον κατατοπιστικό τρόπο όλο το πολιτικό σκηνικό των πρώτων μεταπολιτευτικών μηνών στην Ελλάδα. Πλέον, οι Βρετανοί θα γνώριζαν τα πάντα σχεδόν για το debate βασιλικών Vs δημοκρατικών. Για τον Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο, αυτό ήταν ατόπημα της ελληνικής διπλωματίας. Σήμερα, το εν λόγω έγγραφο βρίσκεται στα αρχεία της Υ.Δ.Ι.Α. του υπουργείου Εξωτερικών και το περιεχόμενο του οποίου δημοσιεύουμε.
Μετά τη δραματική πολιτική αλλαγή το καλοκαίρι του 1974 και τη διαδοχή του καθεστώτος Ιωαννίδη από εκείνο του Καραμανλή, το πολιτειακό ζήτημα ήρθε αναπόφευκτα ξανά στην επιφάνεια. Οι Έλληνες έπρεπε να ξανα-αποφασίσουν –ελεύθερα αυτή τη φορά– εάν ήθελαν έναν ξένο βασιλικό Οίκο να τους κυβερνά ή έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας. Με το νέο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 θα λυνόταν το ζήτημα μια για πάντα.
Λίγες όμως μέρες πριν το δημοψήφισμα, ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο, Σταύρος Ρούσσος -άνθρωπος που υπηρέτησε τη Χούντα ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος του καθεστώτος στην ΕΟΚ– ενημερώθηκε έκπληκτος από τους Βρετανούς για ένα ενημερωτικό δελτίο που διαμοιράστηκε στους ίδιους που αποτύπωνε το ελληνικό πολιτειακό debate. Ήταν ένα report που κατέγραφε τα επιχειρήματα των βασιλοφρόνων και των δημοκρατικών αντίστοιχα. Αιφνιδιασμένος ο Έλληνας πρέσβης δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την ύπαρξη ενός τέτοιου δελτίου και ζήτησε εξηγήσεις από τον Διευθυντή του Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών Κοτζιά.
Δίχως προηγούμενη συνεννόηση, το δελτίο είχε δοθεί από το ίδιο το Γραφείο Τύπου και ο Κοτζιάς δικαιολογήθηκε πως το έγγραφο δόθηκε διότι απλά ενδιαφέρονταν οι Βρετανοί δημοσιογράφοι. Θυμωμένος ο Έλληνας πρέσβης επικοινώνησε με το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, λέγοντας πως κακώς δόθηκε ένα τέτοιο έγγραφο στη δημοσιότητα καθότι δεν είχε κανένα εθνικό ενδιαφέρον αλλά πρόβαλλε στο εξωτερικό «εσωτερικές αντιγνωμίες και διακρίσεις».
Το δημοψήφισμα «έχει προκαλέσει μια έντονη πανεθνική συζήτηση για το θέμα» αναφερόταν στο ενημερωτικό δελτίο. «Το δημοψήφισμα θα διεξαχθεί με εθνική συναίνεση και όλοι οι συμμετέχοντες στην εκστρατεία, είτε βασιλόφρονες είτε δημοκρατικοί, έχουν συμφωνήσει να σεβαστούν την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Η εκστρατεία διεξάγεται σε συνθήκες ελευθερίας. Έχει δοθεί ο ίδιος τηλεοπτικός χρόνος και στις δύο πλευρές. Δεν υπήρξαν καταγγελίες στην κυβέρνηση για άδικη μεταχείριση. Η κυβέρνηση και το κυβερνόν κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» έχουν παραμείνει ουδέτεροι επί του θέματος. Όλα τα άλλα κόμματα έχουν ταχθεί εναντίον της βασιλευόμενης δημοκρατίας…».
Ας το κάνουμε όπως οι Σκανδιναβοί
Οι μοναρχικοί έδιναν βάρος στον “αντιστασιακό” χαρακτήρα του Κωνσταντίνου και τη “συσσωρευμένη εμπειρία” του μονάρχη. Για τους βασιλόφρονες, σύμφωνα με το δελτίο, ο βασιλιάς τους καθαιρέθηκε παράνομα από τη δικτατορία και επομένως έπρεπε να επιστρέψει χωρίς δημοψήφισμα, ενσαρκώνοντας την ελληνική παράδοση και όλες τις ελληνικές αρετές ενώ υποστήριζαν ότι ήταν ο πρώτος που αντιστάθηκε στην Χούντα. Συγκεκριμένα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Μονάρχη ήταν:
- Υπό τη βασιλευόμενη δημοκρατία μια κυβέρνηση είναι σταθερή υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου και η διάκριση των εξουσιών μεταξύ του Αρχηγού του Κράτους και του Πρωθυπουργού έχει ήδη προβλεφθεί.
- Ο βασιλιάς, ο εγγυητής του Συντάγματος, είναι υπεράνω κομματικής πολιτικής, αυξάνοντας έτσι την αξιοπρέπεια του αξιώματός του και την ενίσχυση της εθνικής ενότητας.
- Η βασιλευόμενη δημοκρατία εξασφαλίζει θεσμική σταθερότητα, την αδιάκοπη υπηρεσία από τον μόνιμο επικεφαλής του κράτους που επωφελείται από την αυξανόμενη συσσώρευση γνώσης και εμπειρίας στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
Δεδομένης της έντονης λαϊκής αντιπάθειας που προκαλούσε η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, οι βασιλικοί πρότασσαν τη δέσμευση του Κωνσταντίνου ότι η μητέρα του δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, αν και αρνήθηκε να την αποκηρύξει επικαλούμενος τις ελληνικές παραδόσεις στην ενότητα της οικογένειας.
Η πολιτική αστάθεια και η σύγκρουση, έλεγαν, είναι το σήμα κατατεθέν της Δημοκρατίας. Οι Πρόεδροι αναπόφευκτα, επιζητώντας τη λαϊκή ψήφο, παρασύρονται σε ένα πολιτικό παιχνίδι και συχνά καταφεύγουν σε άθλιους συμβιβασμούς, προκειμένου να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν το αξίωμα του. Λόγω της προσωρινότητας του αξιώματος στην αβασίλευτη δημοκρατία, ο εκάστοτε κυβερνήτης είναι αναποτελεσματικός να διοικήσει διότι είναι εκτεθειμένος στο έλεος των ιδιοτροπιών ενός ιδιαίτερα ασταθούς εκλογικού σώματος όπως είναι οι Έλληνες.
Την ακαταλληλότητα της Δημοκρατίας, οι βασιλόφρονες δεν την απέδιδαν μόνο στην προαναφερόμενη αναποτελεσματικότητα αλλά και στο φαινόμενο της συγκέντρωσης υπερβολική ισχύος από την εκτελεστική εξουσία. Η πρόσφατη εξάλλου επιβολή δικτατορίας, όπως αναφέρεται, ήταν παράδειγμα μιας ασταθούς δημοκρατίας που ξεστράτισε ενώ οι σταθερές σκανδιναβικές μοναρχίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για τους Έλληνες που υποφέρουν από πολιτική αστάθεια και εσωτερικές διαφωνίες.
Στη δημοκρατία οι σκάρτοι ηγέτες αντικαθίστανται
Στα επιχειρήματα των υποστηρικτών της αβασίλευτης δημοκρατίας το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών αφιέρωσε όπως φαίνεται μεγαλύτερη έκταση αν αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι. Έτσι στα παραπάνω επιχειρήματα των φιλομοναρχικών οι δημοκρατικοί απαντούσαν πως σε μια δημοκρατία το ελέω θεού κληρονομικό δικαίωμα που έχει εκχωρηθεί σε μια και μόνο οικογένεια να παρέχει εσαεί τους ηγέτες του κράτους καταργείται ως αναχρονιστικό.
Η μοναρχία επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό από τις ξένες δυνάμεις μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, προκειμένου να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους στην Ελλάδα, κάτι το οποίο υπηρετείται πιστά από όλους τους εκάστοτε Έλληνες βασιλιάδες, συμπεριλαμβανομένου και του Κωνσταντίνου.
Αντίθετα, στη δημοκρατία οι Έλληνες θα είναι σε θέση κάθε φορά να εκλέγουν -ή να απορρίπτουν- έναν από τους υποψήφιους συμπατριώτες τους που θεωρούν ότι ταιριάζει καλύτερα για το αξίωμα του Αρχηγού Κράτους, χωρίς να τους επιβάλλεται μια ξένη δυναστεία όπως είναι ο Κωνσταντίνος που “σέβεται” την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας μόνο στα λόγια. Οποιαδήποτε κατάχρηση της εξουσίας από τον εκλεγμένο Αρχηγό του Κράτους και ως εκ τούτου μια λάθος επιλογή του μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω των νόμιμων συνταγματικών διαδικασιών για την απομάκρυνσή του.
Ο βασιλιάς, αντίθετα, είναι μόνιμος θεσμός απόγονος μιας ξένης δυναστείας που ο μοναδικός τρόπος να απομακρυνθεί είναι μόνο με τη βία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η «βασιλευόμενη δημοκρατία» είναι από μόνη της αντιφατική, δεδομένου ότι δημοκρατία σημαίνει ότι η λαϊκή κυριαρχία ασκείται σε όλους τους τομείς, ενώ ο θεσμός της βασιλείας δεν υπόκειται σε κανένα λαϊκό έλεγχο.
Ιστορικά προηγούμενα δείχνουν ότι στην βασιλευομένη δημοκρατία οι εκλεγμένες κυβερνήσεις «διοικούσαν» κατά τη διακριτική ευχέρεια του παλατιού το οποίο πάντα συγκέντρωνε την πραγματική εξουσία. Σύμφωνα με του δημοκράτες, οι βασιλιάδες επανειλημμένα παραβίαζαν διαδοχικά το Σύνταγμα θυμίζοντας μάλιστα πως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανάγκασε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να παραιτηθεί διότι αρνήθηκε να του επιτρέψει να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Άμυνας.
Οι πρόσφατες υποσχέσεις του Κωνσταντίνου να σεβαστεί την λαϊκή βούληση και να διαφυλάξει το Σύνταγμα ακούγονται υποκριτικές, υπό το φως των προηγούμενων ενεργειών του από τις οποίες ξεχώρισε η ορκωμοσία του στην στρατιωτική Χούντα και η επικύρωση των νόμων και των διαταγμάτων καθιστώντας έτσι τον εαυτό του συνεργό τους.
Ο ισχυρισμός του Κωνσταντίνου ότι ήταν ο πρώτος που αντιστάθηκε στην στρατιωτική Χούντα έρχεται σε αντίθεση με τις δικές του πράξεις: Πρώτον, ορκίστηκε στην στρατιωτική Χούντα, δεύτερον ήταν από τους πρώτους που συνεχάρησαν τον Παπαδόπουλο όταν γλίτωσε από την απόπειρα δολοφονίας από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, τρίτον, μέχρι την καθαίρεσή του από το στρατιωτικό καθεστώς δεν καταδίκασε ποτέ δημόσια τους Απριλιανούς για τα εγκλήματά τους, τέταρτον σιώπησε στη σφαγή του Πολυτεχνείου και το πραξικόπημα στην Κύπρο και τέλος αρνήθηκε να υποστηρίξει το περίφημο Κίνημα του Ναυτικού το 1973.
Κολακείες Εθνάρχη για τους πραξικοπηματίες
Η κυβέρνηση Καραμανλή κράτησε μια ομολογουμένως αμφιλεγόμενη αμέτοχη στάση στο πολιτειακό και αυτό ίσως συνδέεται με το γεγονός ότι στο ενημερωτικό δελτίο παρουσιάζονται ετεροβαρώς τα επιχειρήματα των δύο πλευρών καθότι εκείνα των δημοκρατών αναπτύχθηκαν εκτενέστερα και διεξοδικότερα χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν είναι και ορθά.
Πριν το δημοψήφισμα του 1974 είχαν προηγηθεί οι εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου στις οποίες ο Καραμανλής δεν είχε σκοπό να χάσει τους συντηρητικούς βασιλόφρονες υποστηρικτές του “πυροβολώντας” ανοιχτά τον βασιλιά. Έτσι αυτή η έντεχνη -πλην θεσμικά επιβεβλημένη ουδετερότητα- εξυπηρετούσε τον Καραμανλή διότι πρώτον διατηρούσε τη συνοχή της ΝΔ (με τους πολλούς φιλοβασιλικούς ψηφοφόρους), δεύτερον του προσέδιδε μια πολιτική “ανωτερότητα” έναντι των άλλων κομμάτων που χειραγωγούσαν το εκλογικό σώμα αναμιγνύοντας τα κομματικά με το πολιτειακό και τρίτον έπαιρνε αποστάσεις από τον θρόνο που συνεργάστηκε ανοιχτά με το καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Βέβαια, το παρελθόν του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν ήταν κάπως σκοτεινό, όσον αφορά τη δικτατορία και τον βασιλιά. Αρκεί να διαβάσουμε από το ίδιο του το χέρι στη διάρκεια της Χούντας: «δεν αμφιβάλω ότι οι πρωτοστατήσαντες εις την εκτροπήν εκινήθησαν με αγαθάς προθέσεις (το αν, κακώς ή κακώς, εξετίμησαν τους κινδύνους οι οποίοι κατά την γνώμην τους ηπείλουν το Έθνος, θα κριθή από την ιστορίαν). Είναι γνωστόν ότι όλαι αι επαναστάσεις περικλείουν και δυνάμεις εξτρεμιστικάς..». (Κ. Σβολόπουλος (Επιµ.), «Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, Γεγονότα & Κείμενα», τ. 7, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1992).
Το καλοκαίρι του 1967, θεωρώντας ο μετέπειτα “Εθνάρχης” τους πραξικοπηματίες ως επαναστάτες, κολάκευε τον βασιλόφρονα χουντικό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια γράφοντάς του σε επιστολή: «γνωρίζω τας αντιλήψεις σας και εκτιμώ το ήθος σας, όπως γνωρίζω και εκτιμώ την σύνεσιν και το θάρρος, με το οποίον ο βασιλεύς αντιμετωπίζει την δημιουργηθείσαν εν Ελλάδι κατάστασιν. Και θα αποτέλουν αυτά εγγυήσεις δια το μέλλον εάν η εξουσία δεν ήτο σήμερον εν Ελλάδι πολυκεντρική».
Σαν ειρωνεία το «μέλλον» θα ήταν τελικά το 1974 και μέσω του δημοψηφίσματος θα αφαιρούνταν από εκείνη την «πολυκεντρική εξουσία» ένα «κέντρο», ο θρόνος, που δεν εξυπηρετούσε τα σχέδιά για μια ισχυρή πλην αυταρχική εκτελεστική εξουσία. Είναι ενδεικτικό, ότι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης το BBC ακολουθούσε πάγια γραμμή να μην αναφέρεται καμία είδηση για τον πρώην βασιλιά Κωνσταντίνο μη τυχόν και τούτο ερμηνευτεί στην Αθήνα ως προσπάθεια έμμεσης προβολής του.
Το σίγουρο είναι ότι διαρροές σαν εκείνη του εγγράφου του ελληνικού Γραφείου Τύπου στα βρετανικά ΜΜΕ τον Δεκέμβριο του 1974 προφανώς βελτίωναν την εικόνα του «αλλαγμένου» Κωνσταντίνου Καραμανλή που φαίνεται να λησμόνησε την «εκτίμησή» του στο «ήθος» ενός Κόλλια και το «θάρρος» ενός πρώην βασιλιά, συνεργών της Χούντας.