Οι αντιδράσεις για τη θεωρία του Χάντινγκτον – Ποια υποδοχή είχε στην Ελλάδα
20/10/2024Από την αρχή, ο Χάντινγκτον εξηγούσε στο βιβλίο του ότι «δεν έχει σκοπό να υποστηρίξει τη σύγκρουση μεταξύ πολιτισμών ως κάτι επιθυμητό» κι ότι πρόκειται για «μια περιγραφική υπόθεση για το πώς μπορεί να είναι το μέλλον». Στην πλειονότητά τους, όμως, οι διεθνείς αντιδράσεις ήταν έντονες. Χαρακτηρίστηκε, μάλιστα, “Αμερικανός προφήτης νέων δεινών”. Η βασική κριτική εστιάζονταν κυρίως στον “ανεπαρκή” και “απαράδεκτο” τρόπο κατανόησης εκ μέρους του Χάντινγκτον των πολιτισμών και της γεωγραφικής οριοθέτησής τους.
Επρόκειτο –κατά τη γνώμη των επικριτών του Χάντινγκτον– για μια “αρχαϊκά πεσιμιστική”, “ανιστόριτη”, “στατική”, “ρηχή” και “ουσιοκρατική” θεωρητική προσέγγιση και μια κακόβουλη “θρησκειοποίηση” της πολιτικής “γεμάτη με αντιφάσεις”, η οποία διασπά αυθαίρετα τον κόσμο σε ανερχόμενους και υποχωρούντες πολιτισμούς. Μια “χοντροκομμένη παγκόσμια φόρμουλα”, που δεν δίνει την ανάλογη βαρύτητα σε άλλες αιτίες των διεθνών συγκρούσεων, όπως οι οικονομικές διαφορές, η παγκόσμια οικολογική υποβάθμιση, η εξασφάλιση πρώτων υλών και ενέργειας, η τεχνολογική ανισότητα, οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις κ.α., ή ακόμα και την θετική αλληλεπίδραση των πολιτισμών και των πολιτισμικών επαφών στην προαγωγή της ειρήνης στον κόσμο.
Ο ίδιος ο Χάντινγκτον χαρακτηρίστηκε από τους επικριτές του ακόμη και σαν “μισαλλόδοξος” και “ρατσιστής”, που αγνοώντας καθοριστικούς παράγοντες της ιστορίας του “μεταβαλλόμενου πολιτισμού” και του “ρευστού χαρακτήρα των ταυτοτήτων” είχε κάνει την “πιο χυδαία επινόηση”: Ένα “νέο παράδειγμα” που ουσιαστικά χώριζε αυθαίρετα τον κόσμο στη βάση του δόγματος: “The West versus the Rest”.
Τον κατηγόρησαν ότι αγνόησε όχι μόνο ότι “η πολιτιστική ταυτότητα είναι συνήθως το αποτέλεσμα κι όχι η αιτία μιας σύγκρουσης”, αλλά και την “ιδέα της μακρόχρονης σύγκλισης των πολιτισμών”. Και όλα αυτά, παρότι ο ίδιος ο Χάντινγκτον εκτιμούσε πως «ένας πολυπολιτισμικός κόσμος είναι αναπόφευκτος, γιατί η παγκόσμια αυτοκρατορία είναι αδύνατη» κι ότι «η ασφάλεια του κόσμου χρειάζεται την αποδοχή των πολλαπλών ειδών κουλτούρας σε παγκόσμιο επίπεδο» (σελ. 419).
Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι στοχαστές τον θεωρούσαν σαν «ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά του 20ου αιώνα» κι έναν αντισυμβατικό διανοητή με «διεισδυτικές σκέψεις σχετικά με την κατάσταση του κόσμου». Το δε εμβληματικό όσο και “ανορθόδοξο” βιβλίο του «ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της νέας εποχής» , που «διακρίνεται από τη βαθιά γνώση του αντικειμένου του και κυρίως, έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει το οικείο με νέους και προκλητικούς τρόπους». Μάλιστα, στον πρόλογο του βιβλίου, ο πολιτικός επιστήμονας, διπλωμάτης και ο άνθρωπος που είχε την ικανότητά του να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι επισήμανε για τον Χάντινγκτον ότι «η μεγαλεπήβολη θεωρία του και η συνολική του σύνθεση προσφέρουν οξυδερκείς παρατηρήσεις απαραίτητες για την κατανόηση των σύγχρονων διεθνών σχέσεων, αλλά και τη δυνατότητα να τη διαμορφώσουμε με έξυπνο τρόπο» (σελ. 16).
Πάντως, η θέση του πολέμου εναντίον των δυτικών αξιών φαίνεται να επιβεβαιώθηκαν, ειδικά με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα την 11η Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, που αποτελεί ημερομηνία μεταίχμιο στην παγκόσμια ιστορία – αν κι ο Χάντινγκτον την θεώρησε απλά σαν μια «βάρβαρη πράξη». Έκτοτε, σημειώθηκαν μια σειρά από πολεμικές συγκρούσεις με πολιτισμικό υπόβαθρο σε διάφορα σημεία της γης, με τελευταία τον εβραιοϊσλαμικό πόλεμο που μαίνεται με απίστευτη αγριότητα στη Μέση Ανατολή μετά την 7η Οκτωβρίου 2023, και που έφερε σήμερα το Ισραήλ κατηγορούμενο για γενοκτονία στη Γάζα και την παλαιστινιακή Χαμάς να κάνει λόγο στις διακηρύξεις της για “Ιερό Πόλεμο”.
Ελληνισμός και θεωρία του Χάντινγκτον
Το ίδιο σκεπτικιστική έως και απορριπτική ήταν η αντιμετώπιση του μοντέλου Χάντινγκτον και στην Ελλάδα –πλην λίγων εξαιρέσεων (Χρ. Γιανναράς, Θ. Στοφορόπουλος κ.α.)– για τον ιδιαίτερο λόγο ότι στον “χάρτη των πολιτισμών” η Ελλάδα τοποθετήθηκε εκτός Δύσης ως υποσύνολο στον κόσμο της σλαβικής Ορθοδοξίας και απλά «μια εξαίρεση ως ορθόδοξος ξένος στους δυτικούς οργανισμούς», κυρίως για ιστορικούς λόγους (σελ. 203).
Για τον Παναγιώτη Κονδύλη η «θεωρία περί συγκρούσεως των πολιτισμών περιέχει το πολύ-πολύ μια διαστρεβλωμένη και κακοδιατυπωμένη αλήθεια» κι ότι οι συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν θα ήταν «συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού», καθώς «ο “πολιτισμός” δεν αποτελεί λογικά ή ιστορικά την αμέσως υπερκείμενη έννοια του “έθνους”» . Ο αείμνηστος στοχαστής εκτιμούσε ότι πραγματική πρόθεση του Χάντινγκτον ήταν η θεωρία του να μπορούσε «να χρησιμεύσει ως ιδεολογικός πόλος έλξης της “Δύσης” (υπό αμερικανική ηγεσία), αν τυχόν αυτή, για οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους, ερχόταν σε σφοδρή σύγκρουση με μη δυτικές δυνάμεις».
Σε μια τέτοια περίπτωση –σημείωνε ο Κονδύλης– «το πνευματικό κλίμα στη Δύση θα άλλαζε ακαριαία και ενάντια στην αλλαγή αυτή μάταια θα αμύνονταν (αν καθόλου αμύνονταν) όσοι σήμερα κυνηγούν τη δημοσιότητα, κηρύσσοντας τη “συνεννόηση μεταξύ των πολιτισμών”, ή πραγματώνοντάς την σε εξωτικά “πολυπολιτισμικά” συνέδρια με πληρωμένη τη συμμετοχή». Κατά πολύ αυστηρότερη ήταν η κριτική του Κονδύλη στη θεωρία του Φουκογιάμα, που δεν ελάμβανε υπόψη της την θουκυδίδεια παραδοχή ότι «η συνύπαρξη και πολλαπλή σύμμειξη εχθρότητας και φιλίας αντιστοιχεί δομικά στο ιάνειο πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης» .
Πολύ πιο επιθετικός έως και απαξιωτικός προς τον Χάντινγκτον ήταν στο άρθρο του “Ο Θουκυδίδης και ο Ησίοδος απαντούν…”, ο καθηγητής Ανδρέας Παναγόπουλος που χαρακτήρισε τον Χάντινγκτον σαν “νέο Μπάρμπα Σαμ” που «φτιάχνει γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά σενάρια ή “υποθέσεις εργασίας” για ασκήσεις των φοιτητών», όντας «άμοιρος παιδείας, ιδιαίτερα ανθρωπιστικής». Αντίθετα, ο καθηγητής Γιανναράς χαρακτήρισε το έργο του Χάντινγκτον «ιδιοφυές, έστω και σε εισαγωγικά», θεωρώντας μάλιστα «ότι εμείς οι Έλληνες, οι σημερινοί, θα έπρεπε να είμαστε βαθύτατα ευγνώμονες στον Χάντινγκτον». Κι αυτό γιατί «το χαρακτηριστικό μας στοιχείο είναι η ορθοδοξία και αυτή ως πολιτιστικό στοιχείο καθορίζει την πολιτική μας θέση και τη θέση μας στο διεθνή χώρο». Επισήμανε μάλιστα πως «η Δύση, ιστορικά, για λόγους καθαρά πολιτικής ανάγκης, θεμελιώθηκε σε μια αντιπαλότητα προς τον Ελληνισμό, στο “Contra errores Graecorum” (Κατά των σφαλμάτων των Γραικών).
Η πρόβλεψη για τη θέση της Ελλάδας
Η συζήτηση για τη θεωρία του Χάντινγκτον συνεχίστηκε σποραδικά, πάντα με αρνητικό πρόσημο, και μετά τα δέκα χρόνια της ύπαρξής της, όπως σε ένα αφιέρωμα της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας για τον «μύθο της σύγκρουσης των πολιτισμών» (14-5-2006). Μια θεωρία που χαρακτηρίστηκε σαν «η πιο χυδαία επινόηση» και «ένα θεωρητικό σχήμα το οποίο λαμβάνει η απλή μισαλλοδοξία» (Γιώργος Κοροπούλης), αλλά και σαν «αυθαιρεσίες» που «δίνουν τη δέουσα νομιμότητα στην αμερικανική ιμπεριαλιστική επιθετικότητα» (Θάνος Κακουριώτης).
Δύο χρόνια αργότερα οι “Νέες Εποχές” του “Βήματος” επανήλθαν με ειδικό αφιέρωμα για το αν «ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των πολέμων των πολιτισμών» κι αν οι θέσεις του Χάντινγκτον, που μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έγιναν «το ευαγγέλιο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, οδήγησαν τους Αμερικανούς στη σωστή πολιτική ή στην καταστροφή». Για την καθηγήτρια Έφη Γαζή το «χαντινγκτόνειο δράμα» αποτέλεσε «μία από τις βασικές σκηνοθετικές επιλογές στη σκηνή των σύγχρονων αντιπαραθέσεων. Επειδή όμως το έργο δεν χαρακτηρίζεται από την πρωτοτυπία ή το βάθος της πλοκής του, μάλλον είναι προτιμότερο να δούμε τι τρέχει στα παρασκήνια…», υπονοώντας τον αμερικανικό «Πόλεμο εναντίον του Τρόμου» που «συνδυάστηκε στην κοινωνική φαντασία με μια μείζονα “σύγκρουση πολιτισμών”, ως μια αφελή αλλά και επικίνδυνη ιδέα».
Για τον καθηγητή Βερέμη το έργο του «πρώιμου κήρυκα της σύγκρουσης στη διεθνή πολιτική» αποτελεί μια «προβληματική επιστημονικά εκλαΐκευση της Ιστορίας που δημιούργησε μια “αυτοτροφοδοτούμενη” πραγματικότητα, περισσότερη εικονική παρά αληθινή». Εν κατακλείδι, όπως αποφάνθηκε ο καθηγητής Λιάκος, «πρόκειται για ένα βαθιά συντηρητικό βιβλίο», βγάζοντας μάλιστα το συμπέρασμα ότι η θεωρία του Χάντινγκτον «βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ιδέες και την πολιτική που υποστηρίζει το ημέτερο εθνοθρησκευτικό μπλοκ».
Η εκτίμηση πάντως του Χάντινγκτον ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πάρει έναν “ορθόδοξο προσανατολισμό” και πως η Ελλάδα «από ανταγωνιστής της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εξελίσσεται σε έναν μεταψυχροπολεμικό σύμμαχο της Ρωσίας» (σελ. 209-210) αποδεικνύεται προς το παρόν λανθασμένη – τουλάχιστον επί κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα και κυρίως Κυριάκου Μητσοτάκη. Στοιχεία “ορθόδοξης συνεργασίας” μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας παρατηρήθηκαν μόνο επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή (2004-2009), όταν ο πρόεδρος Πούτιν επισκέφτηκε επανειλημμένα την Ελλάδα.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι όλη η ελληνική κοινωνία, που πλειοψηφικά ευθυγραμμίζεται ακόμη με την ΕΕ, ταυτίζεται με τη δεδομένη και με στοιχεία υποτέλειας “σωστή πλευρά της Ιστορίας” ή την αντιρωσική στάση των δυτικόστροφων ελληνικών ελίτ. Ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, παρά τις λεκτικές επιθέσεις και την προπαγάνδα που δέχεται από το κυρίαρχο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, εξακολουθεί πλειοψηφικά να συμπαθεί τον ομόδοξο ρωσικό λαό, όπως έκανε και με τους Σέρβους στη δεκαετίας του 1990.