Οι αντιφάσεις των Μαρξ-Ένγκελς για το Εθνικό Ζήτημα
12/04/2020Όλοι μας γνωρίζουμε την διατύπωση των Μαρξ-Ένγκελς στο Μανιφέστο ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», την οποία όμως οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές αποκόβουν από την συνέχειά της που ρητά δηλώνει: «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης».
Σε άλλο σημείο σημειώνουν: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στην μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα με την δική του αστική τάξη» για να καταλήξουν στο τελευταίο κεφάλαιο, που αφορά την στάση των κομμουνιστών να τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών «χωρίς να παραγνωρίζουν ότι αυτό το κόμμα αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία, εν μέρει από δημοκράτες σοσιαλιστές με την γαλλική έννοια, εν μέρει από αστούς ριζοσπάστες». Όσον αφορά τους Πολωνούς «υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης».
Ο καθείς σκεπτόμενος αντιλαμβάνεται ότι πέραν της αρχικής φράσης «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», τα δύσκολα και πραγματικά επίδικα κρύβονται στα «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να, να, να… είναι και το ίδιο επίσης εθνικό», και «η πάλη του προλεταριάτου… είναι στην αρχή εθνική», αλλά και «θεωρούν… την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης», ενώ «τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών, χωρίς να παραγνωρίζουν» κ.λπ., κ.λπ.
Είναι απόλυτα σαφές ότι οι θεμελιωτές της φιλοσοφίας της πράξης δεν ανέπτυξαν μια πλήρη, σφαιρική και ολοκληρωμένη αντίληψη για το Εθνικό Ζήτημα. Είναι, επίσης, σαφές ότι η διεθνιστική οπτική και κατεύθυνση αποτελούν σκληρό πυρήνα της όποιας οπτικής τους. Είναι όμως, επίσης, εξίσου σαφές ότι η ανάλυση του συνολικού τους έργου αποδομεί πλήρως τις επιλεκτικού χαρακτήρα και με σαφή ιδεολογική χρήση υπέρ του ά-τοπου/ά-χρονου διεθνισμού αντιλήψεις των επιγόνων και δη στην σημερινή περίοδο των φανερών ή κρυφών εραστών της παγκοσμιοποίησης και του μεταμοντέρνου.
Οι Μάρξ-Ένγκελς για τα κινήματα του 19ου αιώνα
Ας δούμε, λοιπόν, στεκόμενοι με σεβασμό αλλά και κριτικό πνεύμα, τις θέσεις που διατυπώνουν οι ίδιοι όταν έρχονται σε επαφή όχι μόνο με το αφηρημένο θεωρητικό πεδίο, ενός αφηρημένου ά-τοπου και ά-χρονου διεθνισμού, αλλά με την ίδια την σκληρή πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στους υπαρκτούς εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του 19ου αιώνα. Αναφερόμενος στους αγώνες των Ούγγρων πατριωτών, ο Ένγκελς σημειώνει το 1849 ότι «πρώτη φορά στο επαναστατικό κίνημα του 1848, ένα έθνος περικυκλωμένο από υπέρτερες αντεπαναστατικές δυνάμεις τολμά να αντιμετωπίσει την δειλή αντεπαναστατική μανία με επαναστατικό πάθος».
Λίγα χρόνια αργότερα μιλώντας για το Ιρλανδικό Ζήτημα θα διατυπώσουν στην αλληλογραφία τους: «Ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι μεταχειρίζονται σήμερα στην Ιρλανδία τους πολιτικούς κρατουμένους ή ακόμα και εκείνους που είναι μόνο ύποπτοι ή εκείνους που καταδικάστηκαν μόνο σε φυλάκιση ξεπερνά πραγματικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη εκτός από την Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», γράφει ο Μαρξ.
Ο Ένγκελς του απαντά στις 24 Οκτωβρίου 1869: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συμφορά είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο». Ο Μαρξ του ανταπαντά στις 10 Δεκεμβρίου 1869: «Μια βαθύτερη μελέτη με έπεισε όμως για το αντίθετο. Η αγγλική εργατική τάξη δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία. Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουμε».
Για να σημειώσει έναν χρόνο αργότερα εμβαθύνοντας στο ζήτημα, το πολύ στυφό για όλους μας: «κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία κατέχει μια εργατική τάξη μοιρασμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη, αισθάνεται ένα μέλος του ηγεμονικού έθνους…».
Άλλο οι Πολωνοί, άλλοι οι Βούλγαροι!
Την ίδια στάση με το Ιρλανδικό, θα κρατήσουν και στο Πολωνικό Ζήτημα οι Μαρξ-Ένγκελς, τονίζοντας: «Κανένας δεν μπορεί να σκλαβώνει ένα έθνος ατιμώρητα».«Δεν αποτελεί αντίφαση ότι το Κόμμα της Διεθνούς των εργατών αγωνίζεται για την δημιουργία του Πολωνικού Έθνους» και τέλος προς επικύρωση των παραπάνω: «Μέχρι να λυθεί το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας τους [οι Πολωνοί] έχουν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να είναι πρώτα απ’ όλα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές», δίνοντας στον χειραφετητικό-απελευθερωτικό αγώνα το πιο βαθύ πατριωτικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Αυτές είναι μερικές από τις προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς. Δυστυχώς, λέω, μερικές. Κι ας μη σπεύσουν οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές σε διεθνιστική πλειοδοσία διότι θα βρεθούν προ μεγάλων εκπλήξεων. Γιατί αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο το γεγονός ότι η σωστή άποψη των Μαρξ-Ένγκελς γύρω από το Ιρλανδικό και Πολωνικό Ζήτημα δεν τους εμπόδισε, όμως, να αντιμετωπίζουν με έναν τελείως διαφορετικό και ίσως λανθάνοντα ρατσιστικό τρόπο τις σλαβικές εθνότητες, αλλά και τους Βρετόνους, Σκώτους ή Βάσκους.
Αυτό αντανακλάται έντονα σε πολλά κείμενά τους, όπου οι βαρύτατα υποτιμητικές φράσεις για τα «άθλια συντρίμμια των πρώην εθνών», «τα μελίσσια εθνοτήτων», τα «έθνη και εθνάκια», τα έθνη που δεν έχουν «ευρωπαϊκή σημασία», τα «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», «τους αντιδραστικούς λαούς», τους «λαούς χωρίς ιστορία», τα «υπολείμματα λαών» το «ληστοσυρφετό» (Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες) και το «γουρουνολαό» (Βούλγαροι), δίνουν και παίρνουν.
Η εξαίρεση του Όττο Μπάουερ
Η σκοτεινή αυτή πλευρά, ιδιαίτερα του Ένγκελς, έτεινε και τείνει να αποσιωπάται ή και να δικαιολογείται από το σύνολο, σχεδόν, των επιγόνων. Δίνω, χωρίς περισσότερα σχόλια, δυο αποσπάσματα από ένα γράμμα (22-25/2/1882) του Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν: «Κατά τα άλλα ας τρέφετε όσες συμπάθειες θέλετε για τους κατά φύσιν λαΐσκους, έτσι κι αλλιώς έχουν μια κάποια ποιητική λάμψη και φτιάχνουν ακόμα λαϊκά τραγούδια… Κι αν από την εξέγερση αυτών των λεβέντηδων απειλεί να φουντώσει ένας παγκόσμιος πόλεμος, που θα μας καταστρέψει ολόκληρη την επαναστατική μας κατάσταση, τότε πρέπει και αυτοί οι ίδιοι και το δικαίωμά τους για ζωοκλοπή να θυσιαστούν ανελέητα στα συμφέροντα του ευρωπαϊκού προλεταριάτου…
»Οι Βούλγαροι έχουν οι ίδιοι περιγράψει τον εαυτό τους στα λαϊκά τους τραγούδια… Η φωτιά παίζει σ’ αυτά μεγάλο ρόλο. Ένα σπίτι πιάνει φωτιά κι η νεαρή γυναίκα καίγεται, επειδή ο άντρας της, αντί να σώσει αυτήν, προτιμά να σώσει την μαύρη του φοράδα… Πού αλλού στον κόσμο θα βρείτε τέτοιον γουρουνολαό;… Και μπροστά σ’ όλα αυτά θα θελήσουν πόλεμο; Σίγουρα όχι, έστω κι αν αφανίζονταν 200 ευγενείς ληστολαοί…».
Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο επιφανής Αυστριακός μαρξιστής Όττο Μπάουερ, που στο σημαντικό έργο του “Το Εθνικό Ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία”, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βιέννη το 1907, ασκεί μιαν αυστηρή κριτική στα ντετερμινιστικά ιδεολογήματα του Ένγκελς. Αναδεικνύει μιαν άλλη οπτική, εχθρική στον οικουμενικό ομοιομορφισμό της κομμουνιστικής εσχατολογίας. Προβάλλει την αξία της πολιτιστικής αυτονομίας, υιοθετώντας τις άκρως ριζοσπαστικές και αιρετικές τότε, αλλά δικαιωμένες ιστορικά απόψεις, ότι: «καθήκον της Διεθνούς είναι και πρέπει να είναι όχι η κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η προώθηση της διεθνούς ενότητας μέσα στην εθνική ποικιλομορφία της».