Οι δομικές αντιφάσεις της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας
04/06/2025
Η ταχεία παγκοσμιοποίηση της διεθνούς οικονομίας και η μεταβαλλόμενη φύση του διακρατικού συστήματος από τη δεκαετία του 1990 και μετά συμβάλλουν στην ανάδυση μιας “παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας” και όχι μόνο μιας “διεθνούς πολιτικής οικονομίας”. Ο Καναδός πολιτικός επιστήμονας Robert Cox έχει εξηγήσει ότι ο όρος “παγκόσμια πολιτική οικονομία” αναφέρεται, συγκεκριμένα, σε «έναν οικονομικό χώρο ο οποίος υπερβαίνει όλα τα σύνορα χωρών, συνυπάρχει ωστόσο με μια διεθνή οικονομία βασισμένη σε συναλλαγές διαμέσου συνόρων χωρών και ρυθμίζεται από διακρατικές συμφωνίες και πρακτικές».
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Robert Cox, η παγκόσμια πολιτική οικονομία αναγνωρίζει τρία διαφορετικά επίπεδα οικονομικού χώρου: το υπερ περιφερειακό, το εθνικό και το υπο-περιφερειακό. Επίσης, η παγκόσμια πολιτική οικονομία αναγνωρίζει τρία διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής οργάνωσης: τις κοινωνικές δυνάμεις, τα κράτη ως εθνικές κοινωνίες και την παγκόσμια κοινωνία. Στη δεκαετία του 1990, κατέστη σαφές ότι η παγκοσμιοποίηση παγιώνει την ανάδυση “ενός διεθνούς επιχειρηματικού πολιτισμού” σύμφωνα με την ορολογία της Βρετανίδας διεθνολόγου Susan Strange.
Σε ό,τι αφορά στη στάση του επιχειρηματικού καπιταλισμού απέναντι στο κράτος πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έχει ενιαία στάση. Οι διαφορετικές στάσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
Πρώτον: Κρατικός μινιμαλισμός: Με αυτόν τον όρο, αναφερόμαστε στη στάση που έχει απέναντι στο κράτος το τμήμα του επιχειρηματικού καπιταλισμού για το οποίο ο ρόλος του κράτους πρέπει να είναι περιορισμένος στην εξασφάλιση του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου για την απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και, φυσικά, το κράτος πρέπει να βοηθάει τον επιχειρηματικό καπιταλισμό στην επέκτασή του πέρα από τα εθνικά σύνορα, μέσω μιας πολιτικής ανοικτών αγορών.
Οι “laissez-faire”, ή ουτοπικοί φιλελεύθεροι υποστηρίζουν την εξής θέση: αν οι επιχειρηματίες αφεθούν ελεύθεροι να αποφασίζουν για τα πάντα στην οικονομία, θα παρέχουν ευημερία και ευτυχία στην ανθρωπότητα ανεξαρτήτως κράτους. Αυτή η θέση αποτελεί μια μορφή ρομαντικού πεσιμισμού, επειδή οι επιχειρηματίες είναι άνθρωποι που δρουν όχι μόνο με βάση τον ορθό λόγο, αλλά και σύμφωνα με τις προσταγές των αισθημάτων και των παθών τους, στα οποία περιλαμβάνονται η απληστία και η ιδιοτέλεια. Ο καπιταλιστικός-επιχειρηματικός πολιτισμός που υποστηρίζουν οι ουτοπικοί φιλελεύθεροι ενέχει τους εξής κινδύνους και τα εξής προβλήματα:
- Αφού καταφέρει να συσσωρεύσει πλούτο μετά από την ολοκλήρωση ενός έργου, ένας επιχειρηματίας μπορεί να μην έχει την πρόθεση να διανείμει τον παραχθέντα πλούτο με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο μεταξύ εκείνων που συνέβαλαν στην παραγωγή του, και προκαλούνται κρίσεις συσσώρευσης.
- Οι επιχειρηματίες που παράγουν το ίδιο οικονομικό αγαθό μπορεί να συμφωνήσουν μεταξύ τους να το πωλούν σε μια υψηλή τιμή, προκαλώντας δυσκολίες σε εκείνους που είναι αναγκασμένοι να αγοράζουν αυτό το αγαθό από τους δεδομένους προμηθευτές (καρτέλ).
- Η λήψη οικονομικών αποφάσεων και η διαχείριση του οικονομικού πλούτου από τους επιχειρηματίες μπορεί να γίνονται με τρόπους που εκφράζουν ένα παίγνιο ιδιοτελών ατομικών φιλοδοξιών και ματαιοδοξίας εκ μέρους των επιχειρηματιών, προκαλώντας υψηλά επίπεδα κοινωνικής σπατάλης και πολύ σοβαρά προβλήματα αναφορικώς με την ορθολογική κατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας. Για παράδειγμα, αντικειμενικοί κοινωνικοί λόγοι μπορεί να επιτάσσουν την παραγωγή ενός μείγματος αγαθών Α, αλλά οι επιχειρηματίες μπορεί να επιλέγουν να παράγουν ένα διαφορετικό μείγμα αγαθών Β για λόγους άμεσης κερδοσκοπίας εκ μέρους τους.
- Επίσης, μπορεί να υπάρχει η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής μιας καινοτομίας που μειώνει τις τιμές ή/και βελτιώνει την ποιότητα, αλλά οι επιχειρηματίες μπορεί να καθυστερούν την άμεση εφαρμογή αυτής της καινοτομίας έως την απόσβεση προηγούμενων επενδύσεών τους. Υπάρχει ο κίνδυνος παρατεταμένης διατήρησης του εργατικού δυναμικού σε καταστάσεις ένδειας και ανασφάλειας.
Τα ανωτέρω προβλήματα και οι ανωτέρω κίνδυνοι έχουν επισημανθεί από οικονομολόγους, όπως οι Lionel Robbins, Arthur Pigou, John Galbraith, Tomas Piketty κ.ά.
Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς εξαπατά τον επιχειρηματία και ο επιχειρηματίας εξαπατά το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Συγκεκριμένα, η ελεύθερη αγορά εξαπατά τον επιχειρηματία, επειδή, αν ένας επιχειρηματίας ενστερνιστεί επακριβώς και κυριολεκτικώς τις αρχές του laissez-faire καπιταλισμού (κάθε δρων σε ελεύθερη αγορά είναι αναγκασμένος να θεωρεί τις τιμές δεδομένες μεταβλητές ανεξάρτητες από τη συμπεριφορά του, και η είσοδος σε κάθε επάγγελμα ή κάθε οικονομικό τομέα, καθώς και η έξοδος από κάθε επάγγελμα ή οικονομικό τομέα είναι ελεύθερες), θα δει πολύ σύντομα τα κέρδη του να εξαφανίζονται.
Επίσης, ο επιχειρηματίας εξαπατά το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, επειδή το αξιοποιεί για να μπει στο παίγνιο και να παίξει, αλλά στη συνέχεια επιδιώκει να αλλοιώσει το σύστημα, προκειμένου να εξασφαλίσει δεσπόζοντα ρόλο στην αγορά και τη δυνατότητα να χειραγωγεί την αγορά.
Κρατικός παρεμβατισμός
Δεύτερον: Κρατικός παρεμβατισμός: Εκτός από την εξασφάλιση του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου για την απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, ένα τμήμα του επιχειρηματικού καπιταλισμού περιμένει ακόμα περισσότερα από το κράτος, και γι’ αυτόν τον λόγο υποστηρίζει ένα σύστημα κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Συγκεκριμένα, προσδοκά από τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική του κράτους να αποτρέψει καθίζηση της συνολικής ζήτησης, η οποία δεν θα επέτρεπε στην αγορά να απορροφήσει την παραγωγή των επιχειρήσεων στις ελεγχόμενες από αυτά τιμές.
Επίσης, ζητεί χρήσιμες δημόσιες επενδύσεις για χάρη της διευκόλυνσης της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης: το κράτος, επιτελώντας τη λειτουργία του προγραμματισμού μέσα στο πλαίσιο του βιομηχανικού συστήματος, “κοινωνικοποιεί” μεγάλο μέρος του κόστους της ιδιωτικής επιχείρησης. Για παράδειγμα, μεγάλες προσπάθειες εκπαίδευσης, οι οποίες μάλιστα θα εφοδιάσουν τις επιχειρήσεις με τους κατάλληλους ανθρώπινους πόρους, σοβαρές τεχνολογικές προσπάθειες, κ.ά. καταβάλλονται από το κράτος, και το κόστος τους, σε σημαντικό βαθμό, καλύπτεται από τους φορολογούμενους πολίτες.
Στο πλαίσιο, μάλιστα, της ιδιωτικοποίησης του κοινωνικού προγραμματισμού, μεγάλες επιχειρήσεις ασκούν αποφασιστική επιρροή στα ζητήματα εθνικής ασφαλείας, εξωτερικής πολιτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, υπό την έννοια ότι, με ποικίλους εμφανείς και αφανείς τρόπους, ωθούν κυβερνήσεις να διαμορφώσουν την πολιτική τους με βασικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων συγκεκριμένων καπιταλιστικών ελίτ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διευθυντική-καπιταλιστική ελίτ μοιράζεται την εξουσία με το “βαθύ κράτος” – με το μιλιταριστικό σύστημα, του οποίου αποστολή είναι ο εθνικός προγραμματισμός για την “άμυνα”, και με τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες, των οποίων η αποστολή περιλαμβάνει τη διεξαγωγή επιχειρήσεων που αφορούν στην “εσωτερική ασφάλεια”.
Οι εργαζόμενοι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση
Τρίτον: Κρατικός προστατευτισμός: Ένα τρίτο τμήμα του επιχειρηματικού καπιταλισμού είναι η λεγόμενη τάξη των εθνικών καπιταλιστών, στην οποία ανήκουν εκείνοι που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος σαν ασπίδα προστασίας από τη διεθνή παραγωγή και, γι’ αυτόν τον λόγο, συχνά είναι υπέρμαχοι του οικονομικού προστατευτισμού (π.χ., με δασμούς και ποσοστώσεις). Επίσης, ανήκουν εκείνοι που εκμεταλλεύονται κενά που αφήνει η διεθνής παραγωγή (άρα δεν είναι εκτεθειμένοι σε διεθνή ανταγωνισμό). Όμως, ούτε το διεθνές κεφάλαιο μπορεί να εξασφαλίσει την απόλυτη υπεροχή του έναντι του εθνικού κεφαλαίου σε όλες τις χώρες-κλειδιά του μητροπολιτικού καπιταλισμού, ούτε το εθνικό κεφάλαιο μπορεί να αναστρέψει τη διεθνοποίηση του κράτους και να ανασυστήσει έναν μερκαντιλιστικό κόσμο.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η τάξη των εργαζομένων δεν είναι ομοιογενής. Περιλαμβάνει τους “ασφαλείς εργαζομένους” (πρόσωπα εκπαιδευμένα με ασφαλή καριέρα και αξιόλογες επαγγελματικές προοπτικές) και τους “ανασφαλείς εργαζομένους” (πρόσωπα λιγότερο εκπαιδευμένα, με αμφίβολο επαγγελματικό μέλλον, χειρότερες αμοιβές, και αδύναμη ή ανύπαρκτη συνδικαλιστική οργάνωση). Επίσης, μια άλλη διάκριση είναι αυτή μεταξύ εκείνων που απασχολούνται από το εθνικό κεφάλαιο και εκείνων που απασχολούνται από το διεθνές κεφάλαιο, δηλαδή είναι ενταγμένοι σε διεθνείς παραγωγικές διαδικασίες.
Οι εργαζόμενοι που έχουν ικανοποιητική καριέρα σε διεθνείς παραγωγικές διαδικασίες βλέπουν συχνά τα συμφέροντά τους να ευνοούνται από την επέκταση της διεθνούς παραγωγής, ενώ οι εργαζόμενοι που έχουν ικανοποιητική καριέρα σε εθνικές παραγωγικές δραστηριότητες αισθάνονται συχνά περισσότερο ασφαλείς όταν λαμβάνονται μέτρα οικονομικού προστατευτισμού. Το βρετανικό μοντέλο διεθνοποίησης της πολιτικής οικονομίας προέβλεπε ότι η ηγεμονική δύναμη θα χρηματοδοτούσε με τα πλεονάσματά της το παγκόσμιο σύστημα, εξαγοράζοντας έτσι, σε έναν βαθμό, το δικαίωμα της ηγεμονίας, και εξασφαλίζοντας την τάση ομοιογενοποίησης του διεθνούς εμπορίου και της παραγωγής, καθώς και την ενότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εξού και όταν η Μεγάλη Βρετανία έπαυσε να έχει αυτή τη δυνατότητα, η “Pax Britannica” κατέρρευσε.
Οι ΗΠΑ ως φορέας παγκοσμιοποίησης
Οι ΗΠΑ, στην αρχική φάση της Pax Americana, μετά από τον Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο, εφάρμοσαν τη βρετανική συνταγή ηγεμονίας, αλλά, σταδιακά, διολίσθησαν σε μια κατάσταση, στην οποία οι ΗΠΑ –αντί να προμηθεύουν κεφάλαια και χρήμα στη διεθνή οικονομία και να εξαγοράζουν την υποτέλεια κρατών– αποσπούν κεφάλαια από τη διεθνή οικονομία, σε απεριόριστο μάλιστα βαθμό. Στο πλαίσιο της “Pax Americana”, η σταθερότητα της αμερικανικής οικονομίας βασίζεται στην καθαρή αποδυνάμωση των άλλων, τόσο των γεωστρατηγικών ανταγωνιστών όσο και των συμμάχων.
Προκύπτει, λοιπόν, μια θεμελιώδης αντίφαση: οι ΗΠΑ βασίζονται στην παγκοσμιοποίηση για να ασκήσουν ηγεμονική εξουσία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο την ασκούν συρρικνώνει τον διεθνή οικονομικό χώρο και υπονομεύει την κινητικότητα των κεφαλαίων και την ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ήδη στη δεκαετία του 1990, ο Zbigniew Brzezinski διατύπωσε αυστηρές προειδοποιήσεις για την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής των ΗΠΑ.
Στη δεκαετία του 1980, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν τεράστιο έλλειμμα στον προϋπολογισμό τους. Η κυβέρνηση Ρέιγκαν είχε μειώσει τους φόρων και ταυτοχρόνως είχε αυξήσει τις δαπάνες (κυρίως υπερχρηματοδοτώντας το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και το “βαθύ κράτος”). Γι’ αυτόν τον λόγο αύξησε πολύ τα επιτόκια, προκειμένου να προσελκύσει κεφάλαια από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού. Η άνοδος των επιτοκίων υποχρέωσε άλλες αναπτυγμένες χώρες να προβούν και αυτές σε αύξηση επιτοκίων, ώστε να συγκρατήσουν τη φυγή κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.
Κατά συνέπεια, το βάρος του διεθνούς χρέους για τις αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε δραματικά. Το 1987, το τεράστιο έλλειμμα των ΗΠΑ τις κατέστησε τον μεγαλύτερο χρεοφειλέτη στον κόσμο. Τον Μάιο 2025, το χρέος των ΗΠΑ έφθασε περίπου στο 123% του ΑΕΠ. Από τη μία πλευρά, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η νίκη των αρχουσών δυτικών ελίτ επί των αντιπάλων τους και η δόμηση της διεθνοπολιτικής στρατηγικής τους βασίστηκαν στην παγκοσμιοποίηση και σε έναν φιλελεύθερο μονόλογο.
Από την άλλη, στις αρχές του 21ου αιώνα, οι άρχουσες δυτικές ελίτ διαπίστωσαν ότι η ίδια η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί συνθήκες που όχι μόνο επιφέρουν την προοδευτική αποδυνάμωση της κυριαρχικής ακεραιότητας του έθνους-κράτους, αλλά και μειώνουν την ικανότητα ενός υπερκράτους, των ΗΠΑ, να ασκεί παγκόσμια εξουσία. Αυτή η κατάσταση έγινε ακόμα περισσότερο πολύπλοκη εξαιτίας της οικονομικής ενδυνάμωσης της Ρωσίας, της πολιτικής αφύπνισης της Κίνας και διαφόρων περιφερειακών δυνάμεων ανά τον κόσμο, καθώς και της αύξησης των γεωστρατηγικών φιλοδοξιών της Ινδίας. Το 2023, το ΔΝΤ υπολόγισε ότι το συνολικό ΑΕΠ των BRICS αντιπροσώπευε περίπου το 32% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το συνολικό ΑΕΠ των G7 αντιπροσώπευε περίπου το 30%.