Οι Έλληνες μέσα και έξω από τους φόβους τους

Κορονοϊός: Ξεπέρασαν τους 270.000 οι νεκροί σε όλον τον κόσμο

Οι χαρακτήρες δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού απέναντι στην πανδημία έχει τηρήσει την ίδια στάση περίπου που τήρησε και στην περίοδο της  οικονομικής κρίσης. Περιμένει μάλλον παρά υπομένει.

Για μια δεκαετία πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν να περάσει το κακό με τα άδεια ταμεία, όπως περνάνε συνήθως τα σύννεφα πάνω από τον φωτεινό ουρανό μας. Η ώρα που τα πράγματα θα ξαναγύριζαν στη γνωστή τροχιά τους, φαινόταν άλλοτε να πλησιάζει, άλλοτε να απομακρύνεται. Όμως, αυτό δεν άλλαζε σε τίποτα την παθητική απόφαση των πληγέντων, ή και των ανησυχούντων να μεμψιμοιρούν, να αγανακτούν, ή να έλκονται από δημαγωγίες, τις οποίες κατά βάθος δεν πίστευαν. Έδιναν την άδεια στον εαυτό τους να ξεγελιέται, γιατί, έστω κι έτσι, νόμιζαν πως κάτι κάνουν.

Αυτή η διπλή αυταπάτη που χρησιμοποιήθηκε σαν αγχολυτικό απέναντι στην οικονομική συμφορά, δεν είναι παράξενο που καταναλώνεται ευρέως και στις τωρινές συνθήκες. Ενέσκυψε μια αρρώστια εντελώς καινούρια, λένε. Ωστόσο, όσο και να μας ξάφνιασε, στην πραγματικότητα δεν άλλαξε την πιο ριζωμένη, αν και όχι παλιά συνήθεια, τη συνήθεια να επαφιέμεθα στον χρόνο και όχι στις δυνάμεις μας.

Το παράξενο είναι πως εδώ δεν παίζουν ιδιαίτερο ρόλο οι ελπίδες. Δεν ελπίζουμε σε πολλά  γιατί δεν θα αντέχαμε να απογοητευθούμε πολύ. Επιλέγεται τελικά μια παραλλαγή της δοκιμασμένης πονηρής συνταγής: να μένουμε στη γωνιά μας, να μετράμε τις μέρες και όποτε μπορούμε να κλέβουμε ό,τι προφταίνουμε από  τις μικροχαρές του κόσμου. Με δυο λόγια, η ενεργητικότητα των πολιτών υποχωρεί, την ώρα μάλιστα που το κράτος αναγκάζεται να ενεργήσει.

Άσκηση στην αυτοπειθαρχία

Ενεργητικότητα υπό τις παρούσες περιστάσεις, με τον κίνδυνο της μόλυνσης να παραμονεύει παντού, θα σήμαινε πως ο πληθυσμός θα αναδιοργανωνόταν συνειδητά. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η πλήρης αποδοχή της κατάστασης. “Μα δεν έγινε αποδεκτή;” θα διαμαρτύρονταν κάποιοι. Όχι, πρέπει να πούμε. Από πολλούς δεν έγινε αποδεκτή με τους όρους που της ανήκουν, έγινε μετά βίας ανεκτή και με τους δικούς τους όρους: τις επιφυλάξεις, δηλαδή, τις υποψίες, τις εικασίες, αυτή τη γκρίνια που ανακυκλώνεται, προσπαθώντας να μεταμφιεσθεί σε “ανεξαρτησία της γνώμης, αυτής της γνώμης¨που κυκλοφορεί μασημένη από χιλιάδες στόματα μες στο διαδίκτυο.

Όλοι αυτοί θα ήθελαν να έχουν μια γνώμη που να μην την ελέγχει κανείς και να μην της ζητά να εφαρμοστεί. Όταν απαιτούνται πράξεις, είναι προφανές, ότι προκύπτει πρόβλημα. Η πιο βασική από τις πράξεις που θα χρειάζονταν είναι η άσκηση στην αυτοπειθαρχία. Να μπορεί κανείς να συναινεί σ’ αυτά που επιβάλλουν οι περιστάσεις και να είναι ο ίδιος επόπτης των αδυναμιών, των λαθών του και των διορθώσεων που πρέπει να γίνουν.

Είναι τέτοιο πρόγραμμα προϋποθέτει ότι το σύνθημα “μένουμε σπίτι” ερμηνεύεται ως “μένουμε με τον εαυτό μας, αλλά όχι όπως έχει”. Πράγμα που σημαίνει πως ο ένοικος του σπιτιού δεν σκέπτεται διαρκώς τη στιγμή που θα τον αφήσουν να ανοίξει την πόρτα και να γίνει δραπέτης. Έξω στους δρόμους, το έχετε δει, πώς τρέχει, ήδη, η αδημονία. Ψάχνουν δικαιολογίες για να πάνε εδώ και εκεί, χαλκεύουν έγγραφα, ξεγλιστούν από μπλόκα της αστυνομίας, πηγαίνουν στα πάρκα και υποδύονται τους Σουηδούς στη γυμναστική, μολονότι η Σουηδία τους έχει εκπλήξει δυσάρεστα με την απάθειά της απέναντι στον ιό. Απάθεια που δεν είναι παρά η τήρηση κανόνων, χωρίς μορφασμούς ενόχλησης.

Να, όμως, που συμβαίνει

Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού κοιτά με απεγνωσμένη λαχτάρα προς τα έξω, δείχνει πόσο δύσκολο είναι να μπει μια τάξη στα του οίκου μας. Ασφαλώς, παντού στον πλανήτη, παρατηρούνται παρόμοια συμπτώματα. Η έντασή τους όμως διαφέρει, και, εξάλλου, το ουσιαστικό ζήτημα είναι ότι άλλες κοινωνίες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη την εσωτερική τάξη και άλλες λιγότερο.

Πρόσφατα από τον Πρόεδρο της Γαλλίας εξαγγέλθηκε ως στόχος για τη χώρα του η αυτάρκειά της σε πολλά αγαθά και υπηρεσίες. Σε ανάλογη, ως γνωστόν, γραμμή κινούνται η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Εκεί όπου η ισχύς είναι μεγαλύτερη, είναι πιο έντονη και η έγνοια για τη διατήρησή της. Συγκρίνετε αυτή την επιδίωξη με τη δυσκολία που έχουν οι χώρες του Νότου να κοιτάξουν μακριά, να σχεδιάσουν, να θεμελιώσουν νέες δομές. Όσο για τη χώρα μας, είναι τόσο σημαδεμένη από την πτώχευση και από βάσανα πολύ παλαιότερα που είναι πια υπερβολική πολυτέλεια να ζει απλώς υπό τις ευλογίες του ηλίου και της επιπολαιότητας.

Με την πρόσφατη κινητοποίησή του, το κράτος είναι αλήθεια πως ξάφνιασε αρκετούς. Είναι, πράγματι, ασυνήθιστο το ένστικτο αυτοσυντήρησης ενός λαού να λειτουργεί μέσω ενός μηχανισμού που το θεωρούσαν από παράδοση σκουριασμένο. Να, όμως, που συμβαίνει κι αυτό στην ιστορία. Σε  περιόδους, κατά τις οποίες ο λαός δείχνει μουδιασμένος, μερικοί από τους εκπροσώπους του σε θέσεις δημοσίου συμφέροντος είναι σαν να θυμούνται την καταγωγή τους από κάποια φύτρα αγωνιστικότητας. Και υπό την επήρεια ενός είδους ντροπής και πείσματος μαζί, ρίχνονται με τα μούτρα στη δουλειά, ώστε να αποκατασταθεί η συλλογική  τιμή.

Δεν είναι, επομένως, για να είμαστε ακριβείς, τόσο ο μηχανισμός του κράτους που έδρασε, όσο ήταν άτομα που πήραν πάνω τους, όπως συνέβη και άλλοτε, όλο το βάρος. Αυτά τα άτομα μπορούν να πείσουν, ή ακόμη και να εμπνεύσουν, ακριβώς διότι στο πρόσωπό τους ένα πλήθος δύσπιστο και ανυπάκουο βλέπει τις αδυναμίες του να αίρονται παραδειγματικά. Ας πάψουν, λοιπόν, οι αδιέξοδες σκέψεις. Υπάρχουν περιθώρια για να πάμε πιο πέρα από τον φόβο, πιο πέρα από την λόγω φόβου πειθάρχηση.

Οι ενστάσεις

Από την άλλη πλευρά, θα ήταν άκαιρο και θα παρέλυε κάθε αντίδραση το να τεθούν σε πρώτη μοίρα για εξέταση οι ενστάσεις εκείνες που χαρακτηρίζουν τους περιορισμούς υπέρμετρους. Οι προειδοποιήσεις για δικαιώματα που καταπατιούνται και άλλα παρόμοια που αντικειμενικά θολώνουν με ανευθυνότητα τα νερά. Εκείνο που έχει μέγιστη σημασία είναι να παρακινηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι σε αντενέργειες απέναντι στις δυσκολίες.

Σε αντιστάθμισμα  της παθητικής αναμονής, την οποία επισημάναμε, ένα παρατηρητικό βλέμμα θα εντόπιζε επίσης στη χώρα μας σποραδικά δείγματα μιας ορμής για επιτέλεση έργων που στηρίζουν τη ζωή του συνόλου. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι δεν είναι βραχύς ο πρόσφατος κατάλογος των εθελοντών για την επικουρία νοσηλευτικών υπηρεσιών, ή του προγράμματος “Βοήθεια στο σπίτι”, καθώς και άλλων που αφορούν την κοινωνική αλληλεγγύη.

Ή, για να πάμε αλλού: πριν από λίγο καιρό ιδιώτες “αλεξιπτωτιστές” προσφέρθηκαν να ενισχύσουν τη φύλαξη του συνοριακού φράχτη στον Έβρο. Κάποιες στιγμές ένα άτομο μπορεί να νιώσει πληρέστερο, ξαναμπαίνοντας στα κοινά, απ’ όπου βγήκε για να αθληθεί, να ψυχαγωγηθεί, ή απλώς να ξεχάσει τις υποχρεώσεις του. Το κρίσιμο θέμα είναι πάντα για χάρη τίνος ζει κανείς.

Παντού, σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, ανάβουν κάθε τόσο σκόρπιοι σπινθήρες ζωτικότητας και ευσυνειδησίας. Σε δημόσιες υπηρεσίες, σε επιχειρήσεις, σε σχολεία, σε μονάδες αγροτικής παραγωγής, σε εργαστήρια ερευνητών. Το αυθόρμητο ερώτημα που γεννιέται όταν έρχεται στο νου αυτή η διασπορά, είναι το κατά πόσον είναι δυνατό οι καρποί της να περισυλλεγούν και να διατεθούν εκεί που πρέπει.

Συνήθως την απάντηση φαίνεται να την δίνει η ίδια η ασυμμάζευτη πραγματικότητα: «δεν γίνεται τίποτα, από πού ν’ αρχίσει κανείς». Έτσι κλείνει το ζήτημα κι όλοι σηκώνουν τα χέρια τους. Αμέσως μετά θα τεντώσουν τον δείκτη για να καταγγείλουν κάποιον. Θα αρχίσουν οι γνωστές διενέξεις, οι αλληλοκατηγορίες και η φθορά εκ των ένδον. Αυτό στο οποίο οι παλαιότεροι οικονομολόγοι επέμεναν πολύ, ότι το μεγαλύτερο κεφάλαιο μια χώρας είναι οι ανθρώπινοι πόροι  της, διασπαθίζεται, έτσι, προτού καν χρησιμοποιηθεί.

Ιδεατός εαυτός

Πόρος είναι η πηγή, από την οποία αναβλύζει ενέργεια, ή εξάγονται στοιχεία πρόσφορα για την παραγωγή αγαθών. Για να είναι όμως ανθρώπινος ο πόρος απαιτούνται κίνητρα. Χωρίς κίνητρα δεν αποπειρώνται και πολλά οι άνθρωποι. Και επειδή ακριβώς σήμερα η χώρα μας χρειάζεται πάρα πολλά, πρέπει και τα κίνητρα να είναι αναλόγως ισχυρά. Δεν μπορεί να θεωρηθεί κίνητρο το να γλυτώσουμε από την πανδημία.

Δεν μπορεί να δώσει αρκετή ώθηση  στις εγχώριες δυνάμεις η ιδέα να επανέλθουμε στην “κανονικότητα”. Η ζωή δεν εξαντλείται στην κανονικότητα. Αυτή η λέξη, η γεμάτη καθησυχασμό και εξωραϊσμό της ρουτίνας, και γι αυτό τόσο αρεστή σε πολλούς πολιτικούς, δεν είναι δυνατόν  να παρακινήσει σε τίποτα περισσότερο, εκτός από μια τακτοποίηση των στοιχειωδών.

Όμως, η ζωή δεν προχωρεί πάντα κατά στάδια. Μεσολαβούν άλματα που επιβάλλεται να γίνουν. Ίσως να είναι αυτή σήμερα, για μας, η επιταγή των καιρών: προτού ακόμα ολοκληρωθεί η ρύθμιση των στοιχειωδών, προβάλλει η ανάγκη ενός δρασκελισμού πιο ανοικτού, πιο δυναμικού. Πρέπει να κινηθούμε με μια φιλοδοξία για τη χώρα που θα παρασύρει την κακομοιριά και θα την κάνει να θέλει να βγει κι αυτή από τον εαυτό της.

Μια τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει πως μέσα μας μπορεί να αναπνέει ακόμα ένας “ιδεατός εαυτός”, όπως και μια “ιδεατή Ελλάδα”, υπαρκτή, αν και όχι αισθητή διαρκώς. Οφείλουμε να δράσουμε συγχρόνως και για μας και για κείνη. Όταν ο Περικλής μιλά στους Αθηναίους, που έχουν πληγεί από τον λοιμό, εν μέσω πολέμου, τους τονίζει πως αν δεν αντέξουν, θα έχουν αμαυρώσει το όνομα της πόλης που οι ίδιοι δημιούργησαν μετά τους προγόνους τους.

Στο κύλισμα των αιώνων κάθε γενιά μπορεί να βρεθεί στο ίδιο σημείο. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Είναι σαν κάτι έξω από εμάς να περιμένει από εμάς το καλύτερο. Δεν περιμένει  να φύγει το κακό μια ώρα γρηγορότερα σαν  εφιάλτης. Προσδοκά να μας δει, εντελώς ξυπνητούς, να το διώχνουμε.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι