Οι Ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης στο έργο του Γκόγκολ
26/03/2022Τα πνευματικά και πολιτιστικά απότοκα του Βυζαντίου –σύμφωνα με τον σπουδαίο Ρώσο βυζαντινολόγο Georg Ostrogorsky– συνετέλεσαν καθοριστικά στην ανάδυση εκείνης της συνείδησης που ο Ντοστογιέφσκι συνοψίζει ως “ρωσική ψυχή”. Η αίσθηση ότι ο κυρίαρχος ρόλος της Ρωσίας στις ευρασιατικές υποθέσεις αρύεται την γεωπολιτική του αίγλη από τον “ένδοξό μας Βυζαντινισμό” είναι διάχυτη στην αχανή τσαρική αυτοκρατορία, ειδικά κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Στη Μόσχα, η οποία κατά τον Λεόντιεφ είναι χτισμένη σαν μια βυζαντινή πόλη, απηχούν ευρέως αυτές οι απόψεις και εμφιλοχωρούν στους ποιητικούς και πεζογραφικούς κύκλους της εποχής, ήδη από τις πρώιμες εκλάμψεις του Χρυσού Αιώνα της ρωσικής λογοτεχνίας. Είναι εμφανές ότι στην ποίηση του Πούσκιν αυτό το παλίμψηστο του ρωσικού βυζαντινισμού συνυφαίνεται αριστοτεχνικά με τις φιλεπαναστατικές τάσεις του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και μετεξελίσσεται σε έναν φλογερό φιλελληνισμό, εφάμιλλης αισθητικής εμβέλειας με εκείνον του Βίκτωρ Ουγκώ και του Λόρδου Βύρωνα. Οι ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης κοσμούν τους τοίχους των επαύλεων ακόμα και στις απομακρυσμένες ρωσικές επαρχίες.
Καθώς τα λογοτεχνικά ρεύματα συνωθούνται ευεργετικά πάνω στο κειμενικό σώμα της ρωσικής λογοτεχνίας, ο φιλελληνισμός παραμένει μια διαχεόμενη εντύπωση, άλλοτε ιριδίζουσα και άλλοτε υποφώσκουσα, ακόμα και εντός της ιδιόρρυθμης, γνήσια ρωσικής, γκογκολικής σάτιρας. Οι “Νεκρές Ψυχές” του Νικολάι Γκόγκολ, ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκδόθηκαν είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Αν και το θέμα που πραγματεύεται ο Γκόγκολ στο σπουδαιότερό του μυθιστόρημα είναι η λεπτοφυής αιχμηρότατη σάτιρα του κοινωνικού δίπολου “γαιοκτήμονες-μουζίκοι” και της γραφειοκρατίας της τσαρικής Ρωσίας, λίγο πριν την επίσημη κατάργηση της δουλείας από τον Αλέξανδρο Β’ το 1861, το ελληνικό συγκείμενο αναδεικνύεται πολύσημα κατά την αφήγηση.
“Νεκρές Ψυχές”- Νικολάι Γκόγκολ
Ο Τσίτσικοφ, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, περιδιαβαίνει την ρωσική επαρχία, θέτοντας σε εφαρμογή ένα αλλόκοτο σχέδιο: να αγοράσει έναντι εξευτελιστικής τιμής τίτλους ιδιοκτησίας δούλων που είναι ήδη νεκροί αλλά οι ιδιοκτήτες τους δεν τους έχουν δηλώσει ακόμη στο ληξιαρχείο. Απώτερος σκοπός του δολοπλόκου και μηχανορράφου Τσίτσικοφ είναι η κατοχή ενός καταλόγου με ονόματα δούλων προκειμένου να αποσπάσει ευνοϊκό δάνειο από την τσαρική γραφειοκρατία και να γίνει τρανός γαιοκτήμονας.
Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι οι τύποι των γαιοκτημόνων που επισκέπτεται ο Τσίτσικοφ, κατά το μάλλον ή ήττον, επιβεβαιώνουν αυτόν τον περιρρέοντα ρωσικό βυζαντινισμό και την ελληνική αρχαιογνωσία. Ο αφηγητής δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει τις «θαυμάσιες ελληνικές μύτες» των θυγατέρων τους, ή να συσχετίσει την δράση των ηρώων με αντίστοιχα ομηρικά μοτίβα και να μαρτυρήσει την επιδεικτική τους προτίμηση για την κορινθιακή σταφίδα.
Δεν χάνει ακόμη την ευκαιρία να παρατηρήσει το φαινόμενο των αρχαιοελληνικών ονομάτων στις ρωσικές οικογένειες, όπως ο κτηματίας Μανίλοφ που ονομάζει τους γιους του Θεμιστοκλή και Αλκίδη. Στο ίδιο πνεύμα, ειρωνεύεται τον αλαζόνα λοχαγό Κοπέικιν για την κατά φαντασία ευγλωττία του: «Τι είναι μπροστά στον Κοπέικιν οι Πλάτωνες, οι Δημοσθένηδες κι οι άλλοι μεγάλοι της αρχαιότητας!». Ακόμα και ο ίδιος ο Τσίτσικοφ φλερτάρει την κόρη του διοικητή, μιλώντας της για τον Διογένη.
Ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης
Αναντίρρητα, η πρόθεση του Γκόγκολ, όπως παραδέχεται ο ίδιος στο επίμετρο, είναι να διακωμωδήσει σκωπτικά τα ελαττώματα των κοινωνικών τύπων της αχανούς ρωσικής περιφέρειας στην εποχή των δουλοπάροικων, ώστε να διαφανεί με σατιρικούς χρωματισμούς το αναπόδραστο τέλμα. Εντούτοις, δεν παραλείπει να εκθειάσει υποδορίως –όσο είναι σημασιολογικά επιτρεπτός ο εκθειασμός στην γκογκολική σημειολογία– μερικές από τις αρετές της ρωσικής πατριαρχίας. Συγκεκριμένα, δύο είναι οι γαιοκτήμονες που πρεσβεύουν το σπινθηροβόλο ρωσικό πνεύμα και την αποτελεσματική εργατικότητα από την οποία ευεργετούνται και οι μουζίκοι.
Ο πλέον ιδανικός τύπος Ρώσου γαιοκτήμονα που προβάλλει σχεδόν διθυραμβικά ο Γκόγκολ στις “Νεκρές Ψυχές” είναι ένας ρωσοποιημένος Έλληνας, ο Κωνσταντίν Κωνσταντζόγλου. Οι απόψεις του Κωνσταντζόγλου για την καλλιέργεια της γης, για τις ποικιλίες των σπόρων, για την χρήση καινοτόμων μηχανημάτων, για το δικαίωμα στον σεβασμό και τον πλούτο που πρέπει να απολαμβάνει ο μουζίκος ακούγονται μεγαλοφυή και πρωτόγνωρα στον τετραπέρατο Τσίτσικοφ. Αξίζει να τονιστεί ότι οι ίδιες αυτές ιδέες του Κωνσταντζόγλου επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες από τον γαιοκτήμονα Λέβιν στην “Άννα Καρένινα” του Τολστόι, ο οποίος χρησιμοποιεί τον ελληνικής καταγωγής γκογκολικό ήρωα ως πρότυπο του δικού του ρωσικού οράματος.
Σε μία ακόμη από τις ιδιοτελείς επισκέψεις του, ο Τσίτσικοφ γευματίζει και στην έπαυλη του εύπορου Σομπάκιεβιτς. Όταν ο οικοδεσπότης τον οδηγεί στο σαλόνι, ο Τσίτσικοφ εκπλήσσεται από τη μεγαλοπρέπεια των πορτρέτων που διακοσμούν τους τοίχους του σαλονιού και αναπαριστούν τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης σε φυσικό μέγεθος, ζωγραφισμένους ολόσωμους. Από τη μία πλευρά ορθώνονται οι μορφές του Ανδρέα Μιαούλη, του Κωνσταντίνου Κανάρη και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου: «Όλοι είχαν τόσο χοντρά και στέρεα πόδια, τόσο μακριά μουστάκια, που σ’ έπιανε τρεμούλα όταν τους κοίταζες».
Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει με το επιβλητικό της ανάστημα η Μπουμπουλίνα, για την οποία ο αφηγητής του Γκόγκολ σχολιάζει με δέος και συνάμα σκωπτική διάθεση κατά των νεαρών κομψευόμενων μεγαλοαστών: «Το ένα της μόνο πόδι είχε περισσότερο όγκο απ’ ό,τι ολόκληρο το σώμα των λιμοκοντόρων που συχνάζουν στα σημερινά σαλόνια». Όσο για τον Κολοκοτρώνη, ο Τσίτσικοφ μετά βίας στυλώνει τα μάτια του στο αυστηρό και αγέρωχο βλέμμα του.