Οι κομπορρημοσύνες Ερντογάν – Αμάχους πετάξατε στην θάλασσα το 1922
15/06/2022Συνέχισε τις φραστικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας ο πρόεδρος της Τουρκίας, κάνοντας για άλλη μία φορά αναφορά στην Μικρασιατική Καταστροφή το ’22. Ο Ταγίπ Ερντογάν κάλεσε την χώρα μας «να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος, για να μην συμβούν τα ίδια», χαρακτηρίζοντας την Ελλάδα «κομπάρσο στα σχέδια άλλων». Είναι γνωστές πλέον οι κομπορρημοσύνες Ερντογάν. Τον Σεπτέμβριο του 2021, σε ομιλία του για τα 100 χρόνια από την Μάχη του Σαγγαρίου είχε δηλώσει για τον ελληνικό στρατό πως «πριν από 100 χρόνια πετάξαμε τον εχθρό στη θάλασσα».
Ο Ερντογάν είχε τότε ισχυριστεί πως «ο εχθρός καθώς αποσυρόταν από τον Σαγγάριο, κατέστρεφε και έκαιγε κάθε μέρος και οτιδήποτε έβρισκε, κάνοντας αμέτρητες ντροπιαστικές σφαγές», επαναλαμβάνοντας έναν πάγιο τουρκικό ισχυρισμό, ότι η πυρπόληση της Σμύρνης έγινε από την τακτική “καμένης γης” του ελληνικού στρατού. Είναι αλήθεια ότι η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται, όπως και είναι, από την ελληνική ιστοριογραφία ως μια από τις πιο επώδυνες στιγμές του Ελληνισμού.
Ωστόσο, για τους ανατολικούς γείτονές μας, το χρονικό διάστημα 1919 οπότε και αποβιβάστηκαν τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, έως το 1923, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, αποτελεί το έπος του πολέμου της Τουρκικής Ανεξαρτησίας. Για τους Τούρκους, υπήρξε ένας αγώνας επιβίωσης, ο οποίος στρεφόταν κυρίως εναντίον των Ελλήνων και των Αρμένιων.
Η νικηφόρα έκβαση του πολέμου για την τουρκική πλευρά είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση της σύγχρονης κοσμικής Τουρκίας, δημιούργημα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Όπως είναι αναμενόμενο, γύρω από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες κάθε λαού αναπτύσσονται, παράλληλα με την ιστορική αλήθεια, ορισμένοι μύθοι, οι οποίοι περιγράφουν την ανωτερότητα των φίλιων δυνάμεων και τις ταπεινωτικές ήττες του εχθρού. Σκοπός αυτής της μίξης, ιστορικής πραγματικότητας και μύθου είναι ο υπερτονισμός της αγωνιστικής προσπάθειας και η καλλιέργεια εθνικής συνείδησης, πάντα σε αντιδιαστολή με το διαφορετικό (εθνικά) άλλο.
Η ιστορική αλήθεια
Σε αυτή τη λογική εντάσσονται και τα λόγια του Τούρκου προέδρου Ερντογάν. Ο συγκεκριμένος, όπως και ο σύμμαχος του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, τα τελευταία επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό ότι οι Τούρκοι «έριξαν στη θάλασσα» τους Έλληνες το 1922. Αν χρησιμοποιεί τη μεταφορική σημασία της φράσης, ίσως και να έχει δίκιο, εννοώντας την ήττα των ελληνικών δυνάμεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και την, σε ορισμένες περιπτώσεις, άτακτη υποχώρηση μονάδων του Ελληνικού Στρατού προς τα μικρασιατικά παράλια.
Παρ’ όλα αυτά, αν εννοεί ότι, το 1922, οι τουρκικές δυνάμεις «έριξαν» κυριολεκτικώς το ελληνικό στράτευμα στη θάλασσα, τότε έχει άδικο, διότι η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Τους μόνους που έριξαν οι Τούρκοι στη θάλασσα, τον Σεπτέμβριο του 1922, είναι τους αμάχους, ηλικιωμένους, γυναίκες, παιδιά και κυνηγημένους πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικρασίας που αναζητούσαν τη σωτηρία τους, από τις κεμαλικές ορδές, στα πλοία που βρίσκονταν εντός του λιμένα της Σμύρνης.
Πριν φτάσουμε, όμως, στην τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος, ας δούμε πως έφτασε ο Κεμάλ στη Σμύρνη. Στις 13 Αυγούστου 1922 (παλαιό ημερολόγιο), αρχίζει η μεγάλη τουρκική αντεπίθεση, μετά από ισχυρότατη προπαρασκευή πυροβολικού, με την κύρια προσπάθεια να λαμβάνει χώρα νοτιοδυτικά του Αφιόν Καραχισάρ. Το καλύτερης ποιότητας τουρκικό πυροβολικό, παρεχόμενο από Ρώσους, Γάλλους και Ιταλούς, δεν άφησε στην ελληνική πλευρά κανένα περιθώριο άμυνας και αντίδρασης.
Βέβαια, δεν ήταν αυτός ο βασικός λόγος της ελληνικής υποχώρησης. Είχε προηγηθεί σωρεία λαθών της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Απέναντι, λοιπόν, από τις υπέρμετρες τουρκικές δυνάμεις, το Α’ και το Β’ Σώμα Στρατού της ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η σφοδρότητα του τουρκικού πυροβολικού είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη σημαντικών σημείων της ελληνικής αμυντικής γραμμής.
Η αιχμαλωσία του στρατηγού
Τα επιχειρησιακά σχέδια των Ελλήνων επιτελών προέβλεπαν να κινηθεί το Γ’ Σώμα Στρατού (Μεραρχίες: ΙΙΙ, Χ, ΧΙ και η λεγόμενη Ανεξάρτητη Μεραρχία) προς βοήθεια των αμυνομένων. Ο συγκεκριμένος σχηματισμός, αν και πήρε διαταγή να συνδράμει, εντούτοις η κατάρρευση του μετώπου ήταν τόσο ραγδαία, που το πρόλαβαν οι εξελίξεις. Μια ημέρα μετά (14 Αυγούστου) το Στρατηγείο στη Σμύρνη, διατάζει γενική σύμπτυξη της Στρατιάς Μικράς Ασίας.
Στις 17 Αυγούστου δόθηκε μάχη στο Αλί Βεράν, στην οποία ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού, Νικόλαος Τρικούπης, καθώς και στις 19-20 του ίδιου μήνα ένα μεγάλο τμήμα των μονάδων που εκείνος διοικούσε. Μέσα στον πανικό της υποχώρησης, απόρροια πολλών παραγόντων, μόνο το στράτευμα που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Νικόλαου Πλαστήρα και η Ανεξάρτητη Μεραρχία υποχώρησαν πειθαρχημένα και συντεταγμένα.
Ιδιαίτερα, η υποχώρηση του Γ΄ Σώματος στρατού διήρκησε 19 ολόκληρες μέρες, μέσα σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά εχθρικό, δεχόμενο συνεχείς επιθέσεις από τακτικές και άτακτες μονάδες των Τούρκων. Επρόκειτο για έναν υποχωρητικό ελιγμό μεγάλου μήκους, αν σκεφτούμε ότι απείχαν γύρω στα 700 χιλιόμετρα από τις μικρασιατικές ακτές, αλλά και μεγάλης χρονικής διάρκειας. Μόνο η 11η Μεραρχία του Γ΄ Σώματος Στρατού αποκολλήθηκε από την υπόλοιπη διάταξη και για λόγους βραδύτητας της συμπτύξεώς της (έφερε βαριές πεδινές πυροβολαρχίες, δύσκολες στη μετακίνησή τους), περικυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε.
Φτάνοντας στις ακτές
Όταν οι αξιωματικοί και οπλίτες του Γ’ Σώματος έφτασαν στις ακτές της Ιωνίας, δεν έφεραν μαζί τους μόνο χιλιάδες τόνους πολύτιμου πολεμικού υλικού, αλλά τους ακολουθούσαν χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι από τις περιοχές που εκκενώνονταν ένεκα της τουρκικής προέλασης. Ο υποχωρών Ελληνικός Στρατός αποτέλεσε ασπίδα προστασίας για όλους αυτούς. Για όσες μονάδες της Στρατιάς κατάφεραν να φτάσουν στις μικρασιατικές ακτές, η φόρτωση τους στα πλοία πραγματοποιήθηκε με πενιχρά μέσα και με σχετική επιτυχία, ενώ πλοία του ελληνικού στόλου επέβλεπαν τη διαδικασία.
Τα κανόνια των δυο θωρηκτών “Λήμνος” και “Κιλκίς” αποτελούσαν ασπίδα προστασίας έναντι πιθανών επιθέσεων του τουρκικού ιππικού. Η επιβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων σε πλοία από το λιμάνι του Τσεσμέ με προορισμό τα απέναντι ελληνικά νησιά, κυρίως τη Μυτιλήνη, διήρκησε από τις 27 Αυγούστου μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου. Τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού (ιππικό) εισήλθαν στη Σμύρνη στις 27 Αυγούστου-9 Σεπτεμβρίου.
Την επόμενη μέρα, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, ο οποίος δεν εγκατέλειψε τη Σμύρνη, αν και μπορούσε, παραδίδεται από τον Νουρεντίν μπέη στον τουρκικό όχλο, όπου και κατακρεουργήθηκε βάναυσα. Στις 31 Αυγούστου-13 Σεπτεμβρίου, κατόπιν οργανωμένου σχεδίου εμπρησμού, η αρμενική συνοικία παραδόθηκε στις φλόγες, για να ακολουθήσει στη συνέχεια και η ελληνική, λόγω της κατεύθυνσης των ανέμων.
Η Σμύρνη στις φλόγες
Οι φλόγες θα οδηγήσουν τους απελπισμένους Έλληνες και Αρμένιους κατοίκους της πόλης, όσους δεν την είχαν εγκαταλείψει τις προηγούμενες ημέρες, να αναζητήσουν τη σωτηρία τους στη προκυμαία και στα συμμαχικά πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι της Σμύρνης. Υπολογίζεται ότι την τρίτη ημέρα από την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, είχαν συγκεντρωθεί εντός της πόλης 200.000 πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Αυτούς, λοιπόν, έριξαν, οι Τούρκοι στη θάλασσα, τα θύματα της .
Όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν ή όσους πίστεψαν τις υποσχέσεις των ξένων δυνάμεων ότι τα στρατεύματα του Κεμάλ, κατά το πλείστον Τσέτες, θα σέβονταν τη ζωή και τις περιουσίες τους. Οι δύστυχοι αυτοί, βλέποντας τη Σμύρνη να παραδίδεται στις φλόγες, κινήθηκαν προς την προκυμαία, αναζητώντας την ελπίδα στα συμμαχικά πλοία, αλλά η ουδετερότητα των ξένων ήταν σε υψηλότερο σκαλί από την ανθρωπιά.
Θα ήταν προτιμότερο για τον Τούρκο πρόεδρο να ισχυρίζεται, όχι ότι θα ξαναρίξει τους Έλληνες στη Θάλασσα, αλλά ότι θα τους ξαναστείλει στα βάθη της Ανατολίας. Ιστορικά, αυτό “στέκει” περισσότερο από το πρώτο και βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Τα αιχμαλωτισθέντα ελληνικά στρατεύματα και όσοι συνελήφθησαν, απόρροια της διαταγής του Νουρεντίν, για τη σύλληψη όλων των αρρένων 18 έως 45 ετών, οδηγήθηκαν σε εξαντλητικές πορείες προς την μικρασιατική ενδοχώρα. Επρόκειτο για μαζική εκτόπιση του ανδρικού πληθυσμού της Σμύρνης, τις περισσότερες φορές για ρακένδυτους, που περπατούσαν προς τον σίγουρο θάνατο.