Οι Oδύσσειες των εθνών – Ιστορία και εθνική συνέχεια
26/11/2019Στο σύντομο αυτό σημείωμα, το οποίο θα έχει συνέχεια, επιχειρώ να συνεισφέρω στη διευκρίνηση ενός πεδίου κρίσιμου για τη σημερινή Ελλάδα. Την σχεδόν μυστικιστική αχλύ που κάλυπτε παλαιότερα την αγάπη του έθνους τείνει στις ημέρες μας να αντικαταστήσει ο αχός αλλεπάλληλων δηλώσεων κάθε λογής δημοσιολογούντων που πασχίζουν να γκρεμίσουν το έθνος από το –κατ’ αυτούς– τεχνητό βάθρο του.
Από την ηρωική και αναπόφευκτα άνιση προσπάθεια του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου φθάσαμε στην κοινότυπη αναπαραγωγή κάθε κακοχωνεμένου σχήματος από την Εσπερία, αρκεί να φαντάζει comme il faut για τη σημερινή, επιφανειακή αλλά αυτάρεσκα ηγεμονική ιντελλιγκέντσια.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε μια πρώτη, σχηματική αλλά απαραίτητη διάκριση μεταξύ έθνους και εθνικισμού. Πριν οι μεταμοντέρνες ακροβασίες κατακλύσουν τη διεθνή συζήτηση, ο αείμνηστος Anthony Smith αισθανόταν ότι βασίζεται σε στέρεο έδαφος όταν ξεκινούσε το εμβληματικό έργο του για τις θεωρίες του εθνικισμού (1971) με την επισήμανση ότι οι έννοιες “έθνος” (nation) και “εθνικισμός” (nationalism) πρέπει να παραμένουν σε σαφή αναλυτική διάκριση.
Για την ιστορική εμφάνιση και ανάπτυξη του εθνικισμού τα πράγματα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και –σε αδρές γραμμές– γενικότερα αποδεκτά. Ως κίνημα της νεωτερικότητας, ο εθνικισμός ανέδειξε το έθνος-κράτος και συνδυάστηκε με ιδεολογίες που αποθέωσαν την λαϊκή πολιτική κοινότητα ως θεμέλιο της κυριαρχίας. Σάρωσε την Ευρώπη και στη συνέχεια τον πλανήτη, σφραγίζοντας την ταύτιση του έθνους και του κράτους του.
Έθνος πριν τον εθνικισμό
Στον γραπτό πολιτικό λόγο, ο εθνικισμός (nationalism) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο τρικυμιώδες περιβάλλον της Γαλλικής Επανάστασης και μάλιστα με σαφώς αρνητικό πρόσημο, όταν ο αβάς Barruel, εχθρός της επανάστασης, επιχείρησε να αντιδιαστείλει την ουνιβερσαλιστική αγάπη της ανθρωπότητας (l’amour général) με την παρτικουλαριστική προσέγγιση του εθνικισμού που, προσηλωμένος στην αγάπη του έθνους (l’amour national), γεννάει αντιπαλότητα και συγκρούσεις.
Το έθνος, έννοια περισσότερο δύσβατη λόγω της μακράς ιστορικής παρουσίας της, υποδηλώνει την ύπαρξη μιας κοινότητας που αυτοκατανοείται ως τέτοια βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών. Τα χαρακτηριστικά και οι συνδυασμοί τους μπορεί να ποικίλουν (γλωσσικά, θρησκευτικά, εθιμικά, παραδοσιακά κλπ), αλλά δυο στοιχεία παραμένουν κρίσιμα για το έθνος και την ανάλυσή του.
- Πρώτον, ότι τα μέλη της κοινότητας αναγνωρίζουν στους δεσμούς που τη συνέχουν (γλωσσικούς, εθιμικούς, θρησκευτικούς κλπ) μια εντελώς ιδιαίτερη βαρύτητα και αξία, τόσο ιδιαίτερη που υπερβαίνει τις σχέσεις συγγένειας, γειτνίασης και γεωγραφίας.
- Δεύτερον, ότι διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο η διάσταση του χρόνου. Η χρονικά εμμένουσα ταυτότητα υποδηλώνει –σε σχέση και με τα πιο πάνω– την ύπαρξη και συνέχεια μιας εθνικής κοινότητας.
Στοχαστές σαφώς διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά εξίσου εμβριθείς, όπως ο Stanley Hoffmann και ο Roger Scruton, συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το έθνος (nation) δεν προϋποθέτει απαραίτητα ούτε γεωγραφική αναφορά ούτε προνομιακή πρόσδεση σε δεσμούς εγγύτητας και επικράτειας.
Ας σημειωθεί εδώ ότι το ζήτημα της χρονικής διάρκειας τίθεται από εντελώς διαφορετική σκοπιά ακόμη και σε προσπάθειες ορισμού του πολιτισμού. Π.χ., σε συζητήσεις περί πολυπολιτισμικότητας, όταν τίθεται το ερώτημα: «τι συνιστά πολιτισμική συλλογική ταυτότητα που εγείρει δικαιολογημένα αιτήματα αναγνώρισης ως τέτοιας»; Σίγουρα όχι κάθε εφήμερη τάση που ενδέχεται να προσδώσει νόημα ως στοιχείο δεσμών σε ομάδες παροδικής συγκρότησης (π.χ. η κουλτούρα των χίπις).
Ακόμα και ο Charles Taylor, που δεν αποφεύγει πάντοτε τους πειρασμούς του σχετικισμού, εισηγείται την αναγνώριση πολιτισμών που «είχαν κάποια χρονική διάρκεια». Η ιδιαίτερη αξία που τα ίδια τα μέλη μιας κοινότητας προσδίδουν στους δεσμούς που τα συνέχουν. Οδηγεί, σε βάθος χρόνου, σε μια χρονικά εμμένουσα ταυτότητα η οποία αναπαράγεται μέσω της αναγνώρισης των μελών της κοινότητας ότι μετέχουν της εθνικής ταυτότητας. Παράλληλα όμως, αυτή η μέθεξη ικανοποιεί εν μέρει και την ατομική ανάγκη για αναγνώριση.
Αυτή η ανάγκη για αναγνώριση ανάγεται και διοχετεύεται –βεβαίως όχι αποκλειστικά– μέσω της συμμετοχής στην κοινότητα σε συλλογικές επιδιώξεις και στοχοθεσίες. Σε αυτό το πλαίσιο, τα άτομα νοηματοδοτούν την κοινωνική ζωή και τις επιδιώξεις τους. Εν μέρει μέσω του ρόλου τους στη συλλογική συμβίωση και της συμμετοχής τους στις συλλογικές αποφάσεις.
Συλλογική ταυτότητα και πολιτικά έθνη
Σε τι όμως συνίσταται η συμμετοχή αυτή; Οι μορφές διακυβέρνησης των εθνικών κοινοτήτων ποικίλλουν τόσο πριν όσο και μετά την ιστορική ταύτιση του έθνος και του κράτους του. Όπως έχει επιχειρηματολογήσει ο Γιώργος Κοντογιώργης, η απαξίωση της συλλογικής ταυτότητας συνδυάστηκε ιστορικά με το εγχείρημα να αποσυνδεθεί η “δημοκρατία” από το συλλογικό της υποκείμενο, το σώμα των πολιτών.
Από διαφορετική σκοπιά, θεωρητικοί όπως ο David Miller έχουν αναδείξει τον φαινομενικά αιρετικό προβληματισμό, εάν και σε τι βαθμό η σχετικά ομοιογενής κοινότητα του έθνους υπήρξε, πράγματι, προϋπόθεση για την ανάπτυξη και παγίωση μορφών πολιτικής θεσμοποίησης και συμμετοχής που συμβατικά αποκαλούνται με τον όρο «σύγχρονη δημοκρατία».
Από ιστορική άποψη, αυτό όντως ισχύει σε αρκετές ευρωπαϊκές περιπτώσεις. Η αίσθηση ότι οι συμπατριώτες μας έχουν ιδιαίτερη σημασία για εμάς και αποτελούν περισσότερο οικείο και πρόσφορο περιβάλλον για τις δραστηριότητες, μας οδήγησε συχνά σε ευχερέστερη αποδοχή πλουραλιστικών και συμμετοχικών μορφών διακυβέρνησης. Αυτό είναι κάτι που σχεδόν λησμονήθηκε και, πάντως, παραμερίστηκε ενόψει της καταστροφικής συμμετοχής μορφών του εθνικισμού στις τρομακτικές πολεμικές θηριωδίες του 20ου αιώνα.
Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις επιτυχημένων πολιτικών εθνών (American nation, Schweizerische Nation). Μας υπενθυμίζουν ότι η διαλεκτική πολιτικής θεσμοποίησης και διαμόρφωσης συλλογικής ταυτότητας μπορεί να λάβει χαρακτήρα καταιγιστικά αλλά και ασύμμετρα προσαυξητικό. Η Ελβετία έγινε έθνος μέσα από αιώνες συνειδητοποιημένης πρόσδεσης σε κοινά σύμβολα, παραδόσεις, συγκλίνοντα συμφέροντα. Όπως και μια διακριτή ρεπουμπλικανική κουλτούρα συμμετοχικής άμυνας απέναντι σε ισχυρούς γείτονες.
Δεν υπάρχουν, λοιπόν, «φυσικά» και «τεχνητά» έθνη: υπάρχουν όμως παλαιότερα και νεότερα έθνη. Όπως υπάρχουν και εντελώς νέα, υπό διαμόρφωση έθνη που – λόγω συγκυριών και εξωτερικών επιλογών – επιχειρείται να αναγνωριστούν χωρίς κάτι να εγγυάται την μελλοντική έκβαση της προσπάθειας. Θα οφείλουν την τελική διαμόρφωση ή την αποδόμηση και ακύρωσή τους σε πολιτικές ισορροπίες, στο διεθνές περιβάλλον και, βέβαια, την εσωτερική πολιτική. Ο χρόνος κρίνει.