Οι “γλυκές” εκτελέσεις πασάδων από τον Σουλτάνο
27/05/2020Το να είναι κάποιος μέλος μιας βασιλικής οικογένειας ή υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος, θεωρείται συνήθως ένα αξιοζήλευτο προνόμιο. Αυτό όμως δεν ίσχυε πάντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Σουλτάνοι συνήθιζαν να αποφασίζουν με απίστευτη ευκολία την θανατική καταδίκη συγγενών τους και κρατικών αρχόντων, προκειμένου να απαλλαγούν από επίδοξους διεκδικητές του θρόνου.
Ειδικά το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη, αντίστοιχο με αυτό του πρωθυπουργού σήμερα, ήταν το πλέον εκτεθειμένο στις ευμετάβλητες διαθέσεις του μονάρχη. Οι παροξυσμοί εκτελέσεων δεν αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο στην οθωμανική ιστορία. Ο Σελίμ Α΄ ο Σκληρός, βασίλευσε μόνο οκτώ χρόνια (1512-1520), κατά την διάρκεια των οποίων καταδίκασε σε θάνατο περίπου 30.000 άτομα. Η αυλή του είχε καταστεί ένα πραγματικά επικίνδυνο μέρος για τους αξιωματούχους του.
Οι μεγάλοι βεζίρηδες του Σελίμ Α΄, αναγκάζονταν να έχουν συνέχεια μαζί τους την διαθήκη τους, γιατί κάθε μέρα στο παλάτι μπορούσε να ήταν και η τελευταία τους. Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, μια από τις πιο συνηθισμένες τουρκικές κατάρες ήταν «βεζίρης του Σελίμ να γίνεις». Ένας άλλος Σουλτάνος, ο Μωάμεθ Γ΄ (ανήλθε στον θρόνο το 1595) και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να εκτελέσει και τα 19 αδέρφια του, αρκετά από τα οποία ήταν ακόμα βρέφη.
Γλυκό σερμπέτι και μετά εκτέλεση!
Η επιβολή θανατικής καταδίκης στην οθωμανική αυλή, ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διαδικασία, με αρκετά στοιχεία θεατρικότητας. Όταν ο Σουλτάνος ήθελε να εκτελέσει κάποιον αξιωματούχο, τον καλούσε στο παλάτι, όπου του προσέφερε μια κούπα με σερμπέτι, δηλαδή ένα υγρής μορφής παγωτό, από χυμό φρούτων και γάλα. Το χρώμα του γλυκού αυτού, φανέρωνε στον αριστοκράτη ποια θα ήταν η τύχη του. Το λευκό σερμπέτι σήμαινε ότι ο Σουλτάνος ήταν ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες του. Αντίθετα, το κόκκινο σερμπέτι σήμαινε θάνατο.
Η εκτέλεση γινόταν επί τόπου, αμέσως μετά την προσφορά του παγωτού. Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και οι αριστοκράτες θανατώνονταν δια στραγγαλισμού. Ο εκτελεστής χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι μεταξένιου υφάσματος, το οποίο τύλιγε και έσφιγγε γύρω από τον λαιμό του θύματος. Αυτό γινόταν γιατί οι μέθοδοι εκτέλεσης κατά τις οποίες χυνόταν το αίμα του καταδικασμένου, θεωρούνταν αναξιοπρεπείς και προορίζονταν μόνο για τον απλό λαό.
Οι εκτελέσεις των μελλοθάνατων αναλαμβάνονταν από άνδρες της φρουράς των μποσταντζήδων, δηλαδή κηπουρών. Το στρατιωτικό αυτό σώμα ήταν υπεύθυνο για την ασφάλεια και την φροντίδα των κήπων του Σουλτάνου και τα μέλη του ξεχώριζαν από την κόκκινη στολή που φορούσαν. Επρόκειτο για επίλεκτους και μάχιμους πολεμιστές, οι οποίοι όμως είχαν και καθήκοντα κηπουρού.
Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι που έπεφταν στην δυσμένεια του Σουλτάνου εκτελούνταν προσωπικά από τον ίδιο τον διοικητή των μποσταντζήδων – τον μποσταντζή πασά – και όχι από κάποιον απλό στρατιώτη του. Εντούτοις, υπήρξε μια περίοδος της οθωμανικής ιστορίας κατά την οποία, η επιβολή θανατικής ποινής σε έναν αριστοκράτη δεν σήμαινε απαραίτητα και την απώλεια της ζωής του. Αν βέβαια είχε αρκετά γρήγορα πόδια.
Αγώνας θανάτου με τον μποσταντζή πασά
Σε πολλές περιπτώσεις, ο Σουλτάνος διέταζε τον καταδικασμένο ευγενή να λάβει μέρος σε έναν αγώνα δρόμου με τον μποσταντζή πασά και αν έβγαινε νικητής γλίτωνε την εκτέλεση. Οι δύο άνδρες έπρεπε να τρέξουν μέσα στους κήπους του παλατιού, διανύοντας μια απόσταση περίπου 300 μέτρων. Το σημείο τερματισμού ήταν η πύλη στα νότια του ανακτόρου, η οποία έβγαζε στην ψαραγορά της Κωνσταντινούπολης, δίπλα στον Βόσπορο.
Αν ο μελλοθάνατος έφτανε πρώτος εκεί, η ποινή του μετατρεπόταν σε εξορία.Αν όμως κέρδιζε ο μποσταντζή πασάς, στραγγάλιζε τον ευγενή επί τόπου και έριχνε το πτώμα του στον Βόσπορο. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καθιερώθηκε αυτό το έθιμο αλλά οι πρώτες σχετικές μαρτυρίες προέρχονται από τα τέλη του 18ου αιώνα. Οι καταδικασμένοι ευγενείς που μπόρεσαν να κερδίσουν τον μποσταντζή πασά στο τρέξιμο υπήρξαν πολύ λίγοι. Αυτό βέβαια δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη.
Ο μποσταντζή πασάς ήταν επαγγελματίας αξιωματικός και μέλος ενός επίλεκτου στρατιωτικού σώματος. Βρισκόταν συνεπώς σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση, από τον συνήθως μαλθακό και καλοζωισμένο αριστοκράτη. Επίσης, ο μποσταντζή πασάς γνώριζε πολύ καλύτερα από κάθε ευγενή τα κατατόπια του παλατιού και των κήπων του, αφού η πλήρης φύλαξη των χώρων αυτών ήταν δική του ευθύνη. Για το πώς ακριβώς και γιατί καθιερώθηκε ο αγώνας δρόμου ζωής και θανάτου στην οθωμανική αυλή, μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν.
Η αρχή και το τέλος των αγώνων θανάτου
Ίσως κάποτε, ένας άτυχος ευγενής, που μόλις είχε πάρει το κόκκινο σερμπέτι και δεν είχε τίποτε πια να χάσει, άρχισε να τρέχει απελπισμένα, προσπαθώντας να βγει από το παλάτι. Ο μποσταντζή πασάς φυσικά πήρε ξοπίσω τον επίδοξο δραπέτη, για να τον προφθάσει και να τον εκτελέσει προτού προλάβει να αποδράσει από κάποια πύλη. Το απρόοπτο αυτό περιστατικό θα φάνηκε διασκεδαστικό στον Σουλτάνο και κάπως έτσι ίσως γεννήθηκε το εν λόγω περίεργο έθιμο.
Η τελευταία καταγεγραμμένη περίπτωση αγώνα δρόμου ζωής και θανάτου ήταν εκείνη του μεγάλου βεζίρη Χατζή Σαλίχ πασά, τον Νοέμβριο του 1822. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προκάτοχός του, ο Μπεντερλής Αλή πασάς, κράτησε το αξίωμά του μόνο για εννέα ημέρες και εκτελέστηκε τον Απρίλιο του 1821, εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που είχε πάρει η Ελληνική Επανάσταση για τους Τούρκους.
Ο Χατζή Σαλίχ πασάς κατάφερε να κερδίσει στο τρέξιμο τον διοικητή των μποσταντζήδων, σώζοντας τόσο την ζωή του, όσο και την καριέρα του. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ όχι μόνο δεν τον εκτέλεσε, αλλά τον εκτίμησε περισσότερο και αργότερα τον διόρισε κυβερνήτη της Δαμασκού, στην Συρία. Φαίνεται όμως πώς μετά την περίπτωση του Χατζή Σαλίχ πασά, το περίεργο αυτό έθιμο εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Ο 19ος αιώνας εξάλλου ήταν μια περίοδος τεράστιας κρίσης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεμάτος επαναστάσεις, ατυχείς πολέμους και απώλειες εδαφών. Οι Σουλτάνοι είχαν πλέον να ασχοληθούν με πιο επείγοντα ζητήματα, από το να διασκεδάζουν βλέποντας μελλοθάνατους να τρέχουν για την ζωή τους.