Όταν ο Πέτρος γνώρισε τον Αλέξη
28/12/2020Είτε αρέσει σε κάποιον, είτε δεν αρέσει, είτε συμφωνεί μαζί του, είτε όχι, κάθε αναγνώστης ή τηλεθεατής που θέλει να έχει μία έντιμη σχέση με τους ανθρώπους και τα πράγματα, δεν μπορεί να μη παραδεχτεί ότι τον Πέτρο Τατσόπουλο τον χαρακτηρίζει μια ευστροφία και μία σχεδόν νιτσεϊκή ζωτικότητα. Αν δε κανείς αναμετρηθεί με τη συγκυρία να τον γνωρίσει, αποκομίζει την αίσθηση ότι ξεπήδησε από τις σελίδες του “Ζαρατούστρα” ή τη “Γέννηση της Τραγωδίας”.
Στα ψηφοδέλτια συναντά κανείς συχνά-πυκνά ηθοποιούς, τραγουδιστές, τηλεοπτικούς δημοσιογραφικούς αστέρες, ακόμη και αθλητές, δίπλα στους “επαγγελματίες” της πολιτικής. Σπανίως όμως στις λίστες αυτές φιγουράρουν ονόματα γραφιάδων ή συγγραφέων. Η στοιχειώδης πολιτική νοημοσύνη επιβάλλει τα αυτονόητα. Γιατί ένας αρχηγός κόμματος να διακινδυνεύσει να συμπεριλάβει στο κόμμα του ως υποψήφιο έναν επαγγελματία γραφιά;
Το πιθανότερο είναι ότι ο γραφιάς –αν πρόκειται για αυθεντικό, και όχι αγιοβασιλιάτικο– δεν θα κομματικοποιήσει τη γραφή του. Τουναντίον, το κόμμα, οι μηχανισμοί, οι πρωταγωνιστές, καθώς και η Βουλή θα αποτελέσουν το δίχως άλλο το επόμενο αφήγημα του συγγραφέα. Αυτό προφανώς δεν είχε υπολογίσει το 2012 ο “κυνικός” και “με διαύγεια έμπειρου μάνατζερ” πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας όταν συζητούσε με τον Τατσόπουλο το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί το όνομα του δεύτερου στα ψηφοδέλτια του κόμματος για τις επικείμενες εκλογές.
«Αν φέρεις ψήφους, θα εκλεγείς», του είχε πει προφητικά. Τη σκηνή αφηγείται μαζί με άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες ο Τατσόπουλος στο πρώτο μέρος του “Ήμουν κι εγώ εκεί”, όπου εξιστορεί το πως ακριβώς μπλέχτηκε με την πολιτική και συγκεκριμένα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρά το χούι του να μετατρέπει τα πάντα σε σύμφωνα και φωνήεντα, να ζωγραφίζει την πραγματικότητα με χαρακτήρες και σύμβολα του αλφάβητου, ο συγγραφέας δεν επιχειρεί χτυπήματα κάτω από τη μέση. Όχι γιατί δεν τον είχαν “νευριάσει” αρκετά.
Αντιθέτως, είχε καεί από τον χυλό, φυσούσε και τη γιαούρτη. Παρά ταύτα, χάρη στο προσωπικό του στυλ ή τις καταβολές από τους θετούς γονείς του, ο Τατσόπουλος επιδεικνύει χαρακτήρα. Χτυπάει, σατιρίζει, καταγγέλλει, κατακεραυνώνει εντός των πλαισίων που θέτει ο κοινοβουλευτικός και αστικός πολιτισμός. Το πολύ-πολύ να του ξεφύγει κανένα “γαλλικό”. Σε κάθε περίπτωση η πένα δεν καταδύεται ποτέ στα βάθη όπου βρίσκεται, εκεί που κινείται το αντικείμενο της κριτικής. Αντιμετωπίζει τα πάντα υπό τη σκοπιά ενός de facto αουτσάιντερ.
“Μπαρ Ναυάγιο”
Στο δεύτερο μέρος, ο Τατσόπουλος έχει συγκεντρώσει τα πολιτικά κείμενα που είχε δημοσιεύσει την περίοδο από το 2012 έως το 2016. Εκεί κολυμπούν, χωρίς να βυθίζονται, με την ίδια ευκολία τσιτάτα του Τσόρτσιλ, του Καρλ και Γκράουτσο Μαρξ, μαζί με ρήσεις του Ρούσβελτ και της Χάνα Άρεντ. Ο Τατσόπουλος δε γράφει απλώς σαν μετανοημένος Συριζαίος. Τη στάση του εκφράζει μάλλον το πνεύμα της Αρλέτας στο “Μπαρ το Ναυάγιο”: “Αν θες να αγιάσεις πρέπει να αμαρτήσεις”.
Στο κεφάλαιο μάλιστα που κορυφώνεται η εσωκομματική πολεμική, ο Τατσόπουλος παραθέτει αυτούσια λίγη από τη μπαρουτοκαπνισμένη “μετριοπάθεια” του “νουνεχή” Δημήτρη Παπαδημούλη όπως την κατέθεσε στο δημοκρατικό twitter: «H αμετροέπεια και ο ναρκισσισμός του Τατσόπουλου αδικούν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ίδιο. Μετά τη χθεσινή Κοινοβουλευτική Ομάδα οφείλει να φρενάρει. Έχουμε πόλεμο».
Πράγματι, ο άνδρας θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία σαν ένας ατίθασος αμετροεπής ή ένας ανένταχτος ναρκισσιστής, αν δεν έγραφε τόσο καλά. Και γράφει καλά, γιατί διάβασε πολύ και καλύτερα. Ο Τατσόπουλος εφαρμόζει την παλιά καλή θουκυδίδεια συνταγή: Με του ανόμους άνομος, με τους εννόμους έννομος. Και ίσως μία παραλλαγή δικής του εμπνεύσεως: Με του αγενείς, αγενέστερος, με τους ευγενείς, ευγενέστερος. Αυτός είναι και ο δεύτερος λόγος που μετά την Κουμουνδούρου, το “Ποτάμι” και η ΝΔ τον συμπεριέλαβαν στα ψηφοδέλτιά τους. Ο πρώτος λόγος, αναφέρθηκε λάθρα μόλις πριν από τρεις παραγράφους.