Περί ιθαγένειας, εθνικότητας και εθνότητας – Μια απάντηση στον καθηγητή Παμπούκη
13/07/2018Γράφει ο Θέμης Τζήμας* –
Ο καθηγητής ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κος Χάρης Παμπούκης δημοσίευσε στις 9 Ιουλίου, ένα άρθρο του με τίτλο «Περί ιθαγένειας και εθνότητας με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών». Ο πυρήνας του επιχειρήματος του κου καθηγητή στο εν λόγω άρθρο βασίζεται στη θέση ότι το έθνος δεν αποτελεί υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και στη μη ορθή νομική μετάφραση και ερμηνεία του όρου nationality. Συγχέει τους όρους εθνότητα και εθνικότητα, με τον τελευταίο όρο να παρασιωπάται ενώ στην πραγματικότητα περιγράφει τον πυρήνα του νομικού ζητήματος.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «Επομένως, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ο όρος «ιθαγένεια» ταυτίζεται με το κράτος και μόνο. Δεν αφορά σε έθνος ούτε και θα μπορούσε, γιατί το έθνος δεν είναι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Επίσης, είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι ο όρος «ιθαγένεια-υπηκοότητα» τόσο στην αγγλική όσο και στη γαλλική αντιστοιχεί στους όρους nationality- citizenship και nationalité. Και στην αγγλική ο όρος διαφέρει σαφώς από τον όρο ethnicity (ο οποίος πράγματι αντιστοιχεί στον όρο «εθνότητα») –και γαλλικά αντίστοιχα ethnicité– και σημαίνει ανήκειν σε εθνοτικό κοινωνικό σύνολο όχι με νομικό δεσμό αλλά πολιτισμικά. Δεν είναι συνεπώς σωστό αυτό που ακούγεται ότι με τη συμφωνία αναγνωρίστηκε εθνότητα διότι δήθεν αποδόθηκε ο όρος nationality-citizenship με τον όρο «ιθαγένεια» αντί του όρου «εθνότητα» και αυτό έγινε επί σκοπώ να παραπλανηθεί ο ελληνικός λαός».
Πρώτον συνιστά λάθος, απρόσμενο για καθηγητή διεθνούς δικαίου, η θέση ότι το έθνος δεν είναι υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Μάλιστα το επαναλαμβάνει λέγοντας ότι «Το έθνος δεν είναι υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Το τελευταίο ασχολείται μαζί του μόνο σε σχέση με την προστασία των μειονοτήτων». Ο κος καθηγητής δείχνει να διαγράφει αρκετές δεκαετίες εξέλιξης του διεθνούς δικαίου και να αγνοεί κανόνες jus cogens- δηλαδή αναγκαστικού δικαίου- όπως αυτός της αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού, που αφορά όχι μόνο κράτη αλλά και έθνη χωρίς κράτη ή ακόμα και σε αντίθεση με την κρατική υπόσταση προς την οποία αντιστοιχούν. Εξ ου και για παράδειγμα, το διεθνές δίκαιο, μετά από αγώνες και στο νομικό επίπεδο αναγνωρίζει απευθείας, άμεσα, ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου και τα εθνικό- απελευθερωτικά κινήματα όπως εν γένει τα κινήματα αυτοδιάθεσης- βλ. self- determination movements κλπ.
Μάλιστα, η εσωτερική διάσταση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, επίσης εδράζεται στην υπό όρους, απευθείας σχέση διεθνούς δικαίου και έθνους, ακόμα και κόντρα –και πάλι υπό όρους- στην όποια κρατική υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ άλλων, η από- νομιμοποίηση του καθεστώτος απαρτχάιντ προς όφελος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσσου- ANC.
Νομικός σχολαστικισμός
Τέλος ως προς το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος, μεθοδολογικά δε στέκεται θέση και αντίθεση στο ίδιο πλαίσιο, χωρίς σύνθεση. Αν το έθνος κατ’ εξαίρεση έστω αναγνωρίζεται ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου –θέση ούτως ή άλλως λανθασμένη έτσι όπως παρουσιάζεται στο άρθρο- τότε εν τέλει συνιστά όντως υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Άρα το αρχικό επιχείρημα του κου καθηγητή καθίσταται έωλο και από την ίδια του τη συλλογιστική, ως εσωτερικά αντιφατικό.
Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα νομικού σχολαστικισμού αλλά και για θέμα ουσίας ως προς το κύριο σκέλος του επιχειρήματος του κου καθηγητή. Βεβαίως και έχει δίκιο ότι αμφισβητείται διεθνώς στη νομική συζήτηση το πώς ορίζεται και τι συνιστά έθνος. Ωστόσο από αυτή τη θέση μέχρι τη θέση ότι το έθνος είναι αδιάφορο για το διεθνές δίκαιο υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση.
Φυσικά δεν υπάρχει διαδικασία «πιστοποίησης» εθνών. Τούτο όμως όχι γιατί το έθνος ως τέτοιο είναι αδιάφορο για το διεθνές δίκαιο. Αλλά γιατί, σε αντίθεση με όσα επικαλείται ο κος καθηγητής, μετά από δεκαετίες, αν όχι αιώνες, κυριαρχίας των εθνικών κρατών, οι όροι εθνικότητα και ιθαγένεια ή υπηκοότητα- όρος που προέρχεται από άλλη ιστορική φάση- θεωρούνται στο νομικό πλαίσιο ως ταυτόσημοι. Ο όρος εθνικότητα δηλώνει το κυρίαρχο εθνικό, χαρακτηριστικό του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού του όποιου λαού- επαναλαμβάνω στο νομικό, δηλαδή στο δεσμευτικό εσωτερικά και διεθνώς πλαίσιο.
Για να καταστεί απολύτως σαφές: οι όροι εθνικότητα και ιθαγένεια είναι ταυτόσημοι, νομικοί όροι. Υποδηλώνουν όχι μια γενική σύνδεση των πολιτών μεταξύ τους και των πολιτών με το κράτος τους αλλά τη συγκεκριμένη εκείνη σύνδεση, η οποία έχει ως κύριο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό της έναν ορισμένο και αναγκαστικό για κάθε επιμέρους πολίτη, εθνικό, συλλογικό αυτοπροσδιορισμό.
Η σημασία της νομικής αυτής πραγματικότητας βεβαίως είναι προφανής όχι μόνο στο νομικό επίπεδο αλλά και ευρύτερα, δεδομένου ότι από αυτήν απορρέει μια σειρά πολιτικών κάθε είδους, εντός των οποίων γεννιέται και προετοιμάζεται ο μελλονικός πολίτης.
Από εκεί και πέρα συνιστά άλλης τάξης ζήτημα, αδιάφορο ως προς το συλλογικό, εθνικό αυτοπροσδιορισμό που κατοχυρώνεται βάσει της εθνικότητας στο νομικό, δεσμευτικό επίπεδο, ο συνειδησιακός, ατομικός αυτοπροσδιορισμός του κάθε ενός πολίτη ο οποίος στα κράτη δικαίου προστατεύεται στο πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων. Ακόμα και η προστασία των μειονοτήτων δε διαρρηγνύει την ύπαρξη μιας εθνικότητας- ιθαγένειας, ειδάλλως έχουμε αμφισβήτηση της ίδιας της ενιαίας, κρατικής υπόστασης.
Χαμένοι στη μετάφραση
Επομένως, η «απάντηση» Μακεδόνας στο «ερώτημα» nationality κατοχυρώνει στο νομικό, δηλαδή στο -διεθνώς και εγχώρια- δεσμευτικό πλαίσιο, συγκεκριμένο συλλογικό, εθνικό αυτοπροσδιορισμό όλων των πολιτών, όπως ισχύει για κάθε άλλη χώρα. Εθνικός αυτοπροσδιορισμός δε νοείται όμως, χωρίς έθνος που να «φέρει» και να υποστηρίζει τον εν λόγω συλλογικό αυτοπροσδιορισμό. Συλλογικός, εθνικός αυτοπροσδιορισμός συνεπάγεται αναγνώριση έθνους στο νομικό πεδίο δια της εθνικότητας του όποιου κράτους.
Μπορεί να υπάρχουν- και υπάρχουν- αναγνωρισμένα έθνη χωρίς κράτος- πχ. Παλαιστίνιοι στο παρελθόν. Όχι το αντίστροφο. Άρα μακεδονική εθνικότητα και μακεδονικός, συλλογικός, εθνικός αυτοπροσδιορισμός του εν λόγω κράτους δια της εθνικότητας, συνεπάγονται στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου και των διμερών σχέσεων αναγνώριση μακεδονικού έθνους. Εδώ και προκειμένου να καλυφθεί αυτή η νομική, δεσμευτική πραγματικότητα υπάρχει ένα δεύτερο, απρόσμενο, μεταφραστικό και νομικό λάθος του κου καθηγητή, προκειμένου να υποστηρίξει τον πυρήνα του επιχειρήματός του.
Ενώ ορθώς σημειώνει ότι ο όρος ιθαγένεια μεταφράζεται ως nationality και ότι ο όρος nationality είναι διαφορετικός του όρου ethnicity που σημαίνει – ο τελευταίος- «εθνότητα» σταματά πριν αναγνωρίσει ότι ο όρος nationality μεταφράζεται -και στο νομικό επίπεδο- όχι μόνο ως ιθαγένεια αλλά και ως εθνικότητα. Μάλιστα η εθνικότητα αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον αγγλικό όρο. Αποδίδει δηλαδή ο κος καθηγητής σε ένα νομικό όρο μόνο τη μία μετάφρασή του- ιθαγένεια- και όχι την κατεξοχήν μετάφραση- τον όρο εθνικότητα.
Περί λαϊκισμού
Από εκεί και πέρα αρχίζει στο άρθρο του κου καθηγητή μια εν γένει πραγμάτευση του όρου εθνότητα, η οποία παρότι σημαντική είναι άσχετη με το επίδικο ζήτημα. Ο εν λόγω όρος, με όλο το ενδιαφέρον του δεν υποκαθιστά τον όρο nationality- εθνικότητα και όσα προαναφέρθηκε ότι ο τελευταίος αυτός όρος υποδηλώνει και περιγράφει. Πράγματι, σε ένα κράτος μπορούν να αναγνωρίζονται διαφορετικές εθνοτικές μειονότητες, υπό την έννοια των μειονοτήτων. Υπάρχει όμως μία εθνικότητα.
Το πρόβλημα λοιπόν του επιχειρήματος δεν είναι η προσέγγιση εν γένει περί εθνότητας. Ούτε η συζήτηση περί έθνους επίσης εν γένει. Το λάθος του κου καθηγητή είναι ότι προσπαθεί να αποδείξει ότι ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός, στο εσωτερικό των κρατών αλλά και διεθνώς- δια μέσου των κρατών ή και απευθείας- είναι στο νομικό επίπεδο από ανύπαρκτος έως αδιάφορος.
Και παρασιωπά τον όρο εθνικότητα επιμελώς διότι ακριβώς, αυτός ο όρος διαψεύδει το επιχείρημα. Επιπλέον, το αν αρκεί συμπληρωματικά προς την αναγνώριση εθνικότητας, η αναγνώριση ιστορίας και γλώσσας κρίνεται ακριβώς στη βάση του πρωτεύοντος χαρακτηρισμού. Δηλαδή συμπληρωματικά ως προς την αναγνώριση εθνικότητας- nationality, η γλώσσα και η ιστορία είτε θετικά, είτε αρνητικά- τι δεν είναι αρά και τι είναι- περιχαρακώνουν και άρα ενισχύουν καταλυτικά έναν οποιονδήποτε εθνικό αυτοπροσδιορισμό.
Κάπως έτσι, η κυβέρνηση αρνείται ότι η συμφωνία περιέχει κάτι που θα ήταν αδύνατο να μην περιέχει. Θα ήταν αδύνατη η διευθέτηση του ονοματολογικού χωρίς προσδιορισμό συνολικά της εθνικότητας- nationality, των πολιτών του γειτονικού κράτους. Εδώ βεβαίως εντοπίζεται η πρωτοτυπία του να μην αντιστοιχεί απολύτως η ονομασία με την εθνικότητα.
Τέλος, ο κος καθηγητής στο τέλος του άρθρου, κάνει αυτό που επικαλέστηκε στην αρχή ότι θα αποφύγει: σχολιάζει περί λαϊκισμού και τινών άλλων. Θα μπορούσα να προσυπογράψω πολλά από όσα υποστηρίζει. Η αλήθεια όμως ως στοιχείο της πολιτικής απαιτεί να την ακολουθούμε μέχρι τέλους και όχι να την αφήνουμε στη μέση προς όφελος μεταφραστικών ασκήσεων νομικής (αν)ισορροπίας.
Άλλωστε, η μισή αλήθεια της μιας μεριάς δικαιολογεί το ολόκληρό ψέμα της άλλης και αντιστρόφως. Τυχαίνει μάλιστα να ανήκω σε αυτούς που θεωρούν τη συμφωνία κακή αλλά όχι τη χειρότερη που θα μπορούσε να έρθει. Η υπεράσπισή της όμως, από όποιον τη θεωρεί ωφέλιμη προϋποθέτει γενναιότητα και ευθυκρισία ως προς τις αλήθειες της.
*Ο Θέμης Τζήμας είναι Δρ. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.