Περί “χρηματισμού της ακαδημαϊκής έρευνας” – Απάντηση του καθηγητή Τσάκωνα
13/11/2020Γράφει ο Παναγιώτης Τσάκωνας* –
Είναι γνωστό ότι ο δημόσιος διάλογος για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν διεξάγεται στη χώρα μας, ειδικά κατά την τελευταία πενταετία της αυξανόμενης τουρκικής προκλητικότητας, με τους καλύτερους δυνατούς όρους· ούτε από άποψη ορθολογικής προσέγγισης των δυσκολιών και κινδύνων που δημιουργεί η παράνομη και προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε και από άποψη νηφαλιότητας ή ακόμα και ευπρέπειας.
Μέσα σε αυτό το αναμφίβολα μη ιδανικό πλαίσιο δημόσιου διαλόγου έχουν με θορυβώδη τρόπο κάνει την εμφάνισή τους απόψεις –ή μήπως κραυγές;– κάποιων εντύπων ή/και και ηλεκτρονικών μέσων που προτείνουν τη δυναμική και με κάθε μέσο –νόμιμο ή και παράνομο (π.χ. βύθιση του Oruc Reis)– αντιμετώπιση του προκλητικού γείτονα. Ταυτόχρονα η επιθετική –τόσο μέσω λόγων όσο και μέσω πράξεων– συμπεριφορά του Ερντογάν έχει καταφέρει να ενισχύσει αυτές τις απόψεις, οι οποίες εδράζονται σε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις μέρους της ελληνικής κοινωνίας, κύρια χαρακτηριστικά των οποίων είναι η δεδηλωμένη εσωστρέφεια και ομφαλοσκόπηση, η “νοοτροπία πολιορκίας” και η προτίμηση σε συνωμοσιολογικού χαρακτήρα ερμηνείες της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών εξελίξεων.
Προφανώς κάθε άποψη μπορεί να τίθεται στη δημόσια συζήτηση προκειμένου να πείσει επί τη βάσει επιχειρημάτων και μέσα σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και δημοκρατικού διαλόγου. Δυστυχώς όμως οι αυτονόητες αυτές προϋποθέσεις φαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιούνται για όσους δεν επιλέγουν να παλέψουν για τη δική τους αλήθεια αλλά για την απονομιμοποίηση, την υπονόμευση, τη διαστρέβλωση και τελικά την ακύρωση κάθε διαφορετικής άποψης. Βασικό τους έτσι μέλημα καθίσταται η ανάγνωση της πραγματικότητας με βάση τον “παραμορφωτικό φακό” των δικών τους απαράβατων βεβαιοτήτων για τον “εξ’ ορισμού” ύποπτο και ανθελληνικό ρόλο κάθε άλλης άποψης.
Αφορμή για τις σκέψεις που προηγήθηκαν και κυρίως για αυτές που ακολουθούν στάθηκε άρθρο μέλους της συντακτικής ομάδας του SLpress.gr Βαγγέλη Γεωργίου με τίτλο “Με γερμανικά ευρώ ξεπλένουν την Τουρκία“. Στο άρθρο αυτό οι δύο σημαντικότερες ελληνικές “δεξαμενές σκέψεις”, το Ελληνικό Ίδρυμα Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου, εξυβρίζονται και συκοφαντούνται, διότι συμμετείχαν σε ερευνητικά προγράμματα, τα οποία διεξήγαγε το “Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας” (Stiftung Wissenschaft und Politik), και ειδικότερα το “Κέντρο Εφαρμοσμένων Σπουδών για την Τουρκία” (CATS) «που συγχρηματοδοτείται από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών».
Αυτοαποκαλείται δημοσιογράφος
Ο αρθρογράφος ο οποίος αυτοαποκαλείται “ερευνητής δημοσιογράφος” –ίσως για να προσδώσει κάποια βαρύτητα στα γραφόμενά του;– όχι μόνο δεν ακολουθεί μια συγκροτημένη μεθοδολογική προσέγγιση εμπειρικής απόδειξης των όσων υποστηρίζει αλλά παραβιάζει ακόμα και κανόνες κοινής λογικής.
Όπλα του τα όπλα κάθε “αντικειμενικού αναλυτή” που χρειάζεται “να αποδείξει αυτό για το οποίο είναι ήδη βέβαιος”: η αποσπασματική επιλογή των στοιχείων που χρησιμοποιεί για να αναπτύξει το αφήγημά του και η αυθαίρετη ερμηνεία των δεδομένων που επιλέγει να χρησιμοποιήσει με στόχο το θυμικό των αναγνωστών που εύκολα θα δεχτούν –αφού μάλιστα το λέει ένας ακόμη “ερευνητής-δημοσιογράφος” (sic)– όσα “ακούγονται” για τον ύποπτο ρόλο κάποιων που λειτουργούν σαν “πέμπτη φάλαγγα” στο εσωτερικό της χώρας ικανοποιώντας ξένα συμφέροντα.
Στο σημείωμα αυτό δεν θα επιμείνω στον αναλυτικό σχολιασμό του δεύτερου μισού του άρθρου όπου ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος προβαίνει σε διάφορες μεθοδολογικά αυθαίρετες συσχετίσεις μεταξύ “μη-αιτιωδώς συναφών” ζητημάτων. Χαρακτηριστικές είναι οι προσπάθειες συσχέτισης του βασικού επιχειρήματος του άρθρου που αφορά στην χρηματοδότηση Eλλήνων ερευνητών προκειμένου να εκπονήσουν “μελέτες με προαποφασισμένο φιλοτουρκικό συμπέρασμα” (sic) με τους “ακαδημαϊκούς που στρατολογούσε η CIA την δεκαετία του ’70” ή με “τους χιλιάδες (sic) Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους επιστήμονες που, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, γίνονται δέκτες τέτοιων (εννοείται ύποπτων και ανθελληνικών) θέσεων” από ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι σε ανάλογες μεθοδολογικά έωλες συσχετίσεις καταφεύγουν κατά κανόνα οι οπαδοί των συνωμοσιολογικών προσεγγίσεων, με πλέον χαρακτηριστική περίπτωση τον επικεφαλής ακροδεξιού, εθνικιστικού και ρατσιστικού κόμματος που καταφέρνει να εμπορεύεται ταυτόχρονα “τηλεοπτικό πατριωτισμό”, τις “αυθεντικές χειρόγραφες επιστολές του Ιησού” αλλά και διάφορες θαυματουργές κηραλοιφές.
Από πού προκύπτει;
Θα επιμείνω όμως σε συγκεκριμένα σημεία του πρώτου μέρους του εν λόγω άρθρου που αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα διαστρέβλωσης της πραγματικότητας μέσω της –προφανέστατα σκόπιμης– αποσπασματικής επιλογής και επιλεκτικής χρήσης των δεδομένων τα οποία “εξέτασε” ο συγκεκριμένος “ερευνητής δημοσιογράφος”.
Πρώτον, σύμφωνα με τον αρθρογράφο το Κέντρο Εφαρμοσμένων Σπουδών για την Τουρκία (CATS) «δέχεται προτάσεις –πληρώνει έως και 50.000 ευρώ– που βασίζονται στην υπόθεση ότι η Τουρκία είναι σημαντική για την ασφάλεια και την ευημερία της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου και της Βόρειας Αφρικής. Υπάρχει, δηλαδή, εξαρχής ρήτρα υπέρ της Τουρκίας».
Δυστυχώς για τον “ερευνητή δημοσιογράφο” τα πράγματα –σύμφωνα με την ίδια την προκήρυξη του εν λόγω Κέντρου– είναι σαφή και συγκεκριμένα και δεν επιδέχονται ούτε ειδικού τύπου ερμηνειών ούτε παρερμηνειών. Το συγκεκριμένο λοιπόν Κέντρο –μας πληροφορεί η προκήρυξη– δέχεται να αξιολογήσει προτάσεις (που κατατίθενται από ερευνητές σοβαρών και αξιόπιστων ινστιτούτων και ερευνητικών κέντρων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και από την Τουρκία) που θα αφορούν: (α) “Το μέλλον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ” και (β) την “Τουρκία στην Νότια Μεσόγειο. Ζητήματα Γεωπολιτικής, Ιδεολογίας και Ασφάλειας”.
«Οι προτεινόμενες έρευνες, θα πρέπει να προσεγγίζουν (ενν. τις παραπάνω δύο θεματικές περιοχές) υπό το πρίσμα της σημασίας που έχει η Τουρκία για την ασφάλεια και την ευημερία της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου και της Βόρειας Αφρικής. Θα πρέπει έτσι να υποστηρίζουν την ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής απάντησης και να προωθούν την διακρατική έρευνα και την αναπτυσσόμενη σχετική συζήτηση που θα αποτυπώνεται και στην πολιτική της ΕΕ έναντι της Τουρκίας».
- Αλήθεια με ποιές από τις παραπάνω θέσεις, ως πεδίο –και ανάγκη ενδελεχούς– μελέτης του μέλλοντος της Τουρκίας σε σχέση τόσο με το ΝΑΤΟ όσο και με την ΕΕ διαφωνεί κάποιος;
- Είναι δυνατόν η διαπίστωση ότι η Τουρκία, κυρίως η εξωτερική της συμπεριφορά, είναι σημαντική για την ασφάλεια της Ευρώπης να καθίσταται αξιολογική κρίση; Διαφορετικά, η διαπίστωση ότι η Ρωσία είναι σημαντική για την ασφάλεια και την ευημερία της Ευρώπης μας καθιστά “φιλορώσους” ή μήπως “αντι-ρώσους”;
- Από πού συνεπώς προκύπτει “η εξ’ υπαρχής ρήτρα υπέρ της Τουρκίας” που ανακαλύπτει ο αρθρογράφος;
Εξαρτησιακή λογική
Δεύτερον, αμέσως μετά ο “ερευνητής δημοσιογράφος” αποφαίνεται ότι «[Μ]ε άλλα λόγια, δεν ενθαρρύνεται η επιστημονική έρευνα επί του πραγματικού πεδίου των εξελίξεων, αλλά “μελέτες” με προαποφασισμένο φιλοτουρκικό συμπέρασμα! Ψάχνουν, δηλαδή, να βρουν φόρμουλες “κανονικοποίησης” του τέρατος με ακαδημαϊκό μανδύα». Κατά συνέπεια το εν λόγω Κέντρο «...πληρώνει μελέτες και άρθρα ακαδημαϊκών που παρουσιάζουν συγκεκριμένη εικόνα και των ελληνοτουρκικών. Φερ’ ειπείν, ενώ η Ελλάδα απειλείται και ζητάει αναστολή της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-ΕΕ, χρηματοδοτούμενη από το Βερολίνο “μελέτη” Ελλήνων προωθεί την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-ΕΕ!».
Είναι πραγματικά ενδιαφέρων ο συγκεκριμένος συλλογισμός: “Αφού τους πληρώνουν υπό προϋποθέσεις –”ρήτρα υπέρ της Τουρκίας”– τότε και αυτοί θα “μελετήσουν” όπως οι Γερμανοί εντολείς τους επιθυμούν ώστε να καταλήξουν σε “προαποφασισμένο φιλοτουρκικό συμπέρασμα”.
Ο συλλογισμός αυτός αποκαλύπτει την “εξαρτησιακή λογική” η οποία διακατέχει τον αρθρογράφο και η οποία δεν μπορεί παρά να ισχύει “εξ’ ορισμού” και υποχρεωτικά για τα δύο ελληνικά ερευνητικά κέντρα. Προφανώς ο συντάκτης του συγκεκριμένου άρθρου δεν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι δυνατόν ελληνικά ερευνητικά κέντρα να αποτελούν φορείς ανεξάρτητων προτάσεων με κάθε άλλο παρά “προαποφασισμένο φιλοτουρκικό συμπέρασμα”. Όμως τούτο –δυστυχώς για τον όχι και τόσο επιμελή, όπως αποδεικνύεται, “ερευνητή δημοσιογράφο”– συμβαίνει.
Όχι και τόσο επιμελής ερευνητής
Πράγματι μια έστω και πρόχειρη ανάγνωση της μελέτης του ΕΛΙΑΜΕΠ με τίτλο “Εκσυγχρονίζοντας την Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας” σχετικά με τον ρόλο της Ελλάδας σε ενδεχόμενη αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας –την οποία επικαλείται χωρίς όμως να έχει διαβάσει ο αρθογράφος– αποδεικνύει το αντίθετο από ό,τι εκείνος υποστηρίζει.
Συγκεκριμένα, η εν λόγω μελέτη –η οποία έχει μάλιστα εκδοθεί στις 3 Ιουλίου 2020, δηλαδή πριν από την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο– θέτει μια σειρά από αμιγώς “ελληνικές” προϋποθέσεις –που όπως επισημαίνεται βρίσκουν διακομματική υποστήριξη στη χώρα μας– χωρίς την ικανοποίηση των οποίων δεν μπορεί να προχωρήσει η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης της ΕΕ με την Τουρκία.
Με τον τρόπο αυτό και επισημαίνοντας συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις, η μελέτη επιχειρεί να επηρεάσει τα κέντρα λήψης των αποφάσεων στις Βρυξέλλες και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης.
Ελληνικά ιδρύματα και εξωστρέφεια
Ακριβώς αυτός ο στόχος, της προώθησης των ελληνικών θέσεων σε κέντρα παραγωγής εξωτερικής πολιτικής, επιτυγχάνεται μέσω της συμμετοχής –και όχι της απουσίας που εύχεται ο συνωμοσιολόγος αρθρογράφος– των ελληνικών “δεξαμενών σκέψης” σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα ή σε προγράμματα χρηματοδοτούμενα από ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αν για κάτι θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει μεγαλύτερη προσπάθεια είναι η περαιτέρω ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών ερευνητικών κέντρων προκειμένου να ενισχυθεί η συμμετοχή τους και η δυνατότητα επιρροής τους σε κρίσιμα κέντρα αποφάσεων τόσο της ΕΕ όσο και των κρατών μελών της.
Ακόμα χειρότερα για τις απόλυτες και γεμάτες βεβαιότητα αντιλήψεις του “ερευνητή δημοσιογράφου” στοιχειώδης ερευνητική προσπάθεια από μέρους του θα εντόπιζε εύκολα την ύπαρξη –από τον ίδιο μάλιστα συγγραφέα– άλλης χρονικά νεότερης μελέτης (22 Σεπτεμβρίου 2020).
Στην εν λόγω μελέτη με τίτλο “Εξισορροπητική δέσμευση’: Μια στρατηγική της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν” καταγράφεται αναλυτικά η ανάπτυξη της τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και προτείνεται ως καταλληλότερη ευρωπαϊκή στρατηγική αντιμετώπισης της Τουρκίας όχι –όπως το πρόχειρο αφήγημα του “ερευνητή δημοσιογράφου” θα ανέμενε– η μονοσήμαντη γερμανική προσέγγιση κατευνασμού της Τουρκίας αλλά η συνδυαστική ανάπτυξη –μέσω της ενσωμάτωσης της προσέγγισης της Γαλλίας– μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής “εξισορροπητικής δέσμευσης” της Τουρκίας.
Είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα
Θα κλείσω το σημείωμα αυτό με την υπόμνηση ότι “είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα” όσον αφορά στην ανάγκη αντιμετώπισης ενός ολοένα και δυσκολότερου γείτονα. Κατά συνέπεια, ας γνωρίζουμε ότι η υπόθεση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της Τουρκίας του κ.Ερντογάν δεν υποστηρίζεται, αλλά αντίθετα υπονομεύεται, από την αναζήτηση υπόπτων υπηρετών ξένων συμφερόντων ή αργυρώνητων υποστηρικτών της άλλης άποψης.
Πολύ περισσότερο, η άκριτη και με περισσή ελαφρότητα ‘ad hominem’ επίθεση με αθεμελίωτα επιχειρήματα όχι μόνο δεν συνεισφέρει στη δημόσια ανταλλαγή απόψεων και ιδεών για την αντιμετώπιση της προκλητικής και παράνομης συμπεριφοράς της Τουρκίας, αλλά στιγματίζει κάθε προσπάθεια παραγωγής καινοτόμων προτάσεων (thinking out of the box) από θεσμούς παραγωγής ακαδημαϊκού και ερευνητικού έργου, όπως τα πανεπιστήμια και οι “δεξαμενές σκέψεις”, επιτείνοντας φαινόμενα συνωμοσιολογίας και κιτρινισμού του δημόσιου λόγου για ιδιαιτέρως σημαντικά ζητήματα για την ελληνική κοινωνία και το μέλλον της.
Το ελάχιστο που επιβάλλεται να κάνουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και οι “δεξαμενές σκέψεις” της χώρας μας είναι να συνεχίζουν να υπερασπίζονται τον δημόσιο διάλογο μέσω ερευνητικών εγχειρημάτων υψηλής ποιότητας και παραγωγής εποικοδομητικών προτάσεων. Ας μου επιτραπεί τέλος και η εξής προτροπή προς κάθε “ερευνητή δημοσιογράφο” που θέλει να διατείνεται ότι υπηρετεί την ανεξάρτητη δημοσιογραφία: όταν διαπιστώνει ότι η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τα προαποφασισμένα συμπεράσματά του δεν πρέπει να συμπεράνει: “τότε ακόμα χειρότερα για την πραγματικότητα” (!) αλλά να υποβάλει ο ίδιος τον εαυτό του –αυτή τη φορά με την προσήκουσα μεθοδολογική συνέπεια και συγκρότηση–στον έλεγχο των βεβαιοτήτων του.
Ακολουθεί η απάντηση του δημοσιογράφου Βαγγέλη Γεωργίου στο άρθρο του Παναγιώτη Τσάκωνα
*Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων και σπουδών ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).