Ποιοι προμήθευαν τη Γερμανία του Χίτλερ – Το κλήρινγκ του Μεσοπολέμου και η Ελλάδα

Ποιοι προμήθευαν τη Γερμανία του Χίτλερ – Το κλήρινγκ του Μεσοπολέμου και η Ελλάδα

Οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τη ναζιστική Γερμανία (αλλά και τη φασιστική Ιταλία) δεν ξεκίνησαν προφανώς μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Μετά την κρίση του 1929-1930 και τη συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου κατά 60% οι εμπορικές ανταλλαγές με τις δύο αυτές χώρες ενισχύθηκαν εντυπωσιακά.

Ο λόγος ήταν απλός: με πρωτοβουλία του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας –όπου δέσποζε ο ισχυρός παράγοντας του γερμανικού κεφαλαίου, ο Σαχτ– προτάθηκε σε όλες τις χώρες που δεν είχαν συνάλλαγμα σε ισχυρό μετατρέψιμο νόμισμα, η διαμέσου διοικητικού προσδιορισμού της αξίας των προϊόντων ανταλλαγή είδος με είδος. Πρόκειται για το περίφημο σύστημα του συμψηφισμού (του κλήρινγκ, της “εκκαθάρισης” όπως έγινε γνωστό).

Το σύστημα αυτό έσπευσαν να το υιοθετήσουν πλήθος ευρωπαϊκών χωρών που δεν διέθεταν μετατρέψιμο νόμισμα, ή αποθέματα σε χρυσό, ή σε συνάλλαγμα, ώστε να μπορούν να πληρώσουν τις εισαγωγές τους. Επρόκειτο για όλες τις χώρες της κεντρικής, ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η Ελλάδα, παρά την πολιτική της προσκόλληση στην Μεγάλη Βρετανία και τις αντιδράσεις της τελευταίας, έσπευσε με ενθουσιασμό να “εγγραφεί” στο νέο σύστημα.

Το θεώρησε μάλιστα τόσο ευεργετικό για το χρόνιο πρόβλημα του μονίμως αρνητικού ισοζυγίου πληρωμών της, που το επανέλαβε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά το 1958 και ως την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Ήταν ίσως το μόνο κράτος της Δύσης που συναλλάχθηκε τόσο έντονα με την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Το σύστημα φυσικά ευνοούσε την Γερμανία (και λιγότερο την Ιταλία). Τα κράτη αυτά ήταν βιομηχανικά και ως εκ τούτου πρόσφεραν προϊόντα με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, συχνά τεχνητά αυξημένη. Από τους εμπορικούς εταίρους τους εισήγαγαν πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα, τα όποια έχαναν στην σύγκριση με τα απολύτως απαραίτητα (και εν όψει πολέμου) βιομηχανικά. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι ο οικονομικός παρονομαστής της στρατιωτικής προπαρασκευής της Γερμανίας θεμελιώθηκε πάνω σε αυτές τις σχέσεις έμμεσης πρόσδεσης των οικονομιών των “δια συμψηφισμού” εταίρων της στη δική της οικονομία. Η έννοια πρόσδεση εμπεριείχε και την έννοια της λεηλασίας.

Το εμπόριο με την Ελλάδα

Στο οικονομικό πεδίο ο “συμψηφισμός” (κλήρινγκ) έλυνε πολλά αδιέξοδα προβλήματα, έστω και με όρους ανισότητας, στα εμπλεκόμενα μέρη. Στο πολιτικό, όμως, οδηγούσε σε περίπλοκες καταστάσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η προοπτική εμπλοκής σε πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα είχε εμφανιστεί ως πολύ πιθανή από τον Απρίλιο του 1939, όταν η Ιταλία κατέλαβε και μετέτρεψε σε προτεκτοράτο την Αλβανία. Η Ελλάδα, μάλιστα, επιστράτευσε τότε δύο μεραρχίες, την 8η της Ηπείρου και την 9η της Δυτικής Μακεδονίας, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την απειλή. Η ένταση στα σύνορα της Ηπείρου ελάχιστα επηρέασε τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και τις αντίστοιχες με την ναζιστική Γερμανία.

Στα 1939, η Γερμανία ήταν ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, με την Ιταλία να ακολουθεί σε καλή σειρά. Στα 1940 η σχέση αυτή ενισχύθηκε ως προς την Γερμανία, ενώ διατηρήθηκε με την Ιταλία ως την έναρξη του πολέμου. Η Ελλάδα τροφοδοτούσε τις εμπόλεμες χώρες του Άξονα με εσπεριδοειδή, σταφίδα, κρασί και προπαντός καπνά, όπου σχεδόν οι εξαγωγές στην Γερμανία μονοπωλούσαν το προϊόν. Και στα 1939 και στα 1940 οι “στρατηγικές” εξαγωγές της Ελλάδας περιλάμβαναν διαλύτες, τερεβινθίνη (νέφτι) και κολοφώνιο, με την Ελλάδα να είναι βασικός προμηθευτής της Ιταλίας σε αυτά τα ζωτικά, για τη χημική βιομηχανία, υλικά.

Η χώρα ήταν επίσης βασικός προμηθευτής δερμάτων στη γερμανική και ιταλική οικονομία. Τα δέρματα ήταν απαραίτητα για την κατασκευή εξαρτήσεων των στρατιωτών, ή ιμάντων για μηχανές. Στον τομέα των μεταλλευμάτων η Ελλάδα προμήθευε νικελιούχα, χρωμιούχα και μαγγανιούχα μεταλλεύματα σε Γερμανία και Ιταλία, εξαιρετικά πολύτιμα για την εκεί μεταλλουργία. Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του ελληνικού βωξίτη εξαγόταν στη Γερμανία. Οι εξαγωγές στην τελευταία δεν διακόπηκαν στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, στα όρια των μεταφορικών δυνατοτήτων της εμπόλεμης χώρας, παρά τις πιέσεις που ασκούσε η Μεγάλη Βρετανία, ειδικά για τα στρατηγικά μεταλλεύματα.

Θα επρόκειτο ίσως για ιστορικό παράδοξο ή απλά για παράλειψη το γεγονός ότι κανείς, ως τώρα, δεν διανοήθηκε να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα προμήθευσε, στα μέτρα των δυνατοτήτων της, τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι με τα μέσα για την εξαπόλυση του πολέμου, για την κατάκτηση της Πολωνίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Δανίας και Νορβηγίας και τελικά για την κατάκτηση της ίδιας της Ελλάδας. Όταν, όμως, πρόκειται για την Σοβιετική Ένωση, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Ο “συμψηφισμός” με την ΕΣΣΔ

Για τη Σοβιετική Ένωση το εμπόριο με τη Γερμανία ήταν ζωτικής σημασίας στις συνθήκες αποκλεισμού που της επιβλήθηκαν μετά την επικράτηση της επανάστασης. Και οι δύο χώρες χαρακτηρίστηκαν “αναθεωρητικές” στη δεκαετία του 1920, καθώς δεν αναγνώρισαν τους όρους που τους επιβλήθηκαν στο τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Γερμανία ανταποκρινόταν στην ανάγκη της Σοβιετικής Ένωσης σε τεχνολογία, μηχανήματα και εργαλειομηχανές. Η δε Σοβιετική Ένωση κάλυπτε βασικές ανάγκες της Γερμανίας σε τρόφιμα και καύσιμα. Καθώς, καμία από τις δύο χώρες δεν είχε ισχυρό νόμισμα, η ιδέα του “συμψηφισμού” γεννήθηκε από τις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις.

Με την άνοδο το 1933 του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία οι σχέσεις περιορίστηκαν, ειδικά στον στρατιωτικό τομέα. Δεν σταμάτησαν όμως. Ακόμα και στις χειρότερες ημέρες στις σχέσεις τους (ισπανικός εμφύλιος, Τσεχοσλοβακία) το μεταξύ τους εμπόριο “δια συμψηφισμού” γινόταν σχεδόν κανονικά. Προοδευτικά, όμως, άλλαζε χαρακτήρα.

Η Σοβιετική Ένωση πίεζε για κρίσιμα τεχνολογικά προϊόντα και τεχνογνωσία και, καθώς πλησίαζε ο πόλεμος, για όπλα. Στα 1939 και 1940, μετά ειδικά την πρώτη μεγάλη διακρατική συμφωνία εμπορίου του Νοεμβρίου 1939 πολλαπλασίασε το φάσμα των πρώτων υλών που πρόσφερε στην –εμπόλεμη πλέον και αποκλεισμένη– Γερμανία σε αντάλλαγμα όχι μόνο τεχνολογίας και εργαλειομηχανών, αλλά και έτοιμων πολεμικών όπλων.

Σε αυτό το διάστημα η Σοβιετική Ένωση απέκτησε με τον τρόπο αυτό την δυνατότητα κατασκευής υδρόψυκτων κινητήρων υψηλών επιδόσεων για αεροπλάνα, κινητήρων ντίζελ για υποβρύχια, αλλά και όπλα ως και πολεμικά πλοία: το βαρύ καταδρομικό “Σέυντλιτζ” παραδόθηκε από τα ναυπηγεία κιόλας στην ΕΣΣΔ, ενώ σε προχωρημένο στάδιο βρισκόταν και η εκχώρηση του αεροπλανοφόρου “Γκραφ Ζέπελιν” ή τυχόν ομοίου του που θα κατασκευαζόταν για τον σκοπό αυτό.

Προμηθευτές των Ναζί

Η δεύτερη συμφωνία ανταλλαγών, τον Ιανουάριο του 1941, πρακτικά δεν εφαρμόστηκε, καθώς πλέον το Βερολίνο είχε προχωρήσει στις προετοιμασίες του για εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, ενώ η Μόσχα επιλεκτικά ζητούσε μόνο την προμήθεια όπλων και μηχανών τελευταίας τεχνολογίας. Να σημειωθεί ότι η Γερμανία αγόραζε ακριβά πολλές από αυτές τις τεχνολογίες από τις ΗΠΑ, διαμέσου των εργοστασίων που διατηρούσαν αυτές σε γερμανικό έδαφος (Όπελ, εργοστάσια Τζένεραλ Μότορς) και αισθανόταν ιδιαίτερα ενοχλημένη όταν τις μεταβίβαζε στη σοβιετική πλευρά.

Η μικρή Ελλάδα δεν ακολουθούσε διαφορετική πολιτική από την ΕΣΣΔ στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών. Έστελνε στη Γερμανία τρόφιμα και πρώτες ύλες και προμηθευόταν μηχανές και όπλα (πχ. αντιαεροπορικό πυροβολικό). Το ίδιο έκαναν όλα τα μικρά κράτη της Ευρώπης. Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί διατήρησαν σε λειτουργία τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις τους στην Γερμανία παρόλο που τα τελευταία, καθώς πλησίαζε ο πόλεμος, προμήθευαν με στρατιωτικό υλικό τους ναζί.

Παραδόξως ουδείς από αυτούς κατηγορήθηκε ότι “προμήθευε τον Χίτλερ” για τα επιθετικά του σχέδια. Μόνο η Σοβιετική Ένωση η οποία, χάρη σε αυτή την οικονομική σχέση πολλαπλασίασε τις στρατιωτικές της δυνατότητες, κατηγορήθηκε ως “τροφοδότης του Χίτλερ”, ίσως και ως στενός του σύμμαχος. Σε μια προχωρημένη καινοφανή εκδοχή κατηγορείται, μάλιστα, ότι υπήρξε ο κύριος υποκινητής του πολέμου. Ο αντισοβιετισμός του Ψυχρού Πολέμου και η αντιρωσική υστερία σήμερα, θα μας δώσουν, είναι βέβαιο, και άλλες παρόμοιες εξωφρενικές θεωρίες.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι