ΑΝΑΛΥΣΗ

Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου – Ο ρόλος των στρατιωτικών

Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου – Ο ρόλος των στρατιωτικών

Φιλοδοξία του παρόντος κειμένου είναι να θίξει δύο σημαντικά ζητήματα που μας απασχόλησαν έντονα στο παρελθόν, αλλά δεν βλέπω γιατί, με ένα διαφορετικό, φυσικά, τρόπο και ρόλο, δεν θα μας απασχολήσουν στο παρόν και το μέλλον. Τα ζητήματα αυτά είναι πρώτον ο ρόλος του στρατιωτικού παράγοντα στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και δεύτερον τα όρια ύπαρξης, παρουσίας και δράσης του φασισμού στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Βασικό όχημα στην όλη μου έρευνα ήταν η ανάλυση που κάνει ο Σεραφείμ Μάξιμος στο εμβληματικό έργο του “Κοινοβούλιο ή Δικτατορία;” το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Στοχαστής”, με μια κριτική εισαγωγή μου (σελ. 13-150). Θα σταθώ, λοιπόν, κατ’ αρχήν στο πρώτο μέρος που αφορά τον στρατιωτικό παράγοντα, δηλαδή πως ο στρατιωτικός παράγοντας μεταλλάχθηκε από όργανο άσκησης και επιβολής της λαϊκής κυριαρχίας σε όργανο άσκησης και επιβολής δικτατορικής εξουσίας.

Η μελέτη των άτακτων σχηματισμών (κλεφτών και αρματωλών) των προεπαναστατικών χρόνων ως και των πρωτοδιαμορφωνόμενων σχηματισμών των χρόνων της Επανάστασης, αλλά και μετά αυτήν, μιλά από μόνη της για τον ρόλο του στρατιωτικού παράγοντα στην διαμόρφωση της σύνολης εικόνας του ανάπηρου νεοελληνικού κράτους. Αυτό μας βοηθάει στο να αντιληφθούμε το αφενός και το αφετέρου της πρακτικής του στρατιωτικού παράγοντα με όρους κοινωνικούς και ιστορικούς.

Ο στρατιωτικός παράγοντας

Αυτή την αντιφατική διαλεκτική σχέση ο Σεραφείμ Μάξιμος ως προσεκτικός μελετητής της ιστορίας δείχνει όχι μόνο γενικά να την αντιλαμβάνεται, αλλά και εμπράκτως να την εφαρμόζει στην συγκεκριμένη του ανάλυση. Τόσο στην ανάλυσή του αυτή, όσο και σε μια σειρά άλλες μεταγενέστερες, ο Μάξιμος ξεδιπλώνει την άποψή του για τον ιδιότυπο ρόλο του στρατιωτικού παράγοντα από το 1821 και εντεύθεν και είναι σε θέση να αντιληφθεί και την αντιφατικότητά του στους εσωτερικούς αγώνες, αλλά και την συμβολή του στους δίκαιους αλυτρωτικούς αγώνες του Ελληνισμού.

«Μα πώς οι τάξεις που έρχονται σε τέτοιες σχέσεις δεν συγκρούονται παρά επεμβαίνει ο στρατός για λογαριασμό τους; Ο λόγος βρίσκεται στην ίδια τη διαμόρφωσι των τάξεων, στην κοινωνική διαμόρφωσι της χώρας. Ούτε από οικονομική, ούτε από κοινωνική και πολιτική άποψι, οι τάξεις ήτανε χωρισμένες, τη βραδιά της 3ης Σεπτεμβρίου του ’43, που ο στρατηγός Καλλέργης με επικεφαλής όλα τα τακτικά σώματα της πρωτεύουσας, στασίασε για να ζητήση “εν ονόματι του λαού” το σύνταγμα από τον Βαυαρό Όθωνα. Το ίδιο και στα 1861-62. Το ίδιο και στην επανάστασι ακόμα του Γουδί, που άνοιξε οριστικά το δρόμο στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς».

Γι’ αυτό και η ερμηνεία της λειτουργίας του ή ως δυνάμεως που επεμβαίνει για να εκδηλώσει θετικά την λαϊκή δυσφορία ή ως φορέα δικτατορίας είναι πειστική. Κατά την άποψή του «Από το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί βγήκανε δύο κινήσεις, που πολλές φορές εκδηλώνονται σ’ ένα και το ίδιο πρόσωπο: η νεώτερη ελληνική δημοκρατία και η δικτατορία. Αυτό είναι δυσκολονόητο αν το πάρουμε έξω από την κατοπινή εξέλιξι των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, αν δεν το εκτιμήσουμε μέσα στις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις τους. Το κίνημα του Γουδί έφερε στην πολιτική σκηνή ένα νέο πολιτικό συγκρότημα, που διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο και που εκπροσωπούσε τη συμμαχία του κεφαλαίου με την “τρίτη τάξη”. Τα πρόσωπα που πήρανε μέρος ή που βγήκανε από το κίνημα, βλέπουμε πιο ύστερα να ξαναπαίζουν σπουδαιότατο ρόλο στους αγώνες τους κομματικούς και κοινωνικούς. Ο Βενιζέλος και ο Πάγκαλος έχουν άμεση την καταγωγή τους από το στρατιωτικό εκείνο κίνημα. Απ’ αυτό βγήκανε: το κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, το μικροαστικό κόμμα, η δημοκρατία και η δικτατορία».

Είναι η ίδια η διαλεκτική της ανάλυσής του που τον βοηθάει να εμβαθύνει και εμπλουτίσει τους προβληματισμούς του, συνειδητοποιώντας και ο ίδιος ότι όταν από το 1843, το 1861-2 και το 1909 περνάμε στην μετά το 1922 περίοδο, η κατάσταση τόσο στην σφαίρα της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής, όσο και εκείνης του στρατιωτικού παράγοντα, είναι πια τελείως διαφορετική. Η ίδια η Ελλάδα του 1922 διαφέρει πόρρω από την Ελλάδα του 1909.

Το κίνημα στο Γουδί

Και είναι, φρονώ, πράγματι πειστική η επιχειρηματολογία του όταν αναφερόμενος στο στρατιωτικό κίνημα του 1909, επισημαίνει ότι «το κίνημα του Γουδί, έκανε το πρόγραμμά του μέσα σ’ ένα λαϊκό συλλαλητήριο από ογδόντα χιλιάδες πολίτες, λαϊκό πρόγραμμα. Το σκοπό του σκοπό της μάζας, τις απαιτήσεις του λαϊκές απαιτήσεις, μαζί δε μ’ αυτό πραγματοποίησε μια βαθύτερη ανάγκη της κοινωνίας, να φέρη στην εξουσία, με τη θέλησι μάλιστα του λαού, το κεφαλαιοκρατικό κόμμα. Ο σκοπός του κινήματος έγινε έτσι λαϊκός σκοπός και ο λαϊκός αυτός σκοπός δεν ήτανε στο τέλος, παρά ένας σκοπός της μπουρζουαζίας, που ήθελε να κυριαρχήση απ’ άκρη σ’ άκρη στην ελληνική κοινωνία και να κάνη την κίνησί της εθνική κίνησι».

Διαφορετική ήταν η στόχευση του κινήματος του Νικολάου Πλαστήρα, το οποίο «ήρθε, αντίθετα, ν’αντιδράση κι όχι να οργανώση μια λαϊκή εξέγερσι, που θα μπορούσε να ξεσπάση αυθόρμητα, ή να παρασκευασθή από στιγμή σε στιγμή μέσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο από το επαναστατικό κόμμα. Γι’ αυτό και ο πραγματικός εχθρός του δεν ήτανε το μοναρχικό κόμμα, ήτανε η εργατική τάξι».

Διαπίστωση εν μέρει όμως σωστή, στον βαθμό που η κύρια αντίθεση εξακολουθούσε να παραμένει αυτή ανάμεσα στον βενιζελισμό και τον αντιβενιζελισμό, όχι μόνο γιατί παρεμβάλλονται τα θα, αλλά και γιατί αποτελούν πραγματικό γεγονός τα στοιχεία της περιόδου, που μαρτυρούν το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης και πολιτικής συγκρότησης τόσο του εργατικού κινήματος, όσο και του σπαρασσόμενου από εσωτερικές αντιθέσεις ΚΚΕ. Αντιθέσεις που πολλές φορές ξεπερνούσαν και το ίδιο δημιουργώντας ρήγματα όχι μόνο στις γραμμές του, αλλά ρήγματα με τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ανακύψαν ζήτημα του Μακεδονικού, υποδαυλισμένο από την Γ’ Διεθνή, που επηρεασμένη εμφανώς από το ΚΚ Βουλγαρίας, υιοθετεί τα συνθήματα «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» και «Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη». Συνθήματα που όπως έχω αναλύσει, δεν πέρασαν χωρίς αντίσταση, με θύματα τα κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ, Θ. Αποστολίδη, Γ. Κορδάτο, Σ. Μάξιμο και Π. Πουλιόπουλο, αλλά και συνθήματα που μετά την «συνθηκολόγηση» του ΚΚΕ και την «εκχώρηση της εθνικής του δικαιοδοσίας» στην Κομιντέρν, σφράγισαν την πορεία του, δημιουργώντας αδιέξοδα στην διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής.

Το πέρασμα της εξουσίας

Έχω ήδη αναφερθεί στους ευθύβολους εντοπισμούς του Μάξιμου για τον χαρακτήρα και τις διαφορές ανάμεσα στα στρατιωτικά κινήματα του 1909 και   του  1922.  Χρήσιμο   όμως   είναι  φρονώ,  να   επαναλάβω     την καίρια επισήμανσή του που δεν αφορά μόνο την διαφορά ρόλου των στρατιωτικών ανάμεσα στο 1909 και το 1922, αλλά την εν γένει πλέον παρουσία των στρατιωτικών που με την έντονη πολιτικοποίηση και την σταθερά δραστική παρέμβασή τους στα ζητήματα του πολιτεύματος και της διακυβέρνησης μετατόπισαν προς το κέντρο της πολιτικής ζωής τον ρόλο του στρατιωτικού παράγοντα.

Ο Μάξιμος ξεπερνώντας τα στερεότυπα της εποχής του αναδεικνύει το πραγματικό γεγονός ότι το πέρασμα της εξουσίας από τα κινήματα στα κόμματα δεν γίνεται πλέον με την απόσυρση των στρατιωτικών, αλλά με την ενεργή πολιτικοποίησή τους που τους μετατρέπει μέχρι και σε κοινοβουλευτικούς αρχηγούς, για να το συμπληρώσει με την επισήμανση ότι «οι οπαδοί του “καθαρού κοινοβουλευτισμού” ολοένα και λιγοστεύουν. Οι “εκκλήσεις” και οι αγορεύσεις τους μοιάζουν με ψαλμωδίες που δεν συγκινούν. Οι μεγαλείτερες δημοκρατικές εφημερίδες των Αθηνών γεμίζουν τις στήλες τους με απομνημονεύματα και εικόνες του Μουσσολίνι. Θαυμάζουν τα έργα του και τον τιμούν. Ο δημοκρατικός στρατός είναι κι’ αυτός γιεμάτος από υποψήφιους δικτάτορες, που συνεννοούνται και συσκέπτονται συχνά για το πώς θα είναι δυνατόν να “σωθή η Ελλάδα” με μια “καλή  Δικτατορία”. Κάθε επιχειρηματίας, βιομήχανος ή τραπεζίτης που επιζητεί μια σύμβασι ή μια προμήθεια και δεν το κατορθώνει, καταλήγει στο συμπέρασμα πως «χρειαζόμαστε ένα δικτάτορα».

Η άποψη του Μάξιμου αν και μερικά ανελαστική στον βαθμό που δείχνει να υποτάσσει τελικά το όλο του σχήμα στην βασική αντίθεση αστική τάξη-προλεταριάτο, επηρεασμένη προφανώς από το κυρίαρχο, ακόμα την περίοδο που γράφει «πνεύμα του πολεμικού κομμουνισμού» και του ανερχόμενου «οικονομικού καταστροφισμού», παραμένει εντούτοις ιδιαίτερα διαυγής, αλλά και ιδιαίτερα τολμηρή και κρατάει, κατά την γνώμη μου, στις βασικές επισημάνσεις την αξία της, αποτελώντας πυξίδα για την ορθή πλοήγησή μας στα γεγονότα που εξελίχθηκαν μετά το 1922.

Γεγονός παραμένει ότι έως και το 1916 ο στρατός δρούσε πράγματι ως εθνικός, ως στρατός όλων των Ελλήνων. Το κίνημα Βενιζέλου όμως στην Θεσσαλονίκη ανατρέπει και διασπά αυτή την παράδοση. Έτσι ανεξάρτητα από την ορθή διάγνωση και προσανατολισμό του μεγάλου αυτού Έλληνα πολιτικού, η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η ενέργειά του αυτή σηματοδοτεί μια δραστική παρέμβαση που ανέτρεπε τα έως τότε ειωθότα και στηλιτεύτηκε ακόμα και από ακραιφνείς βενιζελικούς, όπως λ.χ. ο Γεώργιος Βεντήρης.

Ο Θάνος Βερέμης επιβεβαιώνει ότι «η περίοδος μεταξύ του 1916  και του 1922 αποτελεί την αρχή της συστηματικής αναμείξεως του ελληνικού  στρατού στην πολιτική». Ανάμειξη που σε μια πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως αποτέλεσμα μιας άδικης ήττας, αφού «κατά την στρατιωτική λογική: Ο στρατός δεν νικήθηκε [στην Μικρά Ασία] διότι δεν πολέμησε, υπέκυψε εις τον κάματον και η ψυχή του εκάμφθη διότι δεν άκουε άλλο τι από τους εν Αθήναις αχρήστους», με αποτέλεσμα την ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο να την διαδεχθεί η γνωστή ταραχώδης ή ασταθής κατάσταση που κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια.

Μεσοπόλεμος

Εξετάζοντας όμως συστηματικότερα τα πράγματα και λαμβάνοντας υπόψη τις ποικίλες, διαφορετικές πολλές φορές στην αφετηρία, αλλά και στο αποτέλεσμα, απόψεις, εκτιμώ ότι η επισήμανση του Γιώργου Δερτιλή, χωρίς να είναι εξισορροπητική καταλήγει να είναι ισορροπημένη στην διαπίστωσή της ότι: «Στην περίπτωση του ελληνικού μεσοπολέμου, π.χ. η μεγάλη συχνότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων αποδίδεται συχνά στη μικρασιατική καταστροφή, στην ταπείνωση από την ήττα και στην τραυματική εμπειρία του στρατού.

»Αναμφισβήτητα, η επακόλουθη αναζήτηση αποδιοπομπαίων, η επανάσταση που έκαναν τα κατάλοιπα αυτού του στρατού, η στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε και η εκτέλεση των έξι, όλα αυτά ήταν συμπτώματα ενός κλίματος αδυναμίας, απελπισίας κι εθνικής κρίσης με επίκεντρο τον ίδιο το στρατό. Είναι, λοιπόν, δικαιολογημένη η έμφαση στην ψυχολογική επίδραση του 22 πάνω στους αξιωματικούς, φτάνει να μην επεκτείνεται πολύ μακριά αυτή η ερμηνεία, ιδίως χρονικά. Η κατάσταση μπορεί να ήταν σημαντική (αν και όχι μοναδική) αιτία των αντιδράσεων του στρατού αμέσως μετά το 1922, αλλά δεν είναι δυνατό να την αποθηκεύσει κανείς και να τη χρησιμοποιεί κατόπιν πολύ βολικά για όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, γιατί τότε φτάνει σε μια εξαιρετικά επισφαλή ψυχολογική ιδεαλιστική ερμηνεία».

Υπό μίαν λοιπόν ορισμένη έννοια το 1922 αποτέλεσε μια κεντρική αιτία για την ανατροπή του μέχρι τότε υπάρχοντος ισοζυγίου ανάμεσα στον πολιτικό και τον στρατιωτικό παράγοντα. Το πελώριο ωστικό κύμα που επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή ανέτρεψε πλήρως την μέχρι τότε «γραμμική, σχεδόν, ανοδική εξέλιξη» της Ελλάδας, αλλά και του περιφερειακού Ελληνισμού και άνοιξε ευρύ χάσμα όχι πλέον ανάμεσα στην Ελλάδα και τους “ξένους”, αλλά μέσα στην ίδια την ελληνική πραγματικότητα.

Η αναγκαστική εγκατάσταση και διασπορά του «άλλου μισού» των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου δηλαδή, σε όλες, σχεδόν, τις περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας, είχε τεράστιες επιπτώσεις στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό, αποτελώντας ταυτόχρονα και έναυσμα για μιαν αναδιάταξη του κοινωνικού-ταξικού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, στον βαθμό που οι πρόσφυγες ήρθαν να προστεθούν στην μέχρι τότε υπάρχουσα φτηνή εργατική δύναμη, διευρύνοντας σε αποφασιστική κλίμακα το στρατόπεδο των υποτελών τάξεων των οποίων και αποτέλεσαν το “νέο αίμα”. Αν όμως οι επιπτώσεις στον κοινωνικό τομέα ήταν βαθιές και ουσιαστικές, το ίδιο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και γι’ αυτές στον οικονομικό, όπου η δοκιμασία ξεπερνούσε την “εθνική σφαίρα”, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών.

Γεγονός παραμένει ότι από το 1922 έως το 1929, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα που υπερέβαιναν την δυναμική του οποιουδήποτε κόμματος. Σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια, όπου τα στρατιωτικά πραξικοπήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο και ο κοινοβουλευτισμός, όπως τουλάχιστον τον έζησαν οι Έλληνες στα χρόνια 1864-1909, αποτελούσε παρελθόν, οι προσπάθειες του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας στράφηκαν παράλληλα με την διαφύλαξη της κοινωνικής σταθερότητας και τάξης από την απειλή του αναδυόμενου νέου ιακωβίνου, στην διαφύλαξη και της νομισματικής σταθερότητας, γεγονός που εν μέρει επετεύχθη χωρίς όμως να δοθεί αποφασιστική λύση στο όλο ζήτημα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι