Πώς η ελληνική Εξέχουσα έγινε τουρκικό Καραγάτς
26/05/2022Το προγεφύρωμα (ή αλλιώς “εξέχουσα”) του Καραγάτς είναι μια λωρίδα τουρκικού εδάφους που εισέρχεται στην ελληνική επικράτεια, δυτικά του ποταμού Έβρου, απέναντι από την Αδριανούπολη και έχει συνολική έκταση 22,5 τ.χλμ. Η ιδιαιτερότητα αυτή των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο ήλθε στην επικαιρότητα στις αρχές του 2018 με την υπόθεση της σύλληψης των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από τουρκική περίπολο σ’ εκείνη την περιοχή.
Είναι το μοναδικό σημείο, στο οποίο τα ελληνοτουρκικά σύνορα δεν ακολουθούν τον ρου του ποταμού Έβρου, αλλά εισχωρούν μέσα στο έδαφος της δυτικής Θράκης. Εντός του συγκεκριμένου τουρκικού θύλακα βρίσκεται και η ομώνυμη πόλη. Πώς, όμως, προέκυψε αυτή η εδαφική ιδιαιτερότητα στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας; Η απάντηση βρίσκεται στη Διάσκεψη της Λωζάνης του 1922-23.
Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα της ιστορίας από την αρχή. Το 1920, με την απελευθέρωση της Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό, το Καραγάτς μετονομάστηκε σε Ορεστιάδα. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, όπως και ολόκληρη η δυτική Θράκη, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής. Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και η ελληνοτουρκική ανακωχή των Μουδανιών (Οκτώβριος του 1922).
Στη Λωζάννη, εκεί όπου θα εκτυλισσόταν η τελευταία πράξη της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, η ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κλήθηκε να διαπραγματευτεί τους όρους της επικείμενης συνθήκης ειρήνης. Η τουρκική αποστολή, με επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά (μετέπειτα γνωστός ως Ισμέτ Ινονού) έφτασε στην ελβετική πόλη με ξεκάθαρο στόχο να ανατρέψει τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Η Τουρκία, στη Διάσκεψη της Λωζάννης, παρίστατο ως νικήτρια και οι απαιτήσεις της υπήρξαν ανάλογες. Την ίδια περίοδο, ο Ελληνικός Στρατός (όπως και ο πληθυσμός) προχώρησε, κατόπιν εντολής των Αγγλογάλλων, σε εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.
Σύνορο ο Έβρος
Κατόπιν τούτου, ο ποταμός Έβρος αποτέλεσε το φυσικό σύνορο μεταξύ των δυο χωρών, με την Αδριανούπολη να περνά σε τουρκικά χέρια και το Καραγάτς να παραμένει στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ανακωχή των Μουδανιών προέβλεπε συμμαχική κατοχή του Καραγάτς προς αποφυγή προστριβών ελληνικού και τουρκικού στρατού. Η ελληνική πλευρά θεωρούσε ότι το πρωτόκολλο της ελληνοτουρκικής ανακωχής δεν έθιγε ουδαμώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα επί της περιοχής.
Αναφορικά με το εδαφικό καθεστώς του Καραγάτς, η Γαλλία υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της θέσης για συμμαχική κατοχή του Καραγάτς. Συγκεκριμένα, στις 6/19 Οκτωβρίου 1922, ο Γάλλος συνταγματάρχης, ο οποίος προΐστατο της διεθνούς επιτροπής Αδριανουπόλεως, είχε την άποψη ότι η περιοχή θα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Θεωρούσε αδύνατη την παραμονή του ελληνικού στρατού μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.
Η ελληνική πλευρά έκανε προσπάθειες να κάμψει τις γαλλικές απόψεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 4/17 Νοεμβρίου 1922, σε τηλεγράφημα του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη προς τον Βενιζέλο αναφέρεται ότι οι Γάλλοι επιδιώκουν να εκκενωθεί το Καραγάτς από τον ελληνικό πληθυσμό. Την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι κατέβαλλαν προσπάθειες, μέσω των Άγγλων, να αποχωρήσουν οι ελληνικές αρχές από το Καραγάτς και να εγκατασταθούν τουρκικές.
Η είσοδος των τουρκικών δυνάμεων στην Αδριανούπολη (14/27 Νοεμβρίου 1922) άσκησε ακόμα μεγαλύτερη πίεση στην ελληνική πλευρά, αναφορικά με την τύχη του Καραγάτς. Παρ’ όλα αυτά, ο Βενιζέλος, από τη Λωζάννη, σε τηλεγράφημά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, με ημερομηνία 1/14 Δεκεμβρίου 1922, ανέφερε για την τύχη του Καραγάτς τα εξής: «Μόνο δια πόλιν Καραγάτς ενδείκνυται να περιμένετε ολίγας ημέρας μέχρις ου τύχη αυτής αποφασισθή οριστικώς δια συνθήκης».
Πολεμικές επανορθώσεις
Στο ίδιο τηλεγράφημα γινόταν λόγος ότι οι ελληνικές αρχές μπορούσαν να εγκαταστήσουν μόνιμα πρόσφυγες σε ολόκληρη τη Δυτική Θράκη, ακόμα και στην περιφέρεια του Διδυμοτείχου-Σουφλίου. Επομένως, η μοίρα της Δυτικής Θράκης είχε ήδη κριθεί. Δεν κινδύνευε από τις διεκδικήσεις της τουρκικής πλευράς. Το Καραγάτς, όμως, θα έπρεπε να περιμένει την τελική απόφαση της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης.
Αρχές Ιανουαρίου 1923, ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημά του προς την ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο αποτύπωνε τις σκέψεις του, όσον αφορά στο μέλλον του Καραγάτς, αλλά και στη ελληνική διαπραγματευτική γραμμή: Συγκεκριμένα έγραφε ότι «Αλλ’ εις απόκρουσιν πληρωμής αποζημιώσεως και παραχωρήσεως Καραγάτς θα επιμείνωμεν μέχρι τέλους αρνούμενοι υπογραφήν Συνθήκης».
Εδώ, ο Κρητικός πολιτικός αναφέρεται σε έναν από τους όρους της τουρκικής πλευράς για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, ο οποίος συνδεόταν με την καταβολή υπέρογκων, από την Ελλάδα, πολεμικών επανορθώσεων (4 δισ. χρυσά φράγκα) για τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο Ελληνικός Στρατός στην Ανατολία. Η Ελλάδα, όμως, του 1922 ήταν μια χρεοκοπημένη χώρα, δεδομένου ότι είχε εξαντληθεί οικονομικά στη Μικρά Ασία. Επομένως, ήταν αδύνατον να πληρώσει αυτά που οι Τούρκοι ζητούσαν.
Ο Βενιζέλος ήταν έτοιμος να θυσιάσει το Καραγάτς για να αποφύγει την πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, που ζητούσε η τουρκική πλευρά. Επιπλέον, οι Έλληνες στρατιωτικοί πίστευαν ότι το Καραγάτς, σε περίπτωση πολέμου, δεν μπορούσε να κρατηθεί, λόγω του ότι αποτελούσε τμήμα της άμυνας της Αδριανούπολης, ενώ εκεί βρισκόταν και ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης, γεγονός που άφηνε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Θράκης, αποκομμένη από τη σιδηροδρομική γραμμή Σόφια-Κωνσταντινούπολη.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος, στη Λωζάννη, βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, δεδομένου ότι στερούνταν σοβαρής διπλωματικής υποστήριξης από τους πρώην συμμάχους. Για παράδειγμα, σε τηλεγράφημα του προς την Πρεσβεία της Ελλάδας στο Παρίσι (19 Ιανουαρίου-1 Φεβρουαρίου 1923) εξέφραζε την ανησυχία του για τις φήμες για εγκατάλειψη της Ελλάδας από τη Γαλλία στο ζήτημα του Καραγάτς και των πολεμικών επανορθώσεων.
Στον ίδιο τόνο ήταν έτερο τηλεγράφημά του (23 Ιανουαρίου 1923), με παραλήπτη τον Άθω Ρωμανό, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, όπου εξέφραζε τον φόβο του ότι η Γαλλία θα υποστήριζε τις τουρκικές αξιώσεις, σχετικά με το Καραγάτς. Μέσα Μαΐου 1923, λίγες μέρες μετά την επανάληψη των διαπραγματεύσεων της Συνδιάσκεψης, ο Βενιζέλος ζήτησε τη συγκατάθεση των στρατιωτικών της Επαναστατικής Κυβέρνησης για να παραχωρήσει το Καραγάτς, ως εδαφικό αντάλλαγμα έναντι της τουρκικής επιμονής για την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων.
Στις 17 Μαΐου 1923, ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, από τη θέση του πρωθυπουργού, απαντά στον Βενιζέλο ότι η πρότασή του έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση των στρατιωτικών της Επανάστασης, δεδομένου ότι «ουκ είναι άλλως γενέσθαι». Ως πρώτο εδαφικό αντάλλαγμα προτάθηκε το τρίγωνο των ποταμών Άρδα και Μαρίτσα, ενώ δόθηκε εντολή στον Βενιζέλο να προσφέρει την πόλη του Καραγάτς, μόνο σε περίπτωση έσχατης ανάγκης.
Ο συμψηφισμός
Στην ίδια επιστολή, ο Γονατάς ομολογούσε ότι η απόφαση αυτή έθιγε την εθνική ψυχή και μείωνε εν μέρει το έργο και το γόητρο της Επανάστασης. Πίστευε, όμως, ότι οι Τούρκοι δεν θα δεχόντουσαν τις ελληνικές προτάσεις. Ακόμη, ο ίδιος θεωρούσε ότι, σε επίπεδο διαπραγμάτευσης, οι ελληνικές προτάσεις θα εξασφάλιζαν την ευμένεια, ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, σε περίπτωση που οι Τούρκοι τις απέρριπταν.
Στις 26 Μαΐου, η τουρκική αντιπροσωπεία, κατόπιν αγγλικών και γαλλικών πιέσεων, αποδέχτηκε την πρόταση του Βενιζέλου, η οποία είχε περιβληθεί τον συμμαχικό μανδύα και συμψηφίστηκαν οι πολεμικές επανορθώσεις με την παραχώρηση του Καραγάτς και του εδαφικού τριγώνου μεταξύ των ποταμών Έβρου-Άρδα στην Τουρκία. Η στάση του Κρητικού πολιτικού στο παραπάνω ζήτημα δεν άφησε περιθώρια ελιγμών στην τουρκική πλευρά. Η πρότασή του είχε τη μορφή τελεσιγράφου. Πίστευε ότι ήταν προτιμότερο να συνεχιστεί ο πόλεμος, παρά να καταβάλει η Ελλάδα πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία.
Στις 29 Μαΐου 1923, σε τηλεγράφημα του Γονατά προς την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη, γινόταν αναφορά στο γεγονός της παραχώρησης, ενώ το ελληνικό υπουργείο Περιθάλψεως πρότεινε ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης, ο οποίος αριθμούσε 20.000 ψυχές, να παραμείνει στις εστίες του μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών. Σε αυτό βοηθούσε και η στάση του Βαλή Αδριανούπολης, ο οποίος είχε δηλώσει πρωτύτερα στον Ιταλό πρόξενο της πόλης ότι δεν διαφωνούσε με την εξέλιξη αυτή.
Η τουρκική πρόταση
Ωστόσο, ο ελληνικός πληθυσμός του Καραγάτς, βλέποντας ότι η περιοχή πέρασε υπό τουρκική κυριαρχία, επιθυμούσε, χωρίς καθυστέρηση, να μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Ο Απόστολος Αλεξανδρής, υπουργός Εξωτερικών, στις 17 Ιουνίου 1923, με τηλεγράφημά του προς την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη ανέφερε σχετικά με την εκκένωση του τριγώνου Καραγάτς ότι, «κάτοικοι τριγώνου Καραγάτς επανήλθον επί ζητήματος προθεσμίας εκκενώσεως τονίσαντες ιδιαιτέραν σοβαρότητα ην ζήτημα τούτο έχει δια την εις το μέλλον αυτών αλλαχού εγκατάστασιν».
Η εγκατάλειψη της παλιάς Ορεστιάδας άρχισε από τον Ιούλιο του 1923, ενώ στις 15 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε η διοίκηση της πόλης στις τουρκικές αρχές. Η σημερινή Ορεστιάδα αποτελείται κατά βάση από πρόσφυγες που κατάγονταν από την Αδριανούπολη και το προάστιο του Καραγάτς. Το ζήτημα του Καραγάτς επανήλθε ξανά στην επικαιρότητα με αφορμή τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας του 1925, γνωστότερη και ως Συμφωνία Εξηντάρη-Ρουσδή (21 Ιουνίου 1925).
Σε μια καμπή των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τεβφίκ Ρουσδή ανακοίνωσε στον Έλληνα Πρεσβευτή στην Άγκυρα, Ι. Παπά, ότι αν η ελληνική κυβέρνηση συγκατάνευε να πληρώσει στην Τουρκία το ποσό των 500.000 στερλινών, η τουρκική θα παρείχε τη διαβεβαίωση ότι θα δεχόταν διαπραγματεύσεις για την απόδοση του τριγώνου του Καραγάτς, παραιτούμενη κάθε εδαφικής κυριαρχίας. Η εφημερίδα “Κωνσταντινούπολις”, στο φύλλο της 15ης Ιουλίου 1928 έγραφε ότι οι Τούρκοι ζητούσαν διαπραγματεύσεις για να μας πουλήσουν το τρίγωνο του Καραγάτς. Ζητούσαν προκαταβολικά 500.000 στερλίνες. Ο Βενιζέλος, όμως, αρνήθηκε και προτίμησε να τις δαπανήσει για τις εξοπλιστικές ανάγκες του Ελληνικού Στρατού.