Πως η γενιά του ’30 προετοίμασε το έπος του ’40
28/10/2025
Η ελληνική γεωπολιτική ταυτότητα έχει ως συνεκτικό της ιστό το ηρωικό στοιχείο. Αυτό είναι το αόρατο νήμα που συνδέει τον αρχαίο οπλίτη με τον αρματολό του 1821, τον στρατιώτη του 1940 και τον Ευρυτάνα ορεσίβιο που ξέθαβε τα πατρογονικά όπλα για να πολεμήσει στην Εθνική Αντίσταση. Είναι ο κοινός παλμός που ενοποιεί τους Έλληνες μέσα στους αιώνες και δίνει στο γένος μας τη συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας.
Ο ηρωισμός αυτός δεν είναι προϊόν ρομαντικής εξιδανίκευσης ούτε αποτέλεσμα ρεαλιστικού υπολογισμού. Είναι έκφραση εσωτερικής ανάγκης αξιοπρέπειας, όχι επιλογή σκοπιμότητας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα βίωσε μια βαθιά κρίση αυτογνωσίας. Η Μεγάλη Ιδέα είχε συντριβεί και το κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο με την ταπείνωση, την οικονομική δυσπραγία και πολλαπλές διεθνείς πιέσεις. Αυτή η ιστορική πίκρα και υπαρξιακή αγωνία βρήκε την πνευματική της έκφραση στη Γενιά του ’30, η οποία επιχείρησε να ανασυνθέσει την έννοια της ελληνικότητας.
Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Θεοτοκάς και οι συνοδοιπόροι τους δεν αναζήτησαν έναν ηρωισμό εξωτερικό και θορυβώδη, αλλά την στωική αντοχή να σταθείς όρθιος μέσα στη σιωπή της Ιστορίας. Όπως είχε πει ο Σεφέρης «αυτός το τόπος δεν αντέχει άλλα φαντάσματα». Και οι Έλληνες του ’40 έκαναν ακριβώς αυτό. Έβγαλαν την Ελλάδα από τον κόσμο των φαντασμάτων και την επανατοποθέτησαν ως ζωντανό, δυναμικό και πρωταγωνιστικό μέγεθος στη ζώσα Ιστορία.
Από τη Γενιά του ’30 στην ηρωική εξόρμηση
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το “Όχι”, εκφράζοντας τη βούληση όχι μόνο του ελληνικού λαού τότε αλλά και των αρχέγονων δυνάμεων του γένους, υλοποίησε στην πράξη εκείνο που η Γενιά του ’30 διατύπωσε στην τέχνη. Τη θέληση της Ελλάδας να συνεχίσει να υπάρχει. Το Έπος της Πίνδου, η Αντίσταση, η συμμετοχή των Ελλήνων πολεμιστών στα μέτωπα της Αφρικής και της Ιταλίας, η αντοχή του λαού μέσα στην Κατοχή, η αυτοθυσιαστική συμμετοχή των Ελλήνων ναυτικών στα κονβόι του θανάτου στον Αρκτικό, όλα αυτά αποτελούν στιγμές όπου το έθνος επιβεβαίωσε ότι η ιστορία του είναι αγώνας διαρκείας.
Ο Έλληνας δεν πολεμά για το αποτέλεσμα, αλλά για να μην προδώσει τον εαυτό του• για να δικαιώσει τη φωνή των προγόνων που, όπως θα έλεγε ο Σεφέρης, «μας ζητούν να τους θυμηθούμε». Έτσι, η ηρωική συνείδηση στην ελληνική ιστορία λειτουργεί ως θεμέλιο της διαχρονικής γεωπολιτικής ταυτότητας της Ελλάδας. Είναι η αίσθηση ότι οι μάχες του παρελθόντος δεν ανήκουν μόνο σε σκονισμένα ιστορικά βιβλία, αλλά συνεχίζονται στον χρόνο.
Ο οπλίτης των Θερμοπυλών, ο αγωνιστής του Σουλίου, ο στρατιώτης της Αλβανίας, ο αντάρτης στα βουνά του ’40 και ο μαχητής της ΕΟΚΑ λίγα χρόνια μετά, συμπολεμούν πλάι πλάι, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, μέσα στην ίδια πνευματική παράδοση. Αυτή η συνέχεια ηρωισμού, αυτός ο “διαχρονικός συμπολεμιστής”, είναι η κόλλα που κρατά ενωμένο το έθνος, παρά τις ιστορικές διακοπές και τις πολιτικές πληγές. Είναι το αόρατο κάστρο που προστατεύει την ελληνική ψυχή από τη διάλυση και τη λήθη.
Το βάρος στους ώμους μας
Η Γενιά του ’30 έδωσε σ’ αυτό το ηρωικό βίωμα μια στοχαστική διάσταση. Ο ήρωας δεν είναι πια μόνον ο πολεμιστής, αλλά και ο άνθρωπος που αντιστέκεται στην εσωτερική φθορά, που διασώζει την αξιοπρέπεια μέσα στον παραλογισμό του κόσμου. Ο στίχος ότι ο Έλληνας έκανε “οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου” συνοψίζει και τον πυρήνα του ελληνικού ηρωισμού ως μια πράξη πνευματικής ανδρείας, όπου ο φόβος μετατρέπεται σε δημιουργική δύναμη.
Έτσι, κάθε φορά που η Ελλάδα στέκεται απέναντι στις προκλήσεις της ιστορίας, δεν απαντά με ιδεολογία αλλά με ήθος. Το ήθος του πολεμιστή που δεν λογαριάζει τον αριθμό των εχθρών, που υπερασπίζεται όχι απλώς την εδαφική ακεραιότητα, αλλά και το δικαίωμα του έθνους να συνεχίζει να υπάρχει ως φορέας πολιτισμού και πνεύματος. Κι αυτό είναι ίσως το πιο βαρύ και ταυτόχρονα το πιο τιμητικό φορτίο που κουβαλά ο Έλληνας στρατιώτης. Το να είναι δηλαδή ζωντανός φορέας μιας ιστορικής αποστολής, μοναδικής στον πλανήτη.
Γι’ αυτό και εμείς οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι όταν μιλάμε και γράφουμε γι’ αυτά τα ιστορικά γεγονότα, θα πρέπει να “μας πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς”. Τρόμος από το βάρος της ευθύνης έναντι της χώρας, έναντι του γένους και έναντι των προγόνων μας. Όχι μόνο από σεβασμό, αλλά και από έμφοβο δέος προς εκείνες τις σκιές του παρελθόντος που φωτίζουν το παρόν μας και μας επιτρέπουν (ακόμη…) να ελπίζουμε για το μέλλον.





