Πώς η ιστορία διαμορφώνει συλλογική και ατομική ταυτότητα
03/10/2024«Η ιστορία είναι γραφή απ’ άκρου εις άκρον», γράφει, ο Paul Ricoeur. H ιστορία, όμως, πραγματικά, είναι στιγμές. Απειροελάχιστες υποδιαιρέσεις του χρόνου που συνέχονται, συγκροτώντας ένα λόγο δημόσιο, που προτείνεται στους συνανθρώπους, μέσω της γραφής, του λόγου γενικότερα, ως πραγματικότητα. Είναι ένα κατασκευασμένο επίπεδο των πραγμάτων, που ανασυγκροτεί το παρελθόν στο εκάστοτε παρόν. Είναι η αποκάλυψη της μνήμης, προσωπικής και συλλογικής, για ό,τι ζήσαμε ως κοινωνίες και ως άτομα.
Η ιστορία είναι η αρχή των πραγμάτων που ονομάζουμε αλήθεια, γιατί, παρά την ακράδαντη πεποίθηση μας ότι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που αποκαλύπτουν τον κόσμο μας χαοτικό και απρόβλεπτο, επιμένουμε στις ντετερμινιστικές μας αυταπάτες και αναζητάμε τη βεβαιότητα και τη γνώση στα τόσα εκατομμυριοστά των άπειρων στιγμών που δυνητικά ο καθένας από εμάς προσλαμβάνει ως μαρτυρία των καιρών του και της ζωής του.
Είναι η ατομική συνείδηση που συνθέτει τον κόσμο εντός της. Η ιστορία, όμως, δεν είναι η συνένωση των προσωπικών μας κόσμων, που κι αυτή είναι αδύνατη εν τοις πράγμασι. Το φίλτρο της γλώσσας απορροφά την απειρία των εικόνων, των ήχων, των παραστάσεων, το ανασυνθέτει σε λόγο, και ανάλογα με τον πλούτο των εμπειριών και των εννοιολογήσεων του καθενός μας, δια του λόγου αυτού, αποκαλύπτεται η συγκρότηση του ατομικού είναι.
Η μετατροπή του κόσμου από προσωπική εμπειρία και μαρτυρία σε γνώση απαιτεί τη συγκρότηση, μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς, αυτών των αναπαραστάσεων που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα παρελθόντων στιγμών της ανθρώπινης πορείας και που σε γενικές γραμμές ονομάζουμε Ιστορία.
Ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία του
Ανάλογα, λοιπόν, με τη σκευή του, ο άνθρωπος σε κάθε εποχή έφτιαξε τη δική του ιστορία. Αποκτώντας συνείδηση της ιστορικότητάς του, άφησε τα πρώτα σημάδια του, απομεινάρια της καθημερινότητάς του στα σπήλαια που ζούσε, ίσως και για πρακτικούς λόγους, που, όμως, εξ αντικειμένου έγιναν σημάδια της ροής του χρόνου.
Φαντάστηκε γίγαντες και θεούς και σ’ αυτούς απένειμε τα εύσημα των δημιουργιών του, γρήγορα όμως, από την ελληνική αρχαιότητα ακόμη, διαχώρισε αφορμές και αιτίες, συνέκρινε μαρτυρίες, ζύγισε και εκτίμησε τεκμήρια, συνέκρινε έργα και λόγια ανθρώπων. Αποτίμησε, με το δικό του μέτρο, με το μέτρο της εποχής του, τη δράση τους και τη συμβολή τους στα πράγματα. Τα ίδια βασανιστικά ερωτήματα της ανάγνωσης του είναι του, τον ακολούθησαν πολλούς αιώνες.
Ο Πλάτωνας τον συντρόφευσε σε μια μακρά πορεία παρηγορώντας τον ότι ο ίδιος μετέχει θείας μοίρας και του κόσμου των ιδεών, υπό όρους βέβαια και κανόνες. Ο Αριστοτέλης τον προσγείωσε αποδίδοντας τη συνείδηση του χρόνου στην κίνηση της ύλης και οι μετέπειτα σοφοί ψάχνανε την υφή του κόσμου, την κίνησή του. Ο ουρανός έγινε σημείο σύντηξης ιερών και μη αναζητήσεων. Η αποκάλυψη της ασημαντότητάς του στο απέραντο σύμπαν του άνοιξε το δρόμο για τη συγκρότησή του ως υποκείμενο της νέας ιστορίας του, στους νέους καιρούς.
Και όσο ο Leopold von Ranke αναζητά την αλήθεια στα έγγραφα των αρχείων, σε συμφωνίες και συνθήκες κρατών, παλιές και νέες επιστήμες δημιουργούν μεθοδολογικά εργαλεία προσέγγισης της ανθρώπινης συνείδησης, ενώ οι έρευνες των θετικών επιστημών γονιμοποιούν τη φιλοσοφική έρευνα και τανάπαλιν και προσεγγίζουν παλιές κατηγορίες όπως ο χρόνος, ο χώρος ή και το είναι συνολικά.
Παρελθόν και παρόν
Έτσι, είναι ο Ανρί Μπερξόν, όπως τον προσεγγίζει ο Deleuze, που μας επισημαίνει την αυταπάτη μας να συγχέουμε το είναι με το είναι παρόν, τη στιγμή που το παρόν δεν είναι μεν, δρα δε. Αντίθετα αυτό που είναι, χωρίς να δρα, είναι ένα παρελθόν εν γένει, η ύπαρξη του οποίου επιτρέπει την ύπαρξη των επιμέρους παρελθόντων, αλλά και την αναγωγή σε αυτό κάθε επιμέρους παρόντος. Όπως, λοιπόν, το παρελθόν συγκροτείται ταυτόχρονα με το παρόν, που ήταν το ίδιο πριν γίνει παρελθόν, αντίστοιχα η αντίληψή μας για τα πράγματα και η ενθύμηση μας γι’ αυτά συγκροτούν μια εικόνα ως ψυχολογική πραγματικότητα με διαφορές βαθμού ανάμεσα στις εικόνες αντίληψης και εικόνες ενθύμησης, που και αυτές, όταν ενεργοποιούνται, είναι δυνατές μόνο στο παρόν.
Οι απαρχές της ανάγνωσης της σχέσης αυτής συναντώνται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η μνημοσύνη, θεοποιημένη ή μη, ασχολείται με το παρελθόν στο παρόν, το οποίο ο Πλάτων αντιλαμβάνεται ως εικόνα ενός απόντος πράγματος και συνδέει έτσι τη μνήμη με τη φαντασία, αντίθετα ο Αριστοτέλης διακρίνει τη μνημόνευση μιας εικόνας, την απλή δηλαδή παρουσία της στο πνεύμα από την ανάκλησή της ως αναζήτηση που απαιτεί τη διάκριση και ταξινόμηση των εικόνων στο χρόνο και προϋποθέτουν την κίνηση μη υπαρκτών, όμως, πραγμάτων, τα οποία για να υπάρχουν προαπαιτούν ένα μηχανισμό της ψυχής που να τα ζωγραφίζει και αυτόν τον μηχανισμό τον ονομάζουμε μνήμη. Και πάλι, όμως, τα ερωτήματα για την ψυχή και τη σχέση της με το σώμα παραμένουν.
Ο Χούσερλ είναι αυτός που θα ξεκαθαρίσει ότι η αντίληψη ενός πράγματος, ενός ήχου παραδείγματος χάρη, είναι στιγμιαία, η διατήρησή της όμως δεν είναι μια μορφή φαντασίας, αλλά μία λειτουργία της αντίληψης. Και μιας και μιλάμε για αντίληψη, μιλάμε ουσιαστικά για τη συγκρότηση της συνείδησης και τους μηχανισμούς που την επιτρέπουν. Στην προσπάθειά του ο Χούσερλ να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται και περιγράφονται τα γεγονότα της εμπειρίας (παραστάσεις, κρίσεις, αισθήματα, συναισθήματα κ.α.) οδηγείται μέσω της φαινομενολογικής αναγωγής στην έννοια του πράγματος και όχι στο πράγμα που είναι, στην ουσία του και όχι στις ποικίλες εκφάνσεις του.
Από το εγώ στο εμείς
Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο που σκέφτεται. Ο ίδιος είναι ένα εμπειρικό εγώ που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως αντικείμενο της δικής του επίγνωσης, αποκαθαρμένο από τις επιμέρους εκφάνσεις του και οριζόμενο ως ουσία, ως υπερβατολογικό δηλαδή εγώ, είναι, με άλλα λόγια, ένα “αυτοσυγκροτούμενο εγώ” το οποίο ενοποιεί τα αντικείμενα γύρω του, λόγω της ίδιας οργανωτικής δομής που διαθέτει.
Ανάλογα προς το υπερβατολογικό “εγώ” συγκροτεί και το υπερβατολογικό “εμείς”, ένα πληθυντικό υποκείμενο μία κοινότητα χρηστών της ίδιας γλώσσας που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ανάγονται μέσω της φαινομενολογικής αναγωγής από την επίγνωση του ά ενικού προσώπου “εγώ” στο ά πληθυντικό πρόσωπο “εμείς”, από το εδώ του εαυτού στο εκεί του άλλου, συγκροτώντας τον κοινό νου των ανθρώπων της κοινότητας μέσα στην οποία ζουν.
Τη συγκρότηση του “εγώ” συγχρονικά και τη σχέση του με το συλλογικό “εμείς” θα ερευνήσουν επιπλέον οι νέες κοινωνικές επιστήμες. Η κοινωνιολογία ιδίως θα αξιοποιήσει το έργο του Maurice Halbwachs “Η συλλογική μνήμη” και θα αναζητήσει αυτή τη συλλογική μνήμη σε εκφάνσεις της συμπεριφοράς του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία που ζει, ελέγχοντας ως πτυχές αυτού του βίου, το λόγο που παράγει, τις τελετές που οργανώνει, τις εικόνες που δημιουργεί.
Η επιστήμη της Ιστορίας
Θεωρούν ότι η συλλογική αυτή μνήμη, συγκροτείται από βιώματα της ομάδας που επιβιώνουν από το παρελθόν και διαφοροποιείται από την ιστορική μνήμη, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί την ιστορία να γράφεται περισσότερο κάτω από την πίεση των συλλογικών αυτών μνημών. Η αξιοποίηση της συλλογικής μνήμης από τη “Νέα Ιστορία” και η επιδίωξη της να αποκτήσει η ιστορία επιστημονικότητα την οδηγεί να διατυπώσει νέα προβληματική και να απλωθεί σε πεδία στα οποία, αφενός το ατομικό συναίρεται με το κοινωνικό και το συλλογικό (γλωσσολογία, δημογραφία, οικονομία, βιολογία, πνευματικός πολιτισμός) και αφετέρου η ευθύγραμμη χρονική καταγραφή να αντικατασταθεί κατά τη διαπραγμάτευση των παραπάνω επιπέδων σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα.
Ταυτόχρονα νέοι τόποι έρευνας δημιουργηθήκαν και ένα πλούσιο υλικό αναδύθηκε από αυτούς, όχι μόνο από τις βιβλιοθήκες, αλλά και από αρχεία, μνημεία, μουσεία και επιπλέον από τους συμβολικούς τόπους, όπως επί παραδείγματι οι εορτές, οι τελετουργίες, τα εμβλήματα και πολλά άλλα. Η ανάγνωση της πραγματικότητας πλέον είναι πολυεπίπεδη, ακολουθεί θεματικούς άξονες και οι “αφηγήσεις” της παλίμψηστο θεωριών και ερμηνευτικών προσεγγίσεων.
Όμως, τι διασφαλίζει την ενότητα της ιστορίας, ως επιστημονικό αντικείμενο, και κατ’ επέκταση, την εγκυρότητά της; Ο Κορνήλιος Καστοριάδης θεωρεί ότι τα κριτήρια επιλογής του υλικού συνδέονται άρρηκτα με την ερμηνευτική προσέγγιση που ο κάθε ιστορικός επιλέγει και ότι η αντιπαράθεση ερμηνειών για τις κοινωνίες του παρελθόντος αποτελεί προϋπόθεση καλύτερης κατανόησης των κοινωνιών αυτών. Έτσι, ισχυρίζεται ότι το ιστορικό υλικό, ταυτόχρονα, ενώ δεν αποδίδει τις σημασίες το ίδιο στα πράγματα δεν είναι, όμως, “βουβό” και είναι καταφανώς δεσμευτικό για όλους και τελικά, ό,τι έλεγε ο Ηράκλειτος για το μαντείο των Δελφών «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει», ισχύει και για ένα ιστορικό αντικείμενο. Το ίδιο σημαίνει.
Και είναι η «αναδημιουργία» των φαντασιακών σχημάτων που διατηρεί, στα οποία η εκάστοτε κοινωνία θα αναζητήσει τους κώδικες που το ερμηνεύουν, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση των σημασιών αυτών και κατ’ επέκταση την αποκατάσταση των θεσμών μέσα στους οποίους οι σημασίες αυτές «ενσαρκώνονται» (επί παραδείγματι, η ελληνική αρχαιότητα, η σύγχρονη γαλλική κοινωνία κ.α.). Η αποκατάσταση αυτή δεν είναι κατά τη γνώμη του αυθαίρετη, διότι αφενός το ίδιο το ιστορικό υλικό θέτει κάποια όρια από μόνο του και αφετέρου θεωρεί, αρκετά αισιόδοξα, ότι η δημόσια συζήτηση για τις σημασίες των κοινωνιών του παρελθόντος είναι εφικτή και μπορεί να αποφευχθεί η αυθαιρεσία, ώστε κάθε άποψη να θεωρείται δόκιμη.
Ιστορία και ατομική ταυτότητα
Τέλος, η αναζήτηση του παρελθόντος και η σημασία που του αποδίδονταν διαχρονικά καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι διαισθάνονταν ότι είναι ακριβώς η συνείδηση του παρελθόντος που δίνει στον άνθρωπο συνέχεια και ενότητα στον χρόνο, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση του εαυτού του και τη δημιουργία της ατομικής του ταυτότητας. Αντίστοιχα, πάνω στο ίζημα του παρελθόντος χτίζεται και η συλλογική του συνείδηση, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο οργανώνεται η συλλογική του ταυτότητα. «Η μνήμη», γράφει ο Ζακ Λε Γκοφ, «αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο αυτού που θα αποκαλούμε στο εξής ατομική ή συλλογική ταυτότητα» (1998:143).
Η διαστρέβλωση και στη χειρότερη περίπτωση η απώλεια του παρελθόντος ενός ανθρώπου συνιστά μέσο ελέγχου και συμβολικού θανάτου του. Το ίδιο συμβαίνει και στους λαούς. Ο Ζακ Λε Γκοφ μας θυμίζει ότι οι Ετρούσκοι είχαν εναποθέσει τη διατήρηση της συλλογικής τους μνήμης στην κυρίαρχη κοινωνική τάξη τους. Η ταύτιση της τάξης αυτής με το έθνος είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη εξαφάνιση μνήμης και έθνους. Οι παραδόσεις τους εξαφανίστηκαν μαζί με την αριστοκρατία τους που ήταν «ο θεματοφύλακας της ηθικής, νομικής και θρησκευτικής κληρονομιάς του έθνους τους. Όταν αυτό έπαψε να υπάρχει ως αυτόνομο έθνος, οι Ετρούσκοι απώλεσαν απ’ ότι φαίνεται τη συνείδηση του παρελθόντος τους, δηλαδή του εαυτού τους». (1998:143, 144).
Η επίγνωση ότι η μνήμη αποτελεί συνεκτικό δομικό στοιχείο ταυτότητας (ατομικής ή συλλογικής) μας εξηγεί τον αγώνα, αλλά και τη διαπάλη για τη διαχείρισή της και επιπλέον την ανάγκη για τον εκδημοκρατισμό της, με σκοπό να δημιουργηθεί μία γνώση “αντίβαρο” στη γνώση που παράγεται από κυρίαρχες ομάδες μέσα στην κοινωνία. Η μνήμη, λοιπόν, και η ιστορία αναζητούν το παρελθόν προσβλέποντας στο παρόν και στο μέλλον και αναπόφευκτα οδηγούνται στη δημιουργία μιας προσωπικής ματιάς συλλογικής ή ατομικής για τον κόσμο. Αυτό συνιστά άλλωστε και το μέτρο της ελευθερίας, η αυτεπίγνωση που συνέχει και συγκρατεί ομάδες και άτομα από την απώλεια της συνείδησής τους.
Η Ερμιόνη Αχειμάστου είναι φιλόλογος