Πώς η σχέση με την Καμόρα διέλυσε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες
02/05/2022Σε μερικές μέρες συμπληρώνονται 44 χρόνια, από όταν ο Ιταλός πρωθυπουργός Άλντο Μόρο βρέθηκε νεκρός στο πορτμπαγκάζ ενός Renault 4 στη Via Caetani, μετά από 54 ημέρες απαγωγής του από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μία πτέρυγα της ένοπλης οργάνωσης είχε σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και πιο συγκεκριμένα με την Καμόρα της Νάπολης. Η ιταλική διάσταση στις πολύπλοκες σχέσεις των ένοπλων οργανώσεων με το χώρο του κοινού εγκλήματος, υπήρξε σημαντική και ενδιαφέρουσα.
Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι το κυριότερο εμπόδιο στη διείσδυση του ένοπλου κόμματος της τρομοκρατίας στον ιταλικό Νότο ήταν η αντιπαλότητα της Μαφίας. Η ιταλική Μαφία δύσκολα ανεχόταν τη δραστηριότητα ακόμη και των νόμιμων οργανώσεων της Αριστεράς. Το αποδεικνύουν οι δολοφονίες από την Κόζα Νόστρα του βουλευτή Πιο Λα Τόρε, γραμματέα της οργάνωσης Σικελίας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και αργότερα του Πεπίνο Ιμπαστάτο, στελέχους της ακροαριστερής “Προλεταριακής Δημοκρατίας”.
Η σικελική Κόζα Νόστρα, η Ντράνγκετα (από την ελληνική λέξη “Ανδραγαθία”) της Καλαβρίας και η Καμόρα της Νάπολης ήταν οργανώσεις βαθύτατα αντικομμουνιστικές και στενότατα συνδεδεμένες με τα κυβερνητικά κόμματα, κυρίως με τη Χριστιανοδημοκρατία. Είναι γνωστή και δικαστικώς εξακριβωμένη, εξάλλου, η ενεργοποίηση της Μαφίας κατά τη διάρκεια της απαγωγής του ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατίας Μόρο, την άνοιξη 1978.
Η ηγεσία της Μαφίας είχε επιστρατευθεί για να ανακαλύψει τη μυστική “φυλακή του λαού” όπου κρατούνταν ο όμηρος. Σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε μάλλον καταφέρει να εντοπίσει την πιο σημαντική γιάφκα των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Ρώμη. Σύμφωνα με πολυάριθμους ανανήψαντες μαφιόζους, οι έρευνες της Μαφίας διεκόπησαν κατόπιν νέων εντολών της χριστιανοδημοκρατικής ηγεσίας, που δεν ενδιαφερόταν πλέον για τη σωτηρία του ομήρου.
Στο προσκήνιο ο Τζοβάνι Σεντζάνι
Η ανάπτυξη των σχέσεων, όμως, των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα αφορά την περίοδο που ακολουθεί την απαγωγή και την εκτέλεση του Μόρο. Είναι έργο του Τζοβάνι Σεντζάνι, με τη θεωρητική κάλυψη της ιστορικής ηγεσίας που βρισκόταν τότε στη φυλακή. Η πολιτική αποτυχία της “επιχείρησης Μόρο” τροφοδότησε φυγόκεντρες τάσεις και προκάλεσε έντονες εσωκομματικές διαμάχες στους κόλπους των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η πολιτική αυτή κρίση τελικά οδήγησε, στις αρχές του 1980, στην απόφαση του υπεύθυνου επιμελητείας Ρομπέρτο Πέτσι να ανανήψει, μόλις λίγους μήνες μετά τη σύλληψή του. Η στάση του αυτή επέφερε σοβαρότατο πλήγμα στην οργάνωση. Το ογκώδες κύμα συλλήψεων διευκόλυνε την ανάδειξη στην ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών του Τζοβάνι Σεντζάνι.
Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Πίζας, ο Σεντζάνι υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία ο μεγαλύτερος εμπειρογνώμονας της Ιταλίας πάνω σε θέματα που αφορούσαν τις φυλακές. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη του επάνω σε αυτό το θέμα αποτελούσε μέχρι το 1979 διδακτικό εγχειρίδιο στη σχολή ειδίκευσης αξιωματικών του σώματος δεσμοφυλάκων. Ο ίδιος συνεργαζόταν σε τακτική βάση με το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ο Σεντζάνι ήταν ήδη μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο, αλλά παραμένει ομιχλώδης ο ακριβής ρόλος του. Εντάχτηκε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες μαζί με την οργάνωση “Επαναστατική Επιτροπή Τοσκάνης”, μετά τη στρατολόγησή του από τον κουνιάδο του Ενρίκο Φέντζι. Ο τότε αρχηγός της οργάνωσης Μάριο Μορέτι διαβεβαιώνει ότι ο Σεντζάνι κατά την διεξαγωγή της επιχείρησης Μόρο δεν ήταν μέλος του Εκτελεστικού Οργάνου που έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις. Ο ίδιος, όμως, πρόσθεσε ότι οι συνεδριάσεις του Εκτελεστικού διεξάγονταν σε διαμέρισμα στη Φλωρεντία που ανήκε στην “Επαναστατική Επιτροπή Τοσκάνης”.
Ο Σεντζάνι συνελήφθη το 1978 με την κατηγορία ότι υπέθαλψε καταζητούμενο ερυθροταξιαρχίτη, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του. Το επόμενο έτος αποφυλακίστηκε και πέρασε στην παρανομία. Ένα από τα πρώτα μελήματα του Σεντζάνι (μέλος πλέον του Εκτελεστικού Οργάνου των Ερυθρών Ταξιαρχιών και υπεύθυνος για το “Μέτωπο των Φυλακών”) ήταν να οργανώσει, για πρώτη φορά, μια Φάλαγγα της οργάνωσης στη Νάπολη. Στην προσπάθεια του αυτή είχε την πλήρη υποστήριξη της ιστορικής ηγετικής ομάδας στη φυλακή (Ρενάτο Κούρτσο, Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, κ.α).
Η “Μέλισσα και ο Κομμουνιστής”
Η φυλακισμένη ηγεσία ήταν σε ρήξη με την εκτός φυλακής ηγεσία της τρομοκρατικής οργάνωσης, εκπροσωπούμενη από τον Μάριο Μορέτι. Η διαφωνία ξεκινούσε από τους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο και τον υποβαθμισμένο ρόλο που ο Μορέτι της είχε επιτρέψει να παίξει στην κρίσιμη εκείνη υπόθεση. Παράλληλα, οι φυλακισμένοι ηγέτες κατηγόρησαν τους ελεύθερους συντρόφους ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν σχέδια για την απόδρασή τους. Ο Μορέτι, πιεσμένος από τα σοβαρά οργανωτικά προβλήματα που δημιούργησε η λιποταξία του Πέτσι, δεν μπόρεσε να δώσει καθησυχαστικές απαντήσεις και γρήγορα η διαμάχη επεκτάθηκε σε θέματα γενικότερης στρατηγικής.
Τότε η ηγεσία στη φυλακή είχε κυκλοφορήσει ένα ογκώδες πολιτικό ντοκουμέντο με τίτλο “Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής”. Με το ντοκουμέντο αυτό οι φυλακισμένοι ηγέτες προσπάθησαν να αναθεωρήσουν την ανάλυση της κοινωνίας που έκανε η ελεύθερη ηγεσία της οργάνωσης. Αμφισβήτησαν τη στρατηγική του «πλήγματος στην καρδιά του κράτους», κορύφωση της οποίας ήταν η επιχείρηση Μόρο. Γι’ αυτό έδωσαν έμφαση στον «κεντρικό ρόλο της φυλακής» στη νέα στρατηγική της ένοπλης πάλης.
Ο κεντρικός αυτός ρόλος –ισχυρίστηκε η φυλακισμένη ηγεσία– δεν προέκυπτε μόνο από τους εκατοντάδες τρομοκράτες που φυλακίστηκαν μετά τις αποκαλύψεις του Πέτσι. Είχε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα: η αναδιοργάνωση του συστήματος παραγωγής εξωθούσε στο περιθώριο μεγάλες μάζες εργαζομένων, καθιστώντας το «περιθωριακό προλεταριάτο» κεντρικό υποκείμενο της επαναστατικής δράσης.
Λίγους μήνες αργότερα, η ιστορική ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών έκανε ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δημοσιεύοντας ένα δεύτερο βιβλίο επάνω στο ίδιο θέμα με τίτλο “Το Δέντρο της Αμαρτίας”. Στο κείμενο αυτό, για πρώτη φορά, οι φυλακισμένοι ηγέτες άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο «τακτικών συμμαχιών» με το οργανωμένο έγκλημα. Στόχος ήταν να αναδειχτεί στα μάτια του προλεταριάτου η αντίθεση ανάμεσα στην «ανατρεπτική πρακτική» των μαφιόζικων οργανώσεων και στη συνεργασία της ηγεσίας τους με το πολιτικό κατεστημένο.
Σύμφωνα με τις προθέσεις των συγγραφέων, η νέα τακτική σκόπευε στο να περιορίσει τη στρατολόγηση που οι μαφιόζικες οργανώσεις προωθούσαν μέσα και έξω από τις φυλακές, ευνοώντας αντίθετα την ένοπλη στράτευση. Η επιρροή του Σεντζάνι στη διαμόρφωση των αντιλήψεων αυτών είναι εμφανής. Ο τρομοκράτης καθηγητής ερμήνευσε ορθά τη δημοσίευση των δυο κειμένων ως απόδειξη ότι η ιστορική ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών τον υποστήριζε στην εσωκομματική διαμάχη του με τον Μορέτι, που κατηγορείτο για “μιλιταρισμό”.
Η απαγωγή του Τσιρίλο
Σε συνέπεια με τις νέες υποδείξεις της ιστορικής ηγεσίας, η Φάλαγγα Νάπολης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, εξ ολοκλήρου ελεγχόμενη από τον Σεντζάνι, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ο στόχος ήταν ο χριστιανοδημοκράτης τοπικός ηγέτης Τσίρο Τσιρίλο, υπεύθυνος ανοικοδόμησης της περιφερειακής κυβέρνησης Καμπανίας. Ουσιαστικά, ο Τσιρίλο ήταν ο άνθρωπος που χειριζόταν τις ογκώδεις χρηματοδοτήσεις της κεντρικής κυβέρνησης για την ανοικοδόμηση της Νάπολης, μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1980. Ο Τσιρίλο απήχθη από τρομοκράτες στις 27 Απριλίου 1981 στην Τόρε ντελ Γκρέκο, στα περίχωρα της Νάπολης.
Λίγους μήνες πριν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν απαγάγει στη Ρώμη τον υπεύθυνο για τις φυλακές του υπουργείου Δικαιοσύνης, τον δικαστικό Τζοβάνι Ντ’ Ούρσο. Η απαγωγή του Ντ’ Ούρσο ήταν η τελευταία ενέργεια των ενιαίων Ερυθρών Ταξιαρχιών πριν από τη διάσπαση. Συνδυάστηκε, μάλιστα, με μεγάλη εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές εξαιρετικής ασφαλείας στο Πάλμι, όπου είχε μεταφερθεί η ιστορική ηγεσία της τρομοκρατικής οργάνωσης. Η εξέγερση κατεστάλη βάρβαρα από τις ειδικές δυνάμεις των καραμπινιέρων, ενώ ο Ντ’ Ούρσο αφέθηκε ελεύθερος μετά από πολλούς μήνες, αφού ικανοποιήθηκαν τα πολιτικά αιτήματα των απαγωγέων.
Διαφορετική ήταν η εξέλιξη της απαγωγής Τσιρίλο. Η χριστιανοδημοκρατική ηγεσία, αμέσως την επομένη της απαγωγής του, θεώρησε ότι ο Τσιρίλο ήταν αναντικατάστατος άξονας στην εύθραυστη πολιτική ισορροπία μεταξύ κυβερνητικών κομμάτων και οργανωμένου εγκλήματος στην κατανομή των κονδυλίων για την ανοικοδόμηση. Η ενδεχόμενη απώλειά του θα προκαλούσε πραγματικό σεισμό σε πανιταλικό επίπεδο κι αποφάσισε να πράξει ό,τι δεν είχε πράξει κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο. Άνοιξε δηλαδή διαπραγματεύσεις, μέσω των μυστικών υπηρεσιών, με τους απαγωγείς για την απελευθέρωσή του.
Μεσάζων στις διαπραγματεύσεις αυτές ορίστηκε ο Ραφαέλε Κούτολο, ο φυλακισμένος αρχηγός της μαφιόζικης οργάνωσης “Νέα Οργανωμένη Καμόρα” (NCO). Ο Κούτολο θεώρησε ότι η διαμεσολάβησή του αποτελούσε χρυσή ευκαιρία για να ενισχύσει την οργάνωσή του, που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με άλλη μαφιόζικη συμμορία της Νάπολης, τη “Νέα Οικογένεια”. Επικεφαλής της “Νέας Οικογένειας” ήταν μια γυναίκα, η Πουπέλα Μαρέσκα. Γι’ αυτό τον λόγο ο Κούτολο ενεργοποιήθηκε χωρίς χρονοτριβή μέσα και έξω από τις φυλακές και ήρθε γρήγορα σε επαφή με την φράξια Σεντζάνι.
Με μεσολαβητή τη Μαφία
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μυστικά και ακόμη μέχρι και σήμερα πολλές πτυχές τους παραμένουν άγνωστες. Ο Κούτολο απαίτησε και εξασφάλισε από τη Χριστιανοδημοκρατία τον έλεγχο μεγάλου μέρους των κονδυλίων για την ανοικοδόμηση της Νάπολης, καθώς και τη μεταφορά του στη φυλακή της Νάπολης. Ο αρχηγός της Καμόρα προσέφερε στους τρομοκράτες πέντε δισ. λιρέτες, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για πολιτικούς και αστυνομικούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα ώστε να εξουδετερωθεί ο ενοχλητικός αρχηγός της ομάδας άμεσης δράσης της αστυνομίας στη Νάπολη.
Παρόλο που ο αστυνόμος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με θέματα τρομοκρατίας, η Φάλαγγα Νάπολης αποδέχτηκε τις υποδείξεις της Καμόρα και τον εκτέλεσε κατά τη διάρκεια της απαγωγής Τσιρίλο. Ο Σετζάνι αποδέχτηκε τελικά την προσφορά του Κούτολο και ο Τσιρίλο απελευθερώθηκε στις 24 Ιουλίου 1981. Ο τρομοκράτης ηγέτης μίλησε για «σημαντική νίκη», αφού ο όμηρος «αποκάλυψε στην ανάκριση το υπόγειο σύστημα εξουσίας της Χριστιανοδημοκρατίας». Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είχε δεσμευτεί να επιτάξει 12.000 άδεια διαμερίσματα για να στεγαστούν οι σεισμόπληκτοι.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως, δεν είπαν λέξη για τα χρηματικά οφέλη που αποκόμισαν χάρη στη συνεργασία τους με τη Μαφία. Αντιθέτως μάλιστα, ο ρόλος της Καμόρας στην απελευθέρωση του ομήρου καλύφθηκε επιμελώς από όλους τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης. Αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, ο Τσιρίλο απήχθη ξανά από άνδρες των μυστικών υπηρεσιών και παρέμεινε έγκλειστος στην κατοικία του.
Ο Φραντσέσκο Καζίλο, υπαρχηγός του Κούτολο, που κρατούσε τις επαφές με τις μυστικές υπηρεσίες, ανατινάχτηκε στον αέρα. Ο ίδιος ο Μορέτι, που είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την κατάληξη της υπόθεσης Τσιρίλο, δέχτηκε δολοφονική επίθεση στη φυλακή από πληρωμένο δολοφόνο. Ο Μορέτι είχε στο μεταξύ πέσει στα χέρια της αστυνομίας στο Μιλάνο, ενώ προσπαθούσε να στρατολογήσει τοξικομανείς και ανθρώπους του υποκόσμου.
Ο εκφυλισμός των Ερυθρών Ταξιαρχιών
Φαινομενικά, η συνεργασία του Σεντζάνι με τη Μαφία της Νάπολης είχε ως αποτέλεσμα να εξασφαλίσει τον έλεγχο της τρομοκρατικής οργάνωσης. Για να υπογραμμίσει τη ρήξη με το “μιλιταριστικό” παρελθόν, μάλιστα, μετονόμασε την οργάνωση σε “Ερυθρές Ταξιαρχίες-Κόμμα του Αντάρτικου”. Οι εναπομείναντες ερυθροταξιαρχίτες, που δεν συμφωνούσαν με τις θέσεις του Σεντζάνι, διασπάστηκαν με τη σειρά τους και σε σύντομο χρονικό διάστημα έπαψαν να υφίστανται.
Στην πραγματικότητα, η συνεργασία με τη μαφιόζικη οργάνωση αποδείχτηκε μοιραία και για την πολιτική συνοχή των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Πρακτικές ευρύτατα διαδεδομένες στο οργανωμένο έγκλημα άρχισαν να υιοθετούνται από τους τρομοκράτες, αυξάνοντας την απόσταση ανάμεσα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την κοινωνική βάση στην οποία έλεγαν ότι απευθύνονταν.
Αυτό έγινε σαφές με την αμέσως επόμενη επιχείρηση που πραγματοποίησε η ομάδα του Σεντζάνι: την απαγωγή του Ρομπέρτο Πέτσι, αδελφού του ανανήψαντος ερυθροταξιαρχίτη Πατρίτσιο. Ο Ρομπέρτο είχε χρηματίσει για σύντομο χρονικό διάστημα μέλος της οργάνωσης στην πόλη Σαν Μπενεντέτο, αλλά ήδη την επομένη της επιχείρησης Μόρο είχε εγκαταλείψει την ένοπλη δράση.
Η απαγωγή του εντάχτηκε στο πλαίσιο της εκστρατείας του “Κόμματος του Αντάρτικου” εναντίον των ανανηψάντων τρομοκρατών. Επειδή, όμως, ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί η επίθεση εναντίον όχι του ίδιου του “προδότη” αλλά ενός συγγενή του, ο Σεντζάνι φρόντισε να κατασκευάσει ολόκληρη θεωρία. Σύμφωνα με αυτή, ο Ρομπέρτο ήταν συνυπεύθυνος της “προδοσίας” του Πατρίτσιο, επειδή συνεργάστηκε με τους καραμπινιέρους για να ασκήσει πίεση στον συλληφθέντα, ώστε να αποκαλύψει τα μυστικά της οργάνωσης. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν εντελώς αβάσιμος, όπως ήταν ήδη γνωστό την εποχή της απαγωγής. Έπρεπε, όμως, να καλύψει την καθαρά μαφιόζικη πρακτική να πλήττονται συγγενείς του «προδότη».
Κύμα ανανηψάντων τρομοκρατών
Τελικά ο Ρομπέρτο Πέτσι εκτελέστηκε σε σκουπιδότοπο στα περίχωρα της Ρώμης. Μαγνητοσκόπησαν, μάλιστα, την εκτέλεσή του με επαναστατικά εμβατήρια ως ηχητική υπόκρουση. Η εκστρατεία εναντίον των ανανηψάντων γρήγορα μεταφέρθηκε στις φυλακές, καθώς στις αρχές του 1982 και ο Σεντζάνι έπεσε στα χέρια της αστυνομίας. Η σύλληψη του ηγέτη σήμανε και το τέλος του “Κόμματος του Αντάρτικου”, το οποίο όμως από καιρό βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Ιδιαίτερα στη Νάπολη, η συνύπαρξη με την Καμόρα είχε διαλυτική επιρροή στους τρομοκράτες.
Σημαντικά στελέχη έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας, μάλλον χάρη σε πληροφοριοδότες του υποκόσμου. Ορισμένα στελέχη εξαφανίστηκαν με μέρος από τα πέντε δισ. λιρέτες που εισπράχτηκαν ως λύτρα για την απαγωγή Τσιρίλο, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις τρομοκρατών που προσχώρησαν στη Μαφία. Γρήγορα, η κατάσταση έγινε εφιαλτική στις φυλακές. Και το “Κόμμα του Αντάρτικου” και η Καμόρα του Κούτολο ανέλαβαν εκστρατεία εκφοβισμού των φυλακισμένων μελών τους που θεωρούνταν ύποπτοι “προδοσίας”. Εκατοντάδες κρατούμενοι ξυλοκοπήθηκαν και ορισμένοι δολοφονήθηκαν.
Η εκστρατεία αυτή δεν μπόρεσε, όμως, να σταματήσει το μεγάλο κύμα ανανηψάντων τρομοκρατών, που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στις ένοπλες οργανώσεις της Ιταλίας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Καμόρα, αφού γρήγορα θεσπίστηκε νομοθεσία που ευνοούσε τη “μεταμέλεια” όχι μόνον των τρομοκρατών, αλλά και των μαφιόζων. Τόσο η οργάνωση του Κούτολο όσο και η αντίπαλη “Νέα Οικογένεια” υπέκυψαν κάτω από τα πλήγματα της αστυνομίας και στη θέση τους αναδείχτηκαν νέες εγκληματικές οργανώσεις.
Η διάψευση της θεωρίας Σεντζάνι
Από αυτή τη συνοπτική θεώρηση των σχέσεων των ιταλικών ενόπλων οργανώσεων με το χώρο του κοινού εγκλήματος μπορούν να προκύψουν κάποια συμπεράσματα. Η ιστορική εμπειρία της Ιταλίας διαψεύδει οικτρά τις θεωρίες σχετικά με το “επαναστατικό δυναμικό” των ανθρώπων που κινούνται στο χώρο του κοινού εγκλήματος. Από όλες τις περιπτώσεις που εξετάσαμε, σε μια μόνο περίπτωση η συνεργασία αυτή είχε ευνοϊκά αποτελέσματα για την τρομοκρατία: μόνο όταν ο ποινικός αποδέχτηκε πλήρως την πολιτική πρακτική της οργάνωσης κι απλώς έθεσε την εγκληματική εμπειρία του στην υπηρεσία της στρατηγικής της.
Αυτή η πρακτική του πρωτείου της πολιτικής, εξάλλου, δεν χαρακτήρισε μόνον τις ένοπλες οργανώσεις αλλά και τις νόμιμες πολιτικές δυνάμεις της ιταλικής Αριστεράς που έκαναν πολιτική επέμβαση στο χώρο των φυλακών και του κοινωνικού περιθωρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η πολιτική οργάνωση βασιζόταν στο “επαναστατικό δυναμικό” του εγκληματία, τότε το εγκληματικό στοιχείο ή κυριάρχησε επί της πολιτικής πρακτικής, ή οδήγησε την οργάνωση σε πολιτικό και οργανωτικό αδιέξοδο.
Ακόμη πιο καταστρεπτική υπήρξε η συνεργασία ενός συγκεκριμένου τομέα των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα. Πράγματι, ακριβώς τη στιγμή που η ένοπλη πάλη όδευε προς τη δύση της, το οργανωμένο έγκλημα ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα μπρος. Ήταν η εποχή που η ηρωίνη είχε κάνει ορμητικά την είσοδο της στην ευρωπαϊκή αγορά, προσφέροντας στις διάφορες ιταλικές μαφίες μια πρωτόγνωρη πηγή πλουτισμού.
Η επικράτηση του οργανωμένου εγκλήματος
Ένα κύμα φρέσκου χρήματος έκανε ορμητικά την είσοδο του στον ιταλικό Νότο, παρασύροντας τα πάντα: θεσμούς, οικονομία και κοινωνία των πολιτών. Μέσα σε λίγα χρόνια το οργανωμένο έγκλημα στην Ιταλία αναδείχτηκε ως ο πρώτος οικονομικός παράγοντας της χώρας, διεισδύοντας σε νόμιμες επιχειρήσεις, σε τράπεζες και στο Χρηματιστήριο. Τα σκάνδαλα με τους μαφιόζους τραπεζίτες Μικέλε Σιντόνα και Ρομπέρτο Κάλβι το αποδεικνύουν.
Οι θεωρητικές αναλύσεις του Σεντζάνι και της ιστορικής ηγεσίας των Ερυθρών Ταξιαρχιών εξανεμίστηκαν σαν χιόνι στον ήλιο. Στη θέση τους, δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1990 ένα εκτεταμένο λαϊκό κίνημα εναντίον της Μαφίας, που βρήκε ανταπόκριση σε συγκεκριμένα δικαστικά περιβάλλοντα. Είναι αυτά που εξαπέλυσαν την περίοδο 1992-1995 την εκστρατεία εναντίον της πολιτικής διαφθοράς, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή με την επωνυμία “επιχείρηση Καθαρά Χέρια”.
Το κίνημα αυτό εντόπισε τη διασύνδεση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος ως καίρια απειλή εναντίον των δημοκρατικών θεσμών. Η αρχή της νομιμότητας εδραιώθηκε ως πολύτιμο εργαλείο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την καταπολέμηση εκείνου που ο Αντόνιο Γκράμσι είχε χαρακτηρίσει «ανατρεπτικό πνεύμα» της ιταλικής αστικής τάξης.