Πως ο ατομικισμός διαβρώνει τον σύγχρονο άνθρωπο
05/09/2025
Είναι δύσκολο να προβλεφθεί πού τελικά θα οδηγήσει η πορεία που ακολουθεί σήμερα ο κόσμος. Η σύγχρονη εποχή είναι η γέφυρα ανάμεσα στη βασιλεία της παράλογης πίστης και τη βασιλεία του παραλογισμού δίχως πίστη.
Το εγκαταστημένο αξιακό πλαίσιο, παρά τα όσα του καταμαρτυρούν, ότι ουσιαστικά αποτελεί ένα κενό κέλυφος, λειτουργεί παράγοντας ένα αξιακό λόγο ο οποίος όλο και περισσότερο εξαπλώνεται στις ανθρώπινες κοινωνίες. Εμπεριέχει μια κατηγορική προσταγή που απαιτεί όλο και μεγαλύτερη βιαιότητα προκειμένου να την αναγνωρίσουν και να την υπακούσουν οι κοινωνίες.
Όσο λιγότερο το άτομο γνωρίζει τι θέλει, τόσο πιο παράφορα το επιθυμεί. Το εγκαταστημένο σύστημα αξιών καθιστά τους ανθρώπους “εγκληματίες” λόγω της παράλογης πίστης στο επικρατούν “λογικοφανές – τεχνοεπιστημονικό και τελευταία τεχνοφασιστικό” σύστημα, αλλά και λόγω του παραλογισμού δίχως πίστη που εδράζεται στην επικρατούσα αντίληψη της “αυτοπραγμάτωσης του εαυτού μέσω κριτηρίων που υιοθετούνται από τον ίδιο τον εαυτό”.
Η εικόνα του ορθολογικού- αντικειμενικού ανθρώπου ο οποίος υποτίθεται ότι διατυπώνει και εφαρμόζει τους κανονισμούς της εξαιρετικά πολυσύνθετης “γνωστικής κοινωνίας”, αντιστοιχεί τυπικά στον ιδεατό τύπο των εξαιρετικά μηχανοποιημένων και εξορθολογισμένων διαδικασιών στην οικονομία και τη διοίκηση. Αυτές οι διαδικασίες όμως αποτελούν μόνο τη μια πλευρά της κοινωνικής ζωής στις δυτικές μαζικοδημοκρατίες.
Η άλλη πλευρά, αυτή της μαζικής κατανάλωσης, συνδέεται με ψυχολογικά και ηθικά πολύ διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές – μολονότι και οι δύο πλευρές είναι εξίσου απαραίτητες για την υπόσταση της μαζικής δημοκρατίας και πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και να συνυπάρχουν ταυτόχρονα μέσα στην κοινωνία και στον ατομικό ψυχισμό των ανθρώπων.
«Αν η βιομηχανική μαζική παραγωγή και η διοίκηση απαιτούν την εφαρμογή μιας απρόσωπης εργαλειακής ορθολογικότητας, η μαζική κατανάλωση ευνοεί από την άλλη μεριά την ατομιστική-ηδονιστική ηθική της άμεσης απόλαυσης και γενικά της “αυτοπραγματοποίησης”. Στη βάση της μαζικής κατανάλωσης υλικών και πνευματικών αγαθών και με φόντο τον κοσμοθεωρητικό και ηθικό πανθεϊσμό δημιουργούνται και ευδοκιμούν κάθε είδους “ανορθολογισμοί”, οι οποίοι γοητεύουν όλο και περισσότερους ανθρώπους.
Αυτό επικυρώνεται εμπειρικά από την πολύ αισθητή και διαδεδομένη επίδραση κατευθείαν μαγικών τρόπων σκέψης στην καθημερινή ζωή και συμπεριφορά των ανθρώπων σε εξαιρετικά πολυσύνθετες και μηχανοποιημένες κοινωνίες, όπως αυτή που ζούμε σήμερα. Τα εσφαλμένα συμπεράσματα σε αυτό το ζήτημα είναι αναπόφευκτα όταν συγχέει κανείς την πολιτιστικά κυρίαρχη σήμερα πεποίθηση για την “ορθολογικότητα” με τις πραγματικές διαδικασίες σκέψης των συγκεκριμένων ανθρώπων, που στη μία κατάσταση καθοδηγούνται από μαζικούς ανορθολογικούς (θρησκευτικούς και άλλους) τρόπους σκέψης, στην άλλη από επιστημονικές έννοιες και σε μια Τρίτη απλώς από τον λεγόμενο κοινό νου (Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος).
Πολλαπλές υποσχέσεις σωτηρίας…
Κάθε ένας θέτει ως κριτήριο του δικού του πορεύεσθαι τον εαυτό του. Όλοι δικαιούνται να έχουν άποψη, με βάση αυτό το κριτήριο, επί παντός του επιστητού. Άρα κάθε άτομο μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει τη δικιά του πραγματικότητα. Η πραγματικότητα κατακερματίζεται, “επιτρέποντας στον καθένα να ζει τη ζωή του”. Ο κόσμος παύει να έχει μια αποκλειστικά δική του ύπαρξη. Όμως και τα άτομα παύουν, παρά το τι πιστεύουν, να έχουν μια αποκλειστικά δική τους ύπαρξη.
Κανένα πλάσμα δεν ζει αυθύπαρκτο. Οι περιστάσεις που καθορίζουν τη μοίρα τους βρίσκονται πολύ πέρα από τη σφαίρα των ικανοτήτων και της σκέψης του καθενός. Λοιπόν, τι καθορίζει, ποιος καθορίζει, πως καθορίζεται αυτή η μοίρα; Υπάρχει οποιαδήποτε πραγματικότητα που να αντιστοιχεί στην απουσία κοινά αποδεκτού νοήματος αυτής της κατακερματισμένης ύπαρξης; «Ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;»(Γ. Σεφέρης). Αυτό αποτελεί καθήκον πρώτης γραμμής.
Όμως σήμερα το επείγον είναι οι πολλαπλές, αλλά της ίδιας ιδεολογικής προέλευσης “υποσχέσεις σωτηρίας”. Όσο πιο μεγάλο είναι το άγχος του ανθρώπου που αισθάνεται έρμαιο του κατακερματισμένου εαυτού του, τόσο περισσότερο επιθυμεί να βρει έναν οδηγό, ένα λυτρωτή, που θα τον βοηθήσει να συλλάβει, με τις πράξεις του, τα ακατανόητα συμβάντα της εποχής του.
«Μεγάλος είναι ο φόβος του ανθρώπου που έχει επίγνωση της απομόνωσής του και προσπαθεί να ξεφύγει από τις μνήμες του: είναι ένας κατανικημένος και εξόριστος, ένα πλάσμα ριγμένο στον πιο βαθύ φόβο, στο φόβο αυτού που υφίσταται τη βία και διαπράττει τη βία. Ριγμένος στην πανίσχυρη απομόνωση, η φυγή του και η απόγνωσή του και η απάθειά του μπορεί να πάρουν τέτοιες διαστάσεις, ώστε αθέλητα σκέφτεται να κάνει κακό στον εαυτό του για να ξεφύγει από το γρανιτένιο νόμο των γεγονότων.
Και μέσα στο φόβο που νοιώθει μπρος στη φωνή της Κρίσεως που είναι έτοιμη να ξεσπάσει μέσα από το σκοτάδι, ξυπνάει με διπλή ένταση η νοσταλγία για τον Οδηγητή, που τρυφερός και πράος θα τον πάρει από το χέρι, αποκαθιστώντας την τάξη και δείχνοντάς του το δρόμο, η νοσταλγία για τον Οδηγητή, που δεν ακολουθεί πια κανένα και ο οποίος προπορεύεται στο άβατο μονοπάτι του κλειστού κύκλου και ανυψώνεται σε όλο και ανώτερα επίπεδα, ανυψώνεται φτάνοντας σε μια πιο φωτεινή προσέγγιση των ανθρώπων, αυτός που θα οικοδομήσει εκ νέου τον οίκο, έτσι ώστε οι νεκροί να ζωντανέψουν, αυτός που αναστήθηκε από το πλήθος των νεκρών και με τις πράξεις του θα δώσει νόημα στα ακατανόητα συμβάντα, έτσι ώστε ο χρόνος να αρχίσει να μετράει και πάλι. Αυτή είναι η νοσταλγία» (Χέρμαν Μπρόχ, Οι Υπνοβάτες ΙΙΙ). Οι καιροί ου μενετοί! Ή μήπως δεν προλαβαίνουμε πια, δεδομένου ότι τη δυστοπία τη ζούμε ήδη;