Πως οι ανατολικές θρησκείες βλέπουν τη φτώχεια
10/01/2020Παρ᾽ ὅλη τήν τεχνολογική ἀνάπτυξη καί τήν πρόοδο τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ φτώχεια ἀναδεικνύεται σήμερα τό ὑπ᾽ ἀριθμόν ἕνα πρόβλημα τοῦ κόσμου. Ανησυχητικό ὅμως εἶναι ὅτι οἱ ἀριθμοί πού κάθε τόσο δημοσιεύονται, ἔχουν πάψει νά κάνουν ἐντύπωση στούς χορτασμένους. Ἄς γίνω κάπως κυνικός προσθέτοντας: ἴσως καί σέ μᾶς.
Ἡ ἔλλειψη τῶν στοιχειωδῶν μέσων γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φτώχεια, συνοδεύει διαχρονικά τήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Πολλές φορές οἱ ἀγροτικοί πληθυσμοί ἔνιωσαν τήν πίεσή της. Ἰδιαίτερα, ὅμως, ἡ δημιουργία τῶν πόλεων καί ἀργότερα τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων, κατέστησε τή φτώχεια πιό ἐμφανῆ καί πολύπλοκη. Τά σύγχρονα ἠλεκτρονικά μέσα ἐνημερώσεως φέρνουν ἄμεσα πλέον ἐμπρός μας ὀδυνηρές σκηνές ἀβυσσαλέας δυστυχίας καί πείνας.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς κραυγαλέες περιπτώσεις ἀπόλυτης φτώχειας, πού συναντᾶ κανείς στήν Ἀφρική καί τήν Ἀσία, ἡ στέρηση βασικῶν ἀγαθῶν ταλαιπωρεῖ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καί στίς προηγμένες χῶρες τοῦ κόσμου, σέ ποικίλη ἔνταση. Ἑκατομμύρια φτωχοί ὑπάρχουν, π.χ., στίς ΗΠΑ, στήν Οὐκρανία, στή Ρωσία κ.ἀ.
Οἱ διάφορες θρησκεῖες, ἀπό τό ξεκίνημά τους, δέν ἀγνόησαν τό πρόβλημα. Κατά τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον τρόπο ζήτησαν νά τό ἑρμηνεύσουν καί νά τό ἀντιμετωπίσουν. Μέσα μάλιστα στό γενικότερο πλαίσιο τῶν διδασκαλιῶν τους πῆραν καί μιά συγκεκριμένη θέση.
Ο Ινδουισμός για τη φτώχεια
Μιά πρώτη κατηγορία θρησκευμάτων, πού ξεκίνησαν ἀπό τούς λαούς τῆς Ἰνδικῆς χερσονήσου, υἱοθέτησε τήν ἄποψη ὅτι οἱ συνθῆκες φτωχῆς ἤ ἄνετης ζωῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι συνέπεια ἑνός προγενεστέρου βίου. Μέ τή συσσώρευση τῶν καλῶν ἤ κακῶν ἔργων –τοῦ “κάρμα”–, τῶν διαφόρων μεταβιώσεων –τῆς “σαμσάρα”– κατέληξε στήν παροῦσα κατάσταση εὐτυχίας ἤ δυστυχίας.
Στόν ἰνδουιστικό κόσμο, ἡ διέξοδος ἀπό αὐτή τήν κατάσταση εἶναι δυνατή σέ μιά ἑπόμενη φάση ζωῆς, στή διάρκεια τῆς ἐξελίξεως τῶν ἀναμενομένων μεταβιώσεων. Οἱ θεωρίες αὐτές περί κάρμα καί σαμσάρα ὁδήγησαν σέ μιά στατική ἀντίληψη τῆς ζωῆς, μέ ἀποδοχή τοῦ status quo καί χωρίς νά ἀφήνουν περιθώριο γιά ἀμφισβήτηση καί δυναμική κοινωνική ἀλλαγή.
Ἡ εὐσπλαχνία πρός τούς δυστυχεῖς βέβαια ἐπαινεῖται καί προσθέτει θετικό κάρμα, ἀλλά δέν προσφέρει λύση στό πρόβλημα τῆς φτώχειας. Ἡ βασική ἰδέα παρέμεινε ὅτι ἐνδείκνυται ἡ ὑπομονητική ἀποδοχή τῆς φτώχειας καί ἡ περιστασιακή ἀνακούφισή της. Συγχρόνως, ὁ Ἰνδουισμός εἶδε τή φτώχεια σάν μιά μορφή ἀσκητικῆς γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀέναη σειρά μεταβιώσεων («σαμσάρα») καί τήν ἕνωση μέ τήν ὕψιστη ἀρχή τῆς ζωῆς («μπράχμαν»). Ἡ φτώχεια δέν θεωρεῖται σκοπός, ἀλλά μέσον γιά νά φθάσει κανείς στήν ἀποδέσμευση πρός χάριν κρείττονος ἀγαθοῦ.
Ο Βουδδισμός για τη φτώχεια
Ὁ Βουδδισμός, ὁ ὁποῖος ξεπήδησε ἀπό τά σπλάχνα τῶν ἰνδικῶν φιλοσοφικο-θρησκευτικῶν συστημάτων, ἐνῶ ἀμφισβήτησε τήν περί ψυχῆς (“ἄτμαν”) ἀντίληψη, υἱοθέτησε τίς περί κάρμα καί σαμσάρα πεποιθήσεις καί πρότεινε τήν ἀπόλυτη φτώχεια ὡς ἰδανικό τοῦ τελείου ἀνθρώπου, τοῦ βουδδιστῆ μοναχοῦ. Ἡ φτώχεια υἱοθετήθηκε ὡς μιά ζωή πειθαρχίας, χαρακτηριστική στίς μοναχικές κοινότητες (“σάνγκα”).
Ὁ μοναχός κατά τήν κουρά του λαμβάνει συμβολικά ἕνα κύπελλο ἐπαιτείας καί τρία ἐνδύματα πού ὑποτίθεται ὅτι θά ἀποτελοῦν τά μοναδικά του ὑπάρχοντα. Συγχρόνως, ἡ βουδδιστική διδασκαλία προέβαλε ὡς βασική ἀρετή τῶν λαϊκῶν ὀπαδῶν της τήν εὐσπλαχνία, τή “μέτα”, πρός τούς εὑρισκομένους σέ ἀνάγκη· καί ὡς φθοροποιά πάθη τήν πλεονεξία, τήν ἀνηθικότητα, τό μίσος. Ἡ προβολή τῆς λιτῆς καί ἁπλῆς ζωῆς ὡς ἰδανικοῦ γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ψευδαίσθηση τῆς ζωῆς, καί κυρίως τήν ψευδαίσθηση τοῦ ἐγώ, πρός τήν τέλεια ἠρεμία τῆς νιρβάνα, διαμόρφωσε ἕνα ἦθος ἤπιο, ὑπομονητικῆς ἀποδοχῆς τῆς φτώχειας.
Κομφουκιανισμός και Ταοϊσμός
Στήν ἀπέραντη Κίνα, δυό βασικές μορφές θρησκευτικότητος διαμορφώθηκαν ἀπό τή μακραίωνη κινεζική παράδοση: ὁ Κομφουκιανισμός καί ὁ Ταοϊσμός. Ὁ πρῶτος προσπάθησε νά ἐπιβάλει μιά κοινωνική τάξη, νά προσδιορίσει κανόνες συμπεριφορᾶς μέσα στήν οἰκογένεια, στόν εὐρύτερο συγγενικό κύκλο, τήν πόλη, τήν κοινωνία, περιορίζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀτόμων.
Βασική ἀρετή στό σύστημα τοῦ Κομφουκίου, ὅπως ἀναδείχθηκε ἀπό τούς μαθητές του, εἶναι ἡ ἀνθρωπιά (“ράν”), ἡ ὁποία καταχρηστικῶς μεταφράζεται “καλοσύνη”, “φιλανθρωπία”, καί ἡ ἀμοιβαιότητα στίς σχέσεις πού καθορίζονται ἀπό τήν προτροπή «μήν κάνεις στούς ἄλλους ὅ,τι δέν θά ἤθελες νά κάνουν σέ σένα» (Ἀνάλεκτα, 15, 23).
Ὁ Ταοϊσμός ὑποστήριξε μιά πιό παθητική καί ἀδιάφορη στάση στή ζωή, στίς ἀνέσεις, στόν πλοῦτο. Ὁ θεωρούμενος ἱδρυτής του, ὁ Λάο Τσέ, θέλει τόν ἄνθρωπο ταπεινό, πρᾶο καί εὐχαριστημένο μέ τά λίγα· ἐξύμνησε τό αὐθόρμητο καί φυσικό. Ἡ περίφημη θέση του, τό λεγόμενο “γουό γουέ”, θά μποροῦσε νά συνοψισθεῖ στήν παρότρυνση: “μήν κάνεις τίποτε” ἤ “κάνε τό καθετί μή κάνοντας τίποτε”.
Ἔτσι, στήν κινεζική παράδοση ἡ φτώχεια μέχρι τόν προηγούμενο αἰώνα θεωρήθηκε ἕνα λίγο-πολύ φυσικό καί ἀναπόφευκτο γιά πολλούς ἀνθρώπους φαινόμενο. Μιά νέα τοποθέτηση ἔφερε ἡ κομμουνιστική ἐπανάσταση τοῦ Μάο τσέ Τούνγκ, κάνοντας σκληρή κριτική τόσο στίς εὐρέως διαδεδομένες ἰδέες τοῦ Κομφουκίου, ὅσο καί τοῦ Λάο Τσέ.