Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες και πώς αναγεννώνται
17/01/2019Η λειτουργία της δημοκρατίας βρίσκεται σε μια διαρκή διακινδύνευση, σε μια διαρκή διεκδίκηση με τη βοήθεια, πέραν των τυπικών, και από άτυπα θεσμικά στηρίγματα. Για τις ώριμες δημοκρατίες της Δύσης, η ανοχή του αντιπάλου και η αυτοσυγκράτηση διασφαλίζουν την ομαλή εξέλιξη, ακόμα και σε περιπτώσεις σταδιακής ή απότομης ανόδου του αυταρχισμού.
Τέτοιες ενδείξεις -αλλαγή κανόνων, καταστροφή αντιπάλων, ανοχή βίας και ανελευθερία έκφρασης- είναι μόνιμα χαρακτηριστικά παραβιάσεων χωρίς να συνεπάγονται αναγκαστικά εκτροπές, παρά μόνο όταν ιδεολογικοποιούνται. Όταν, δηλαδή, παρουσιάζονται σαν σωτηρία σε καταστάσεις υστέρησης, ή κρίσης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, αμφισβητώντας το συνολικά, όπως η περίπτωση Τραμπ (κατά τους πολιτικούς επιστήμονες Levitsky-Ziblatt).
Στο βιβλίο τους υπάρχει η κατάδυση και περιοδολόγηση της αμερικανικής εσωτερικής πορείας της δημοκρατίας, από τη διαμάχη Φεντεραλιστών και Ρεπουμπλικάνων και τον Εμφύλιο, αλλά και τη συμφωνία τους για εκλογικό αποκλεισμό των εγχρώμων, έως τον Ρούσβελτ, τον Νίξον με έμφαση στη σημερινή διακυβέρνηση. Είναι, όμως, χαρακτηριστική η μεγάλη παράλειψη και η απουσία αναφορών σε κραυγαλέες δυσαρμονίες του λαϊκού αισθήματος και των συναινετικών χειρισμών –ή και συνενοχής- του συνόλου του πολιτικού συστήματος (Βιετνάμ, Ιράκ).
Επίσης, ενώ αναφέρονται παραδείγματα δέκα ακόμη χωρών, δεν φαίνεται να υπάρχει το ίδιο βάθος αναζήτησης στην ιστορία και εξέλιξη της πολιτικής κουλτούρας τους και κυρίως των εξωτερικών ωμών πιέσεων ή και παρεμβάσεων (πχ Αλιέντε, Τσάβες, Φουχιμόρι). Η αναζήτηση αιτιών θεσμικής υστέρησης (Ατζεμόγλου, Ρόμπινσον) ή πολιτισμικής ωρίμανσης (Φέργκιουσον), αλλά και όξυνσης οικονομικών ανισοτήτων (Πικεττί) θα φώτιζε περισσότερο τη σύγχρονη αυταρχική διολίσθηση τύπου Ορμπάν ή Ερντογάν, με αυξημένη πίεση στους “διαιτητές-δικαστές”, αλλά και με ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ.
Σύγκρουση των δυο κόσμων
Στα δικά μας, με όλες τις προφανείς αναλογίες παρόμοιων πρακτικών που κάθε κακοπροαίρετος θα έσπευδε να αναγνωρίσει, το αντίστοιχο επιχείρημα της “σύγκρουσης των δυο κόσμων”, με την ακραία πόλωση που πυροδοτεί, δεν φαίνεται να γίνεται πια αποδεκτό από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Παρά την ακραία δημαγωγική ρητορική της εποχής, η διακυβέρνηση της τελευταίας περιόδου όχι μόνο δεν έπεισε για μια ριζική τομή σε σχέση με τις στρεβλώσεις του παρελθόντος, αλλά μάλλον ρέπει σε κακές αναπαραστάσεις τους.
Η πίεση στο κράτος δικαίου και η μετατροπή της κοινωνικής πολιτικής σε προνοιακή, η παγίδευση της οικονομίας στα υπερπλεονάσματα και η υποτίμηση της ανάγκης εξωστρέφειας και ανάπτυξης, συντηρούν το τέλμα της κρίσης. Ποια είναι τα δικά μας θεσμικά αντίβαρα, όταν η διαρκής όξυνση δεν αφήνει περιθώρια ανοχής; Όταν ελλείπει η αυτοσυγκράτηση, όταν οι αντίπαλοι γίνονται εχθροί, όταν η αλήθεια κακοποιείται διαρκώς, όταν η πόλωση καταλήγει μέθοδος διαρκείας;
Σταδιακά, τον τελευταίο χρόνο με καταλύτη την -αναπάντεχη- έκρηξη για το Μακεδονικό, μια νέα στάση και ένα νέο ύφος αρχίζει να διαμορφώνεται ταυτόχρονα με το τέλος της περιόδου των μνημονιακών εξαναγκασμών. Η άγονη συνταγματική αναθεώρηση, οι αντιδράσεις στη σχέση Εκκλησίας-Κράτους, η δυσπιστία σε μια διαρκή και αφόρητη σκανδαλολογία και καταγγελτισμό, αλλά και στον υπερτονισμό του ταυτοτικού και του ταξικού, η απόρριψη της ανομίας κ.α. αναδεικνύουν μια νέου τύπου εγρήγορση, πέρα από τη μέχρι τώρα αποστράτευση.
Ιστορικότητα που αναβλύζει
Η χώρα μας, παρά τις αδυναμίες και τις παθογένειές της, έχει μια ιστορικότητα που αναβλύζει με ένταση. Έχει ένα ζωντανό πολιτισμό μεγάλων δημιουργών, αλλά και καθημερινών σχέσεων και ανθρώπων, μια εγγενή κουλτούρα δεκτικότητας, διάκρισης και αλληλοκατανόησης. Η μεταπολιτευτική ανοιχτή πολιτική κοινωνία με τους νέους της θεσμούς με τα δικαιώματα και με τον διεθνισμό της, αλλά και η ζωντάνια μας σαν έθνος μικρό αλλά ιδιαίτερο και ταυτόχρονα ικανό να διεκδικήσει ξανά την ανάπτυξή του, αναδύονται παντού γύρω μας. Δείχνουν τις δικές μας πηγές νοήματος, αναζητώντας τους δικούς μας δρόμους.
Είναι ο δικός μας τρόπος, τα δικά μας αντίβαρα στην παρακμή, τα δικά μας προστατευτικά κιγκλιδώματα απέναντι στην ύβρη του αυταρχισμού. Είναι μια αξιακή πρόσληψη της πραγματικότητας -ίσως όχι στεγνά ορθολογική- που η μνημονιακή άκριτη επιβολή και ο εγχώριος επαρχιωτισμός του εξαναγκασμένου εκσυγχρονισμού δεν αντιλαμβάνεται. Αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται τον εξωραϊσμό των λανθασμένων επιλογών, την αποφυγή της κριτικής του ανέμελου καταναλωτισμού μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, που αντίθετα έπρεπε να σημάνει ομοψυχία και ένταση προσπαθειών.
Είναι προφανές πως ο εισαγόμενος ευημερισμός μιας ολόκληρης μεταπολεμικής περιόδου (ναυτιλία, τουρισμός, μετανάστες), σε συνδυασμό με τις πολλαπλές ροές πόρων απ την ΕΕ και φθηνού εργατικού δυναμικού από γείτονες χώρες μετά το ’80, δημιούργησαν αυταπάτες και κακές νοοτροπίες και πρακτικές που κυριάρχησαν αποκρύπτοντας μεγάλες αδυναμίες.
Το κρίσιμο στην τωρινή κρίσιμη αντιπαράθεση είναι να μην προκαλέσει ένα νέο εμφύλιο. Αντιθέτως, να γίνει η απαρχή μιας βαθύτερης κατανόησης των λαθών μας, των υπερβολών και αστοχιών μας, των ασθενών θεσμών και των δομικών προβλημάτων, της συχνά άρνησης στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Να αποτραπεί ένας νέος εθνικός διχασμός από την ακραία εθνολαϊκιστική δημαγωγική πόλωση, άλλοθι της ανικανότητας, της ιδιοτελείας και του ρεβανσισμού και να αναγεννηθεί η χώρα, από τις δυνάμεις που θέλουν πραγματικές αλλαγές, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις δομικούς μετασχηματισμούς, ισχυρή δημοκρατία.