Πως τα ευρωπαϊκά γεράκια του πολέμου έγιναν περιστερές
24/10/2019Η απόφαση για τη δημιουργία της ΕΕ συνδέεται χρονικά με μία πολιτική πραγματικότητα. Όπως είναι γνωστό, ο θεμέλιος λίθος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος τέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, η Ευρώπη υπήρξε η κεντρική σκηνή των πλέων αιματηρών συγκρούσεων στην Ιστορία. Εκείνος ο πόλεμος ήταν ο τελευταίος από μια ατέλειωτη σειρά συρράξεων, στις οποίες είχαν εμπλακεί από την μεταμεσαιωνική εποχή και μετά όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Το 1945 βρήκε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να διακηρύττουν σε όλους τους τόνους όρκους πίστεως υπέρ της διαρκούς ειρήνης και να υιοθετούν ομόφωνα το σύνθημα ποτέ πια πόλεμος. Προκύπτει αμέσως το ερώτημα: τι συνέβη και μεταβλήθηκε άρδην η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών δυνάμεων; Πως τα χθεσινά γεράκια μεταμορφώθηκαν σε περιστερές; Πώς ξαφνικά οι εχθροί έγιναν φίλοι και σύμμαχοι;
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, μάλιστα, δεν διακήρυξαν απλά τη θέλησή τους για ειρήνη, αλλά προχώρησαν και σε πρακτικά βήματα, αποφασίζοντας να δημιουργήσουν χώρους άμεσης συνεργασίας μεταξύ τους με απώτερο σκοπό την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Το ερώτημα επομένως φαίνεται εύλογο, διότι προέρχεται από μια εμπειρική διαπίστωση, και συγχρόνως καίριο, διότι συμπυκνώνει με τον καλλίτερο τρόπο την ουσία του προβλήματος.
Μέχρι και το 1945, η Ευρώπη λειτούργησε πολιτικά με την εχθρότητα μεταξύ των κρατών της για τον πολύ απλό λόγο ότι οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν και μεγάλες δυνάμεις. Τα συμφέροντά τους επεκτείνονταν πέρα από τα σύνορα της Γηραιάς Ηπείρου (αποικιοκρατία) και ως εκ τούτου οι κινήσεις τους, οι πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονταν είχαν επιπτώσεις και σε άλλες περιοχές της υφηλίου.
Ισορροπία ισχύος και γεράκια του πολέμου
Από την Αναγέννηση και μετά, λοιπόν, το σταθερό μοτίβο της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας ήταν οι διαδοχικές προσπάθειες των ηγετικών κρατών κάθε περιόδου να καταστρέψουν την ισορροπία ισχύος που διατηρούσε την ποικιλομορφία της ηπείρου, με σκοπό να αποκτήσουν την ηγεμονία. Τρανταχτά παραδείγματα οι Αψβούργοι αυτοκράτορες Κάρολος Ε’ και Φρειδερίκος Β’, οι Γάλλοι αυτοκράτορες Λουδοβίκος ΙΔ’ και Ναπολέων Βοναπάρτης.
Όλοι προσπάθησαν να ηγεμονεύσουν στην κεντρική ενδοχώρα της Δυτικής Ευρώπης. Οι βλέψεις αυτές δεν ευοδώθηκαν λόγω της αντίδρασης δυνάμεων στις παρυφές της Γηραιάς Ηπείρου. Από τη μία πλευρά η Οθωμανική Αυτοκρατορία την εποχή των Αψβούργων, από την άλλη οι ναυτικές δυνάμεις Αγγλία και Ολλανδία την εποχή του Φιλίππου Β’ και του Λουδοβίκου ΙΔ’. Στην δε εποχή του, ο Ναπολέοντας βρήκε απέναντι την Αγγλία και τη Ρωσία.
Επί διακόσια χρόνια περίπου, από το 1740 έως το 1940, η Ευρώπη ρυθμιζόταν, εντός και διαμέσου των διαδοχικών συγκρούσεων των ευρωπαϊκών κρατών, από την Πενταρχία των δυνάμεων που θα συγκεντρώνονταν στη Βιέννη το 1815 (Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, Γαλλία και Αγγλία). Στη βάση αυτής της διεθνούς τάξης βρισκόταν η ειρήνη της Ουτρέχτης, που έβαλε τέλος στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, όταν μπήκε στο προσκήνιο ο διεθνής ρόλος της Αγγλίας ως ήπιου, διακριτικού εγγυητή της ισορροπίας στην Ευρώπη.
Δευτερεύουσας σημασίας δυνάμεις
Από εκείνη την περίοδο εμφανίζεται η αντίληψη ότι η ηγεμονία και η ισορροπία δεν είναι αρχές που βρίσκονται σε σύγκρουση, αποκλείοντας η μια την άλλη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υποβιβάστηκαν σχεδόν σε δευτερευούσης σημασίας δυνάμεις. Η αδυναμία τους να διαδραματίσουν ρόλο παγκόσμιας δύναμης και η ανάδειξη των ΗΠΑ σε ηγεμονεύουσα δύναμη του Δυτικού Κόσμου τις οδήγησε να αποδεχθούν την ομπρέλα ασφαλείας που τους προσέφεραν οι ΗΠΑ, λόγω και της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολή.
Έτσι εντάχθηκαν στο αμερικανικό άρμα και διαφοροποίησαν την έννοια της Realpolitik, την οποία με πάθος μέχρι τότε ακολουθούσαν. Έτσι εξαφάνισαν την έννοια της εχθρότητας, τοποθετώντας στη θέση της την ανταγωνιστικότητα και προβάλλοντας ως raison d’ etat την Συνεργασία και Οικονομική Αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πολιτική και στράφηκαν στη διαχείριση της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού.
Η διαπραγμάτευση μεταξύ εταίρων προήχθη σε βασική “πολιτική” πρακτική. Το Πολιτικό αποπυκνώνεται και προβάλει παντοδύναμο το Οικονομικό. Η πολιτική αγορά γίνεται με αυτό τον τρόπο οικονομική αγορά. Ο εχθρός μεταμορφώνεται σε οικονομικό ανταγωνιστή. Η ΕΕ λόγω της έλλειψης ισχύος αποποιείται τον ρόλο της κυρίαρχης δύναμης και την ανάγκη ποιούμενη φιλοτιμία, θεωρητικοποιεί την αδυναμία της, προφασιζόμενη την εγγενή τάση της για ειρήνη!
Ο ιδρυτικός μύθος της ΕΕ
Η ακραία φιλελεύθερη εκδοχή της οικονομίας της αγοράς αποτέλεσε εξ αρχής τον ιδρυτικό μύθο της ΕΕ. Στην παραδοχή αυτή το κράτος είναι απλά ο νυχτοφύλακας που επιβλέπει τη σωστή λειτουργία των νόμων, στη βάση των οποίων εξασφαλίζεται η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, αφού προηγουμένως με πολιτικές πράξεις το ίδιο το κράτος την έχει δημιουργήσει.
Έτσι, το Πολιτικό καταδικάζεται να αποποιηθεί την ίδια την ύπαρξή του και να λειτουργεί ως υπήκοος και υπηρέτης ενός απρόσωπου –έξω από τη συνείδηση των ανθρώπων– μηχανισμού. Όμως αυτή η στενή αντίληψη, που διακατέχει του ιθύνοντες της ΕΕ, αποτελεί μια τεράστια φενάκη. Ο θάνατος του ευρωκεντρισμού, που σε διεθνές επίπεδο ουσιαστικά ταυτίζεται με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και την στυγνή αποικιοκρατία, αποδυνάμωσε παντελώς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις πρόσδεσε στο αμερικανικό αυτοκρατορικό-ιμπεριαλιστικό άρμα.
Μέχρι σήμερα τουλάχιστον τους αφήνει μόνο τη δυνατότητα της οικονομικής κερδοσκοπίας. Η ΕΕ, ως θεσμική οντότητα, με το σημερινό τρόπο αντίληψης που τη διαπερνά, έχει ασήμαντο ειδικό βάρος ως παίκτης στην διεθνή σκακιέρα της ισχύος. Η συμπεριφορά της έναντι της Τουρκίας αποτελεί ένα ακόμη απτό παράδειγμα. Είναι ενδεικτικό ότι το Βερολίνο απέφυγε την επιβολή εμπάργκο στην πώληση όπλων από την ΕΕ προς την Τουρκία, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Bild (16.10.2019), η οποία επικαλείται εμπιστευτικά διπλωματικά έγγραφα.