Πως ταξίδευαν στην αρχαιότητα – Από τις ρωμαϊκές οδούς στους ξενώνες της Μεσοποταμίας
09/07/2020Το ταξίδι είναι μια διάσταση της ανθρώπινης πορείας στο χρόνο με βαρύ αποτύπωμα στην βιολογική επιβίωση, στο ψυχολογικό άνοιγμα των ανθρώπων, στην ανακάλυψη του άλλου, στην διανοητική διεύρυνση, στην κατάκτηση γνώσης κοσμικής και εσωτερικής και εν τέλει σε αυτό που λέμε πολιτισμό. Το ταξίδι ολοκληρώνεται με κάποια μορφής αφήγηση είτε για το ίδιο το ταξίδι-οδοιπορικό, είτε για τον ταξιδιώτη-αφηγητή, είτε για τη μεταφορά της εμπειρίας μέσα από το λόγο ή την εικόνα.
Οι άνθρωποι στην αρχαιότητα ταξίδευαν συνήθως με τα πόδια. Το άλογο εξημερώθηκε το 4500 π.Χ. και μετά το 3000 π.Χ., ξεκινώντας από τις στέπες της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αρχίζει να χρησιμοποιείται ως μεταφορικό μέσο. Ο άνθρωπος και το ζώο χρειάζονται μονοπάτι. Έτσι, έχουμε μαρτυρία, ότι γύρω στο 2100 π.Χ. ένας Σουμέριος αξιωματούχος που μετέφερε ένα μήνυμα-εντολή, μπορούσε να καλύψει μόνο σε μία μέρα (πήγαινε-έλα) ανάμεσα σε δύο πόλεις που απείχαν 160 χιλιόμετρα μεταξύ τους, που σημαίνει ότι υπήρχε δρόμος αμαξιτός.
Οι άνθρωποι συνήθως ταξίδευαν για δουλειές, δικές τους ή του κράτους (for business), για την υγεία τους (ιατρικός και ιαματικός τουρισμός), για προσκύνημα σε ιερά και μαντεία (θρησκευτικός τουρισμός), για αγώνες (αθλητικός) και σπανιότερα για να δουν τον κόσμο (τουρισμός διακοπών και περιηγήσεων). Δηλαδή, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που ταξιδεύουν και σήμερα.
Η έννοια των διακοπών υπάρχει στους αρχαίους Έλληνες, αλλά κυρίως στους Ρωμαίους, όπως μας διαβεβαιώνει ο Κικέρων. Οι Ρωμαίοι της καλής κοινωνίας έφευγαν την άνοιξη ή στην αρχή του καλοκαιριού για τις εξοχικές τους επαύλεις (Peregrinatio). Η ανάπτυξη των ταξιδιών συντελέστηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο της τότε παγκοσμιοποίησης που είχε προκύψει από την λεγόμενη Pax Romana. Οι ρωμαϊκοί δρόμοι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, όπως σήμερα οι χαμηλού κόστους αεροπορικές εταιρίες, καθώς ήταν ένα μεγάλης σημασίας επίτευγμα, ένα θαύμα τεχνικής και οργάνωσης, που λειτούργησε και σαν δίκτυο αλλαγής και νέων ιδεών, το οποίο κράτησε για αιώνες την αυτοκρατορία ενωμένη και ισχυρή.
Όταν η αυτοκρατορία διαλύθηκε σε μικρότερα κράτη, τα βασίλεια δεν είχαν το χρήμα και την οργάνωση να συντηρήσουν τους δρόμους και το μεγάλο ρωμαϊκό οδικό δίκτυο κατέρρευσε. Ονομαστοί οδικοί άξονες ήταν η Αππία Οδός (regina viarum) από Ρώμη μέχρι το Μπρίντιζι που ήταν το ανατολικό λιμάνι, η Φλαμινία Οδός από τη Ρώμη μέσω των Αππένινων στο Φάνο, στην Αδριατική, η Αιμιλία Οδός που ένωσε την Φλαμινία με την Πιατσέντζα και το Μιλάνο, και η Αυρηλία Οδός που ένωσε τη Ρώμη με τη Γένοβα.
Αεροπορικά ταξίδια… με πλοίο
Τα ταξίδια στην ξηρά ήταν πολύ χρονοβόρα. Πρώτον, γιατί οι ταξιδιώτες κουβαλούσαν πολλά μπαγκάζια και δεύτερον, γιατί συνήθως ταξίδευαν είτε πεζοί, είτε με άμαξες που πήγαιναν με βηματισμό. Ένα ταξίδι Ιταλία-Ισπανία δια της ξηράς ήθελε ένα μήνα. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι “τρελαίνονταν” στην κυριολεξία με την ταχύτητα. Και ταχύτητα πρόσφερε μόνο η θάλασσα. Τα θαλάσσια ταξίδια γίνονταν από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, για να μπορούν οι ναυτικοί να βρίσκουν από τη θέση τους από τον ήλιο τη μέρα και από τη θέση των άστρων τη νύχτα και έτσι, να χαράσσουν την πορεία τους.
Αλλά ήταν ένας ακόμη λόγος που τα θαλασσινά ταξίδια γίνονταν κυρίως το καλοκαίρι και αυτός ήταν τα μελτέμια. Τα ιστιοφόρα της αρχαιότητας είχαν ένα τετράγωνο πανί και σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες έκαναν Μεσσήνη-Αλεξάνδρεια σε επτά μέρες ή Ρώμη-Αλεξάνδρεια σε δέκα μέρες, ενώ από την ξηρά χρειάζονταν τουλάχιστον δύο μήνες.
Αυτά λοιπόν τα χρονοβόρα ταξίδια απαιτούσαν και πολλές αποσκευές, είτε ταξίδευε κανείς από την ξηρά, είτε με πλοίο στη θάλασσα. Μέχρι και τον 19ο αιώνα, οι ταξιδιώτες κουβαλούσαν μαζί τους πολλά πράγματα, ρούχα, σκεύη μαγειρικής, σκηνές, στρώματα, παπλώματα και χρειάζονταν προσωπικό για να τα κουβαλούν….
Όλα αυτά τα θαυμαστά για το ταξίδι στην αρχαιότητα, μας εξιστορεί σε ένα καταπληκτικό ογκώδες βιβλίο του, ο καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Lionel Casson, “Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο”, μια έκδοση του ΜΙΕΤ (1996), όπου μεταξύ άλλων μας πληροφορεί ότι η Ελλάδα του 13ου π.Χ. αιώνα είχε καλύτερο οδικό σύστημα, παρά στον 3ο.
Κρατικοί απεσταλμένοι και ταχυδρόμοι, καραβάνια εμπόρων, ποταμίσιες μεταφορές, ταξίδια με γαϊδούρια ή άρματα, διασχίζουν τις χώρες και τα βασίλεια της αρχαιότητας. Οι απεσταλμένοι, εφοδιασμένοι με διαταγή μετακίνησης, διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να μεταφέρουν τις εντολές της εξουσίας. Δικαιούνται ημερήσιες μερίδες φαγητού. Δημιουργούνται συστήματα με κρατικούς ξενώνες στη Μεσοποτομία, αν και ο παλαιότερος που διασώζεται βρίσκεται στην Κρήτη και είναι του 1500 π.Χ. Οι ξενώνες και τα πανδοχεία δέχονται και ιδιώτες ταξιδιώτες.
Ο αρχαίος τουρισμός
Το παραδοσιακό πανδοχείο, στον ελληνικό κόσμο, ήταν μια τετράγωνη ή στενόμακρη αυλή όπου έμεναν τα ζώα να πιουν και να ξεκουραστούν, με δωμάτια για τους πελάτες γύρω γύρω, τύπος που υιοθετήθηκε σε ολόκληρη τη Εγγύς Ανατολή. Στα πανδοχεία της Μεσοποταμίας γεννιέται το δεύτερο και το τρίτο αρχαιότερο γυναικείο επάγγελμα, της ταβερνιάρισσας και της προαγωγού, μας πληροφορεί ο Casson, ο οποίος επισημαίνει ότι ο νόμος του Χαμουραμπί απαγόρευε τη νοθεία της μπίρας (από κριθάρι) και του κρασιού (από χουρμάδες).
Οι Πέρσες τελειοποιούν τα συστήματα ασφαλούς επικοινωνίας των Ασσύριων, εναλλάσσοντας τους αγγελιαφόρους σε κάθε σταθμό. Οι Πέρσες κατασκευάζουν την περίφημη Βασιλική Οδό που ξεκινούσε από τις Σάρδεις και έφτανε στα Σούσα (2500 χιλιόμετρα). Οι αυτοκρατορίες και τα μεγάλα διοικητικά συστήματα έφτιαχναν τους δρόμους για το σύστημα και μέσα από αυτά βοήθησαν και την ανάπτυξη του εμπορίου και του ταξιδιού.
Γύρω στο 1500 π.Χ. καταγράφονται οι πρώτοι πραγματικοί τουρίστες στην Αίγυπτο που επισκέπτονται τις πυραμίδες από περιέργεια ή για διασκέδαση, για να θαυμάσουν τα αξιοθέατα και χαράσσουν τα μηνύματά τους στους τοίχους των ιερών. Περισσότερα από 2100 ακιδογραφήματα από περιηγητές έξι αιώνων διασώζονται στους υπόγειους τάφους των Φαραώ στην Κοιλάδα των Βασιλέων και μαρτυρούν πως πρόκειται για τουρίστες με τη σύγχρονη έννοια, που συνήθως ταξίδευαν οικογενειακώς…