Ψάξτε την ετυμολογία του επωνύμου σας, ίσως εκπλαγείτε…
08/12/2022Είναι πολύ χαριτωμένο αυτό που η Γεωργία Μελόνι έσπευσε να κάνει, να απονείμει, συγκεκριμένα, εύσημα στη γλώσσα μας. Οι Ιταλοί, πράγματι, εκθύμως αναγνωρίζουν ότι έως τις αρχές του 19ου αιώνα, τα ελληνικά κυριαρχούσαν σε πολλές περιοχές της Κάτω Ιταλίας. Τα κατάλοιπα αυτής της γλωσσικής κυριαρχίας είναι πολλά, με πρώτο και καλύτερο τον όρο “Πάπας”, με τον οποίο δηλώνεται ο Επίσκοπος της Ρώμης και Ηγεμόνας του Βατικανού.
Πρόκειται για λέξη του ελληνικού ιδιώματος της Σικελίας που σημαίνει τον “πατέρα” και από την οποία προέρχεται και η δική μας “παπάς”. Ιταλικές λέξεις επίσης ελληνικής προέλευσης είναι η piazza (πλατέα/πλατεία), chiesa (εκκλησία), sindaco (σύνδικος=δήμαρχος) και άλλες πολλές, η καταμέτρηση των οποίων αποβαίνει επίπονη. Εδώ, όμως, είναι που παρεισφρύει το σφάλμα: Η κα Μελόνι οιονεί νοσταλγικώς αναφέρθηκε στη λέξη “μεράκι”. Ο όρος αυτός όμως δεν είναι ελληνικής, αλλά τουρκικής προέλευσης (merak), όπως ακριβώς και ο σημασιολογικώς συγγενής του “κέφι”(keyif).
Συνιστά φαινόμενο το παράπαν παράδοξο αυτή η μεταξύ της τουρκικής και ελληνικής γλώσσας όσμωση. Το “φέσι” κατά πρώτον και κύριο λόγο, που στα τουρκικά λέγεται fes, είναι λέξη ελληνική. Πρόκειται για κάλυμμα της κεφαλής που ονομάστηκε έτσι από Έλληνες ναυτικούς, λόγω της αρχικής κατασκευής του στην πόλη Fez του Μαρόκου. Υιοθετήθηκε, λοιπόν, από τους θαλασσινούς μας και τελικά από αυτούς πέρασε στους Τούρκους που το είχαν αναγάγει (μέχρι την εποχή του υπό τον Κεμάλ εξευρωπαϊσμό τους) σε εθνικό τους σύμβολο.
Ετυμολογία λέξεων και συμβόλων
Παράλληλα, οι ονομασίες δικών μας “εθνικών συμβόλων” προέρχονται από τα τουρκικά. Η λέξη “τσολιάς” πρώτα-πρώτα έχει ως έτυμον παλαιό οθωμανικό όρο, που πέρασε στα ελληνικά ως “τσόλι” και σημαίνει κουρέλι. Ο τσολιάς, με άλλα λόγια, ήταν ο ρακένδυτος. Και όπως ευχερώς αντιλαμβάνονται οι παλαιάς κοπής συμπατριώτες μας, λέξεις που συγγενεύουν με το “τσόλι” είναι όχι μόνο το “τσούλι”, αλλά και το “τσουλί” καθώς και –κυρίως αυτό!– η “τσούλα”.
Κάτι ανάλογο άλλωστε συμβαίνει και με το δικό μας “τσαρούχι”, το οποίο προέρχεται από οθωμανικό τύπο αγροτικού υποδήματος, που μας ήλθε ως “τσαβρούκ” και κατέληξε σε “τσαρούκι>τσαρούχι”. Ακόμη και το εθνικό μας επιφώνημα “ουστ [απο ’δώ]” τουρκικό είναι. Στη γλώσσα των γειτόνων μας, πράγματι, η λέξη “üst” είναι επίρρημα που σημαίνει επάνω. Στα πλούσια τουρκικά σπίτια, όμως, “επάνω”, δηλαδή στον όροφο, ήταν ο γυναικωνίτης. Έτσι, όποτε οι άντρες θέλανε να μείνουν μόνοι τους, λέγανε στις γυναίκες üst! Δηλαδή: “φύγετε από εδώ, πηγαίντε πάνω, στον δικό σας χώρο”.
Ετυμολογία επωνύμων
Αυτά είναι λογικά. Ό,τι όμως προκαλεί μεγάλη έκπληξη είναι τα οικογενειακά ονόματα, δηλαδή τα επίθετα. Το πασίγνωστο “Βουδούρης” (budur στα οθωμανικά) σημαίνει κοντός. “Ουζούνης” (uzun) πάλι, είναι ο ψηλός, ενώ “Σισμάνης” (şişman) ο παχύς, “Λεβέντης” (levend) ο λεβεντόκορμος, “Κουτσούκος” (küçük) ο μικρός, “Βουγιούκας” (büyük) ο μεγάλος, “Βουγιουκλάκης” (büyük+biyq [σήμερα: bıyık]) αυτός με το μεγάλο μουστάκι, “Καρακάσης” (kara+kaş) o μαυροφρύδης, “Τσολάκος” (çolak) ο κουλός, “Τοπάλης” (topal) o κουτσός, “Λαφαζάνης” (lafazan) o φλύαρος κ.λπ.
Το θέμα μας πάντως δεν εξαντλείται εδώ. Υπάρχουν και άλλα που αφορούν επαγγέλματα: “Κουντουράς” (qoundoura=είδος παλαιού υποδήματος) είναι ο παπουτσής, “Βογιατζής” (Μπογιατζής<boyacı) ο βαφέας, “Βακάλης” (Μπακάλης<bakkal) ο παντοπώλης, “Αβτζής” (avcı) ο κυνηγός, “Μπαλουκτσής” (balıkçı) o ψαράς, “Μπαξεβάνης” (bahcıvan) o κηπουρός, “Τσιτσεκλής” (çiçek=λουλούδι) ο λουλουδάς. Άλλα πάλι σχετίζονται με ψυχικές ή και σωματικές ιδιότητες, όπως “Καραμάνος” (kahraman) που σημαίνει τον λεβεντάνθρωπο, “Γιοκαρίνης”(ïoqari στα παλαιά τουρκικά) που δηλώνει τον υψηλόφρονα, “Δεληολάνης” (deli+olan) που είναι ο τρελάρας, ενώ, αντιθέτως, με το “Ταουσάνης” (tavşan=λαγός) νοείται ο φοβιτσιάρης ή, έστω, απλώς ο ταχύς.
Τέλος, υπάρχουν και επίθετα που δηλώνουν αξίωμα, όπως π.χ. “Μπαϊρακτάρης” (bayraktar) δηλαδή ο σημαιοφόρος, “Λιβάς” (liva) o στρατηγός, “Βέης” (Μπέης<bey) o μπέης, “Βεϊζαδές” (bey+zade [λέξη περσική η δεύτερη]) ο γυιός του μπέη κ.ο.κ. Επιπλέον, υφίστανται και τουρκογενή επώνυμα που φανερώνουν καταγωγή, όπως “Λέχος”(leh) που σημαίνει τον Πολωνό, “Μπογδάνος” (Buğdan=Μολδαβία) ο Μολδαβός, “Αρναούτης” (arnavut) ο Αλβανός, “Ατζέμης” (acem) ο Πέρσης κ.τ.λ.
Ετυμολογία και αρβανίτικα
Αυτή η πληθώρα των τουρκικής προέλευσης επιθέτων δεν εξηγείται βάσει των έως σήμερα ιστορικών μας γνώσεων. Ο ελλαδικός χώρος, βέβαια, είναι γεμάτος από ονόματα η ετυμολογία των οποίων δεν είναι ελληνική. Γνωστά είναι τα αρβανίτικα Σκουτέρης (skutér=αρχιβοσκός), Δούσμανης (dushmán=εχθρός), Σούλης (shul=ψηλός), Χούντας (húnd=μύτη, άρα ο “Μυταράς”), Σκούρτης (shkurt=κοντός) και άλλα, η ύπαρξη όμως των οποίων ευχερώς ερμηνεύεται.
Όπως τα ελληνικά ουσιαστικώς κυριαρχούσαν στον νότο της Ιταλίας μέχρι τη χαραυγή της Σύγχρονης Εποχής, έτσι και τα αρβανίτικα ήταν η οιονεί μητρική γλώσσα πολλών νησιών και γενικώς ναυτικών περιοχών της πατρίδας μας. Γνωστό παραμένει το επεισόδιο πρωταγωνιστές του οποίου υπήρξαν οι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επικεφαλής του Ελληνικού Στόλου. Αυτοί, κάποτε που συνεδρίασαν στην Αλεξάνδρεια, προκειμένου να μη καταλάβει τι έλεγαν ο ελληνομαθής Άγγλος αξιωματικός που είχε εντολή να παρακολουθεί τις συζητήσεις τους, μίλησαν μεταξύ τους στα αρβανίτικα!
Τόσα πολλά τουρκικά ονόματα, όμως, πώς εξηγούνται; Είναι γνωστό, πράγματι, ότι τουλάχιστον στον Μοριά και τη Ρούμελη, καθώς και στα νησιά τα τουρκικά δεν υποκατέστησαν τη δική μας γλώσσα. Ακόμη και στα Γιάννενα, τουλάχιστον κατά τα τέλη του προπερασμένου αιώνα, οι Τούρκοι ελληνικά μιλούσαν μεταξύ τους. Πώς όμως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τον σε γλώσσα τουρκική χαρακτηρισμό των ανθρώπων; Μήπως υπήρχαν οθωμανικές γραφειοκρατικές δομές, η ύπαρξη των οποίων παραμένει άγνωστη στην ελληνική ιστοριογραφία; Ιδού πεδίον ερεύνης λαμπρόν! Ας ελπίσουμε, κατά συνέπεια, πως θα υπάρξουν νέοι επιστήμονες πρόθυμοι να το καλλιεργήσουν…