Ρ. Ροσάντα: Το “Οικογενειακό Λεύκωμα” και η αριστερή τρομοκρατία
24/09/2020Στις 28 Μαρτίου 1978, όταν ο Άλντο Μόρο βρισκόταν στα χέρια των απαγωγέων του και οι ιταλικές εφημερίδες δημοσίευαν καθημερινά χίλιες δυο εκδοχές για τα κίνητρα και τη φύση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η Ροσάνα Ροσάντα δημοσίευσε στο il Manifesto, την εφημερίδα που η ίδια είχε ιδρύσει το 1971, ένα άρθρο που πέρασε στην ιστορία.
Υπό τον τίτλο “Οικογενειακό λεύκωμα”, η Ροσάντα έγραφε: «Οποιοσδήποτε υπήρξε κομμουνιστής στη δεκαετία του ’50 αναγνωρίζει αμέσως τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Είναι σαν να ξεφυλλίζει κανείς το οικογενειακό λεύκωμα: περιέχει όλα τα συστατικά που μας σέρβιραν στα κομματικά μαθήματα για τον Στάλιν και τον Ζντάνωφ, για όσους ακόμη τα θυμούνται. Είτε είναι γέρος είτε νέος, ο τύπος που πληκτρολογεί στην περίφημη γραφομηχανή ΙΒΜ έχει στον νου του σχήματα που ανήκουν εξ ολοκλήρου στην “αρχαία” κομμουνιστική παράδοση».
Η αναφορά στον Στάλιν και τον Ζντάνωφ δεν οφείλεται στην επιλογή εύκολων στόχων. Ήταν σαφέστατο ότι στις προθέσεις της αρθρογράφου η «αρχαία κομμουνιστική παράδοση» δεν αφορούσε μόνον αυτούς, αλλά πήγαινε πολύ πιο πίσω στον χρόνο, στις ίδιες τις ρίζες του μαρξισμού-λενινισμού (με “παυλίτσα”). Με άλλα λόγια, η Ροσάντα δεν κατηγορούσε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες για σταλινισμό. Αντιθέτως, υπογράμμιζε για πρώτη φορά, ότι η οργάνωση ήταν ακριβώς αυτό που έλεγε πως είναι: ένα ένοπλο σχήμα, γεννημένο στα εργοστάσια.
Ένα ένοπλο σχήμα που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί και ήδη λειτουργούσε ως κόμμα, δηλαδή ως «πρωτοπορία» και ως «πολιτική διεύθυνση του προλεταριάτου στον δρόμο προς την εξέγερση». Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αντέδρασε βίαια, χαρακτηρίζοντας «προκλητική» κάθε αναφορά σε «ιδεολογικές συγγένειες», ενώ οι χριστιανοδημοκράτες ερμήνευσαν το άρθρο ως έμμεση υποστήριξη προς τους τρομοκράτες. Η Ροσάντα απάντησε στις κριτικές στις 2 Απριλίου, με νέο άρθρο της.
Τα “ένοπλα τέκνα” του τριτοδιεθνισμού
Εμβάθυνε με μεγάλη σαφήνεια στο θέμα της προέλευσης των εννοιολογικών σχημάτων και της γλώσσας των Ερυθρών Ταξιαρχιών από ένα τριτοδιεθνιστικό πλαίσιο, κυρίως από εκείνο που πρέσβευε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα από την περίοδο της αντιφασιστικής αντίστασης, έως τον θάνατο του Παλμίρο Τολιάτι το 1964. Στη συνέχεια, η αιρετική κομμουνίστρια, επικεντρώθηκε στην ανάλυση της Χριστιανοδημοκρατίας και του πολιτικού ρόλου που η τριτοδιεθνιστική κουλτούρα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος της είχε αποδώσει κατά τη μεταπολεμική περίοδο..
Απόδοση, την οποία το κόμμα της κομμουνιστικής αριστεράς είχε εγκαταλείψει ττην τελευταία δεκαετία, με τις προτάσεις περί «ιστορικού συμβιβασμού» και τις κυβερνήσεις που στηρίζονταν στην αποχή ή στη θετική ψήφο των κομμουνιστών βουλευτών στο Κοινοβούλιο. «Αυτή η παλιά, χοντροκομμένη και σχηματική “ταξική ανάλυση” της Χριστιανοδημοκρατίας», υποστήριξε η Ροσάντα, «πέρασε τώρα στα χέρια των Ερυθρών Ταξιαρχιών».
«Η παραίτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος να αντιμετωπίσει το καθολικό κόμμα ως κόμμα της αστικής τάξης και του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού», συνέχισε η αρθρογράφος, «άφησε πίσω της ένα κενό οργάνωσης και κινητοποίησης των εργατικών μαζών. Αυτή η κατάσταση ευνόησε την προσπάθεια των τρομοκρατών να δραστηριοποιηθούν εντός εκείνου του πολιτικού και κοινωνικού χώρου, τον οποίο είχαν αφήσει χωρίς εκπροσώπηση τα “κόμματα του εργατικού κινήματος”», δηλαδή οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές.
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος από τα αριστερά αποδεχόταν ότι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν ήταν ούτε «μεταμφιεσμένοι φασίστες», ούτε «πράκτορες του ιμπεριαλισμού», αλλά “τέκνα” της τριτοδιεθνιστικής ρητορικής και του κενού που άφησε πίσω της η αγωνιώδης προσπάθεια του Μπερλινγκουέρ να εντάξει το κόμμα του σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα. Μετά πολλά έτη αμηχανίας μπροστά στην «τρομοκρατία», ή την «ένοπλη πάλη», η Ροσάντα και η ομάδα του il Manifesto προσέφεραν με τα άρθρα αυτά σε όλες τις οργανώσεις που κινούνταν τότε στα αριστερά του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον τρόπο να αναδείξουν τις μεγάλες διαφορές τους με τους ένοπλους συντρόφους τους.
Διαφορές που δεν αφορούσαν μόνον τις μεθόδους πολιτικής πάλης, αλλά ήταν πολύ πιο βαθιές, θεωρητικές, ιδεολογικές, ακόμη και ταξικές. Με άλλα λόγια, για την αριστερά στα αριστερά του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η ανάλυση της πολιτικής φάσης και της κοινωνίας που εμφάνιζαν στα κείμενά τους οι Ερυθρές Ταξιαρχίες μύριζαν ναφθαλίνη. Δεν είναι υπερβολή η διαπίστωση ότι αυτή η τοποθέτηση, και άλλες παρόμοιες που ακολούθησαν, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική απομόνωση των οπαδών της ένοπλης πάλης.
Η πολιτική ανεπάρκεια των Ερυθρών Ταξιαρχιών
Παράλληλα, η Ροσάντα κράτησε έντονα επικριτική στάση απέναντι στην τάση, που κυριάρχησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον δημόσιο λόγο, “δαιμονοποίησης” των τρομοκρατών και ένταξης του φαινομένου σε ψυχιατρική κατηγοριοποίηση. Η επιμονή της να αποδείξει ότι επρόκειτο για τέκνο, ενδεχομένως νόθο, μιας μυθολογικής αντίληψης του κοινωνικού μετασχηματισμού, η οποία για πάρα πολλά χρόνια επικράτησε στο εργατικό κίνημα, την έκανε να στρέψει την προσοχή της στα συγκεκριμένα μέλη των ενόπλων οργανώσεων και να αναδείξει, πέρα από τη φρίκη του αίματος, την ανθρώπινη και όχι δαιμονική διάστασή τους.
Επικεντρώθηκε έτσι στα βιώματα των μελών του “ένοπλου κόμματος” και τις σχέσεις τους με την προηγούμενη γενιά κομμουνιστών παρτιζάνων, όπως στην περίπτωση του Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, συνιδρυτή των Ερυθρών Ταξιαρχιών (και οι δύο γονείς του σκοτώθηκαν όντας στην αντίσταση) και του Μωρίς Μπινιάμι της “Πρώτης Γραμμής” (ο πατέρας του παρτιζάνος που σκοτώθηκε).
Αποκορύφωση αυτής της αναζήτησης είναι το βιβλίο-συνέντευξη με τον Μάριο Μορέτι, τον αρχηγό των Ερυθρών Ταξιαρχιών κατά την περίοδο της απαγωγής και της δολοφονίας του Μόρο. Το βιβλίο (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Διάδοση” σε κακή μετάφραση) γράφτηκε σε συνεργασία με τη δημοσιογράφο Κάρλα Μόσκα. Αποτελεί μία τρανταχτή απόδειξη της πολιτικής ανεπάρκειας του Μορέτι, αλλά και της ηγετικής ομάδας της οργάνωσης.
Ένα παράδειγμα: ρωτούν οι δημοσιογράφοι τον Μορέτι για ποιον λόγο, κατά τη διάρκεια της απαγωγής, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν χρησιμοποίησαν προπαγανδιστικά τις αποκαλύψεις του Μόρο για τα ουκ ολίγα σκάνδαλα της Χριστιανοδημοκρατίας. Απάντηση: «Δεν διαθέταμε τα ερμηνευτικά εργαλεία ώστε να κατανοήσουμε τις αποκαλύψεις. Ο Μόρο μιλούσε με κώδικες, έπνιγε τα συγκεκριμένα θέματα μέσα σε ένα πέλαγος από γενικότητες».
Το κίνημα των “διαχωρισάντων”
Στις 257 σελίδες του βιβλίου η Ροσάντα και η Μόσκα έδωσαν σε καλή δημοσιογραφική γλώσσα την απάντηση στο ερώτημα για ποιον λόγο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες οργάνωσαν στην εντέλεια το επιχειρησιακό σκέλος (απαγωγή), αλλά απέτυχαν οικτρά στη διαχείρισή της (δολοφονία). Από το βιβλίο ξεκίνησε, το 1985-1986, η περιπέτεια του περιοδικού Antigone, στην οποία συμμετείχαν ο καθηγητής Δικαίου Λουίτζι Φεραγιόλι, ο φιλόσοφος Μάσιμο Κατσάρι και πολλοί άλλοι.
Το περιοδικό φιλοδοξούσε να προσφέρει βήμα και σημείο συζήτησης σε όσους αντιμετώπιζαν την ένοπλη πάλη ως πολιτικό και όχι εγκληματικό φαινόμενο, το οποίο έπρεπε να αναλυθεί με τα πολιτικά εργαλεία που προσέφερε το αντιφασιστικό Σύνταγμα της Ιταλίας. Η προσπάθεια αυτή πήγαινε ενάντια στο ρεύμα που είχαν δημιουργήσει τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Όμως γρήγορα δικαιώθηκε, καθώς υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για τη δημιουργία του κινήματος των “διαχωρισάντων” πρώην τρομοκρατών.
Το κίνημα αυτό γεννήθηκε στη φυλακή, όταν εκατοντάδες μέλη και συμπαθούντες των ένοπλων οργανώσεων κατανόησαν πλέον ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει. Η πλειονότητα των πολιτικών κρατουμένων δεν ευθυνόταν για σοβαρά εγκλήματα, όπως φόνος ή τραυματισμός, αλλά για παροχή στέγης και προσωπικών ντοκουμέντων σε καταζητούμενους, ληστείες σε τράπεζες, παρακολουθήσεις στόχων και άλλα. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία όμως προέβλεπε εξοντωτικές ποινές για την απλή συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση.
Ο μόνος τρόπος για να τις αποφύγει κάποιος ήταν να ενταχθεί στην κατηγορία των “ανανηψάντων”, που απαιτούσε την κατάθεση στο δικαστήριο αποδεικτικών στοιχείων εναντίον των πρώην συντρόφων του. Μια επιλογή με σοβαρά ηθικά μειονεκτήματα, την οποία απέρριψε η μεγάλη μάζα των φυλακισμένων. Το αίτημά τους ήταν να βλέπει ο νόμος με θετικό τρόπο και χωρίς να ζητούνται άλλα ανταλλάγματα, το γεγονός ότι οι φυλακισμένοι είχαν αποδεχθεί το τέλος της ένοπλης πάλης, ότι ήταν δηλαδή “πρώην τρομοκράτες”.
Η τρομοκρατία ως πολιτικό φαινόμενο
Για τη Ροσάντα, η ειρήνευση μετά τον, έστω περιορισμένων διαστάσεων, εμφύλιο πόλεμο ήταν καθήκον που βάραινε πρωτίστως τις πλάτες των νικητών. Εκείνοι έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να επωφεληθούν της συγκυρίας για να εξοντώσουν διά παντός τους ηττημένους. Ήταν ένα μήνυμα το οποίο, ύστερα από σκληρή μάχη ιδεών, κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της ελευθεριακής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πολλών κομμουνιστών διανοούμενων.
Ώσπου, τον Οκτώβριο του 1987, ο σοσιαλιστής υπουργός Δικαιοσύνης Τζουλιάνο Βασάλι έθεσε σε ισχύ τον σχετικό νόμο, στον οποίο εντάχθηκαν περίπου 160 πρώην τρομοκράτες στο διάστημα ενός μόνο χρόνου. Στο τέλος της δεκαετίας είχαν ξεπεράσει τους 500. Σημαντικό μέρος μιας γενιάς που μπόρεσε να σωθεί από τη φρίκη της φυλακής. Πέρα λοιπόν από την κριτική στον «δομικό σταλινισμό» των Κομμουνιστικών Κομμάτων και την ανάδειξη της ελευθεριακής διάστασης του σοσιαλισμού, η συνεισφορά της Ροσάντα στη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής αριστεράς του 21ου, αιώνα αφορά και την αξιολόγηση κάποιων αστικών αξιών.
Αστικών αξιών, όπως είναι το πρωτείο της πολιτικής, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τα δικαιώματα του υπόδικου, ό,τι κι αν έχει κάνει, ο αποκλεισμός εννοιών όπως «εκδίκηση» και «εξολόθρευση» του αντιπάλου. Αξίες και έννοιες αστικές, τις οποίες ωστόσο στη χώρα μας πρώτη η λεγόμενη αστική τάξη φρόντισε να ξεχάσει.