Σαν ιλουστρέ εξώφυλλο περιοδικού ανδρικής μόδας γυαλίζει ο Κασσελάκης…
24/11/2023Ο Κασσελάκης που πρόσφατα εμφυτεύτηκε στην ηγεσία της ελληνικής “Ανανεωτικής Αριστεράς” δεν είναι λαϊκό, ούτε ένας κοινός βλαχοκοσμοπολίτης του μεταμοντέρνου συρμού…
Φιγούρες, όπως ο Στέφανος Κασσελάκης, δεν γυαλίζονται τυχαία στην είσοδο της πολιτικής σκηνής από τους επαγγελματίες λούστρους των ΜΜΕ. Εγκαθίστανται στην επικαιρότητα και ακκίζονται με όλες τους τις ιδιαιτερότητες με την αμερικάνικη “προοδευτική και δημοκρατική” κουλτούρα. Αυτές οι φιγούρες κατάγονται από τα πανεπιστημιακά α-πολίτικα lifestyle, που είναι ένθετα στις διεθνείς ελίτ του χρήματος και της πολιτικής. Εκείνα ακριβώς που καλλιεργούν σε όλους τους πολιτισμικά αποικιοκρατούμενους το λεξιλόγιο και τα πρότυπα της αντισυμβατικότητας, του ριζοσπαστικού νομικού δικαιωματισμού, ή τις αξίες και τα ιδεώδη της παγκόσμιας αντισυνεκτικής κοινωνίας που επιθυμούν διακαώς υπό το πρόσημο της προοδευτικότητας ή του… “αντιολοκληρωτισμού”. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Κασσελάκης που πρόσφατα εμφυτεύτηκε στην ηγεσία της ελληνικής “Ανανεωτικής Αριστεράς” δεν είναι λαϊκό, ούτε ένας κοινός βλαχοκοσμοπολίτης του μεταμοντέρνου συρμού.
Ο Κασσελάκης γυαλίζει σαν ιλουστρέ εξώφυλλο περιοδικού ανδρικής μόδας. Ωστόσο, οι λούστροι των εγχώριων ΜΜΕ, σε μια συντονισμένη έξαρση πολιτικής ορθότητας, απαγορεύουν ως ανεπίτρεπτο κάθε σχόλιο περί των συστηματικά διαφημισμένων σεξουαλικών προτιμήσεων του νέου ηγέτη. Των προτιμήσεων που μάλλον θα άφηναν εντελώς αδιάφορους τους περισσότερους νέους σημερινούς πολίτες, αν δεν είχαν υπογραμμιστεί τόσο έντονα από τους ίδιους τους image makers αυτής της εισαγόμενης ηγετικής φυσιογνωμίας.
Τους image makers, οι οποίοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν από το πουθενά και με το τίποτα μια πολιτισμικοϊδεολογική κατάσταση που θα σκανδάλιζε την συντηρητική ελληνική κοινή γνώμη. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν και τις προϋποθέσεις ενός greek democratic party που θα ταίριαζε καλά με την γενικότερη “πορτορικοποίηση” της Ελλάδας. Άλλωστε, κάθε φορά που γίνεται συζήτηση περί των λαϊκών παραδόσεων ηθών ή νοοτροπιών, αναδύεται αμέσως από το λεξιλόγιο του “προοδευτικού καθωσπρεπισμού”, ο απαξιωτικός όρος “λαϊκισμός”.
Πώς φτάσαμε εκεί σε λίγες μόλις δεκαετίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και “προόδου”; Πρώτα έχουμε τις μυθολογίες περί του “δίκαιου και ανόθευτου ανταγωνισμού”, τους “αντικαπιταλισμούς” του γλυκού νερού και τα ρομαντικά οράματα ενός μονίμως ειρηνικού και “δίκαιου” κόσμου. Έχουμε επίσης τις προφανείς τεχνολογικές εξελίξεις που έδωσαν σάρκα και οστά στις ιδεολογίες περί της γραμμικής προόδου. Αυτές που ενστερνίζεται εύκολα ο κάθε τυπικά εγγράμματος, πληροφορημένος, δικτυωμένος, εν δυνάμει κοινωνικά διακεκριμένος άνθρωπος, που ως ιδιώτης με άποψη “έχει κάτι να πει” και συνεπώς, “επικοινωνεί διαρκώς” με τους “ομοίως διαφορετικούς”, τυπικά επίσης εγγράμματους, πληροφορημένους ομοίους του.
Ο Κασσελάκης και οι χωρίς όρια επιθυμίες…
Τί λοιπόν συνόδεψε στις νοοτροπίες και στα ήθη των δυτικών πολιτών την πολιτική αποδόμηση του εθνικού αστικού κράτους, την υποταγή της πολιτικής στην οικονομία (που κυριαρχείται από την χρηματοπιστωτική της σφαίρα και τις τράπεζες), την παράλληλη αποδυνάμωση του εδαφικά εγκατεστημένου παραγωγικού κεφαλαίου και της παραγωγικής εργασίας ως κύριας πηγής εισοδημάτων και συνεπώς, ιστορικής εστίας τόσο της αξιοποίησης, όσο και της εκμετάλλευσης του ανθρώπινου μόχθου; Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη.
Λίγο οι κουλτούρες της επιτρεπτικότητας και της δικαιολόγησης των πάντων, λίγο ο κοινωνιολογικός μιζεραμπιλισμός, λίγο οι αναρχοφιλελεύθερες, δήθεν αντιεξουσιαστικές καταγγελίες κάθε ιδέας “νόμου και τάξης” ως έκφρασης του “καθημερινού φασισμού”, λίγο οι πολιτικές θεολογίες του δικαιωματισμού και της διαφορετικότητας, λίγο οι μπουρδολογίες της συμπερίληψης στο φανταστικό πολιτικό υποκείμενο της “ανθρωπότητας”, όλων των νομικά εξισωμένων και λαϊφσταϊλάτα διαφορετικοποιημένων ομιλούντων διπόδων που διαθέτουν “φυσική” ή τεχνητή νοημοσύνη, λίγο οι δήθεν αντιαυταρχικές παιδαγωγικές μέθοδοι, λίγο οι παιγνιώδεις μαθήσεις και ο στιγματισμός κάθε απαιτητικής εκπαιδευτικής αξιολόγησης, λίγο η απουσία ή η απαξίωση του πατέρα και η άρνησή του να επιβάλλει όρια στις απεριόριστες παιδικές επιθυμίες.
Όπως και να ‘χει, πότε με τον φόβο και τους ψυχαναγκασμούς (περίπτωση πανδημίας), πότε με την πολιτισμική γοητεία του ιδεολογικού τους εξαμερικανισμού και της φαντασιακής τους ελιτοποίησης, ένα σημαντικό τμήμα των ίδιων λαϊκών μαζών συμμορφώνεται στις νέες χρηστοήθειες και υιοθετεί “πρόθυμα και ελεύθερα” τις νοοτροπίες που απαιτούν οι επικυρίαρχοι. Με άλλα λόγια, ένα κομμάτι της κοινωνίας, πέραν από τις όποιες ορατές κοινωνικές επιφυλάξεις για τους εισαγόμενους ιδεολογικούς και πολιτισμικούς εκσυγχρονισμούς, υιοθετεί τα μεταμοντέρνα στερεότυπα και το αντίστοιχο λεξιλόγιο που του εγχαράσσει καθημερινά το καθεστώς.
Ενώπιον του έρποντος ολοκληρωτισμού
Όπως μάλιστα κάνουν συχνά οι εθελόδουλοι, αυτοί οι άνθρωποι γίνονται “βασιλικότεροι του βασιλέως”. Τόσο που μοιάζει πια σίγουρο: στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (όχι πάντα βέβαια), όταν ακούει κανείς την συνηθισμένη “αντι-ακροδεξιά” ρητορική, όχι μόνο από τους επιδοτούμενους καθεστωτικούς υπαλλήλους της επιμόρφωσης των ενηλίκων (ΜΜΕ) και της εκπαίδευσης των νέων (υποχρεωτική και μεταλυκειακή εκπαίδευση), αλλά από τις ίδιες τις κατά φαντασίαν προοδευτικές ή αριστερές συνομαδώσεις πολιτών, πρέπει να υποψιάζεται ότι βρίσκεται ενώπιον ενός έρποντος μεταμοντέρνου ολοκληρωτισμού που προσπαθεί επιμελώς να κρύψει την πραγματική ιδεολογική του ταυτότητα.
Το ίδιο και κάθε φορά που ακούει να στιγματίζεται σαν “ρατσιστική” κάθε πρόταση περιορισμού ή ελέγχου των μεταναστευτικών ροών προς την “πολυπολιτισμική” Ευρώπη, στο όνομα ενός οικειόφοβου ψευτοανθρωπισμού της φιλελεύθερης συμφοράς. Το ίδιο και κάθε φορά που ακούει να αποκαλείται “φασιστική” ή “λαϊκίστικη” ή “συνωμοσιολογική” κλπ. η οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης στην πολιτισμική, κοινωνική και πολιτική ισοπέδωση των ιστορικών, εθνικών κοινωνιών από τις “μεγάλες δυνάμεις” που συνδέονται με τη διεθνοποίηση των αγορών.
Πιθανότατα βρίσκεται ενώπιον μιας φιλελεύθερα κοσμοπολίτικης εκδοχής του ιστορικά ξεπερασμένου εθνικοσοσιαλισμού. Με άλλα λόγια ενώπιον ενός κοινωνικά και πολιτισμικά μοναχικού μηδενιστή. Ενός “ιδιώτη άθεου και χωρίς πατρίδα”, που ψάχνει να βρει τον εαυτό του στους ψυχολόγους της αγοράς. Ενός αποικιοκρατούμενου που όπως όλοι οι προκάτοχοί του, πιστεύει ακράδαντα πως βρίσκεται από την “σωστή πλευρά της ιστορίας”, όταν υιοθετεί τις ριζοσπαστικές λογικές και τις εκσυγχρονιστικές πεποιθήσεις των εκάστοτε επικυρίαρχων. Εν συντομία, ενώπιον ενός πολιτισμικά και πολιτικά υπανάπτυκτου, επικίνδυνα ηλίθιου και φανατικού “νεοφασίστα”.
Δεν υπάρχει καμία υπερβολή στον παραπάνω ισχυρισμό. Διότι στο κάτω-κάτω της γραφής, τότε που τα δυτικά εθνικά κράτη ήταν ισχυρά, που οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και οι raisons d’ etat ήταν στην ημερήσια διάταξη, τότε που οι καλοί μέσοι πολίτες εύκολα ή δύσκολα ταυτίστηκαν ή συμπορεύτηκαν ιδεολογικά με τους μελανοχίτωνες και με τους ναζί, δηλαδή με τους τότε εθνικοσοσιαλιστές και φασίστες, τότε εκείνοι οι καλοί μέσοι πολίτες ένιωθαν επίσης “επαναστάτες και σοσιαλιστές”…